«Ο Καθρέφτης» («Mirror» / «Zerkalo», 1975): Η πιο προσωπική ταινία του Αντρέι Ταρκόφσκι μάς ξεναγεί στα κατάβαθα της μνήμης και των προσωπικών βιωμάτων

Σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα έχουν δείξει ότι συγκεκριμένα σημεία του εγκεφάλου μας, τα οποία συνδέονται με τη μνήμη, είναι τα τελευταία που επηρεάζονται από τη σταδιακή νέκρωση του εν λόγω οργάνου όταν πεθαίνουμε. Με άλλα λόγια, η ζωή μας ίσως «περνάει» όντως μπροστά από τα μάτια μας, όπως είθισται να λέγεται.
Αυτή η συνοπτική αναβίωση των αυτοβιογραφικών μας αναμνήσεων, η οποία ενδέχεται να «βομβαρδίζει» με ορμητικά ερεθίσματα τις ακραία στρεσογόνες ύστατες στιγμές μας, ονοματίστηκε το 2017 από τους ερευνητές του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Hadassah, στην Ιερουσαλήμ, ως Εμπειρία Επανεξέτασης της Ζωής (Life Review Experience – LRE).
Γύρω από αυτό το θέμα περιστρέφεται το κεντρικό κόνσεπτ της κλασικής ταινίας του Αντρέι Ταρκόφσκι, «Ο Καθρέφτης» (αγγλ. τίτλος «Mirror» / πρωτ. τίτλος «Zerkalo»), η οποία πρωτοπροβλήθηκε ακριβώς μισό αιώνα πριν (σ.σ. για την ακρίβεια τον Απρίλιο του 1975 σε μόλις δύο σινεμά της Μόσχας, σύμφωνα με τους New York Times), αλλά παραμένει μέχρι σήμερα ένα καθηλωτικά δυσεπίλυτο arthouse κομψοτέχνημα.
Σε αυτό το ημιαυτοβιογραφικό κινηματογραφικό «ποίημα», ο Ταρκόφσκι πραγματοποιεί βουτιά στα κατάβαθα της μνήμης και των ανθρώπινων βιωμάτων, προσφέροντας μια λυρική, μη γραμμική, πολυεπίπεδα αλληγορική και βαθιά προσωπική εξερεύνηση των αναμνήσεων και των ονείρων ενός ετοιμοθάνατου. Χρησιμοποιεί «θραύσματα» κυρίως της παιδικής του ηλικίας, εστιάζοντας στη σύνδεσή του με τη μητέρα του και τη διαταραγμένη σχέση με τον πατέρα του, ενώ ταυτόχρονα εμπλουτίζει το επιδέξιο φιλμικό κολάζ της ταινίας μέχρι και με πλάνα επικαίρων, για να δημιουργήσει μια βαθιά υποβλητική και συγκινησιακή εμπειρία μνήμης. Δίνει, έτσι, στον θεατή τη δυνατότητα να γίνει μάρτυρας των προσώπων (οικογένεια) και των γεγονότων (πόλεμος κ.ά.), που διαμόρφωσαν και καθόρισαν τη ζωή και την ψυχή του πρωταγωνιστή του έργου – του συγγραφέα Αλεξέι.
Μια πολυπρισματική αντανάκλαση της Ιστορίας και της ανθρώπινης ψυχής
Η κατακερματισμένη δομή της ταινίας, που αντανακλά την κατακερματισμένη φύση της ίδιας της μνήμης, εξερευνά την υποκειμενική εμπειρία και αντίληψη του χρόνου. Παράλληλα, «Ο Καθρέφτης» διευρύνει τη σκοπιά του, αναστοχαζόμενος πάνω σε μεγάλα πολεμικά γεγονότα και βλέποντας τη μεγάλη εικόνα της Ιστορίας της Ρωσίας.
Μεταξύ άλλων, εκθέτει τον τρόπο με τον οποίο τα τραύματα του Ισπανικού Εμφύλιου Πολέμου και του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου –συμπεριλαμβανομένων των θυσιών και των δεινών του ρωσικού λαού– διαμορφώνουν την εθνική ταυτότητα και συνείδηση και συνυφαίνονται με τις ατομικές μνήμες, δημιουργώντας μια πολυπρισματική αντανάκλαση της Ιστορίας και της ανθρώπινης ψυχής.
«Ο Καθρέφτης» του Ταρκόφσκι είναι μια εικαστικά ρηξικέλευθη αντανάκλαση συγκεχυμένων, αποσυντιθέμενων σκέψεων και μνημών, όπως ακριβώς θα μπορούσαν να παρελαύνουν μπροστά από τα μάτια ενός ετοιμοθάνατου που τα έζησε από πρώτο χέρι. Πολύ φυσιολογικά, η εξιστόρηση δεν υπακούει σε καθιερωμένες αφηγηματικές οδούς, αλλά προσομοιάζει περισσότερο σε μια ποιητική σπαζοκεφαλιά του υποσυνείδητου, όπως έχουμε δει να συμβαίνει σε έργα όπως το πρωτοπόρο «Πέρσι στο Μάριενμπαντ» («Last Year at Marienbad», 1961), αλλά και με έναν διαφορετικό τρόπο, περισσότερο μυσταγωγικό και διαισθητικό και λιγότερο ψυχρό και αμείλικτο.
«Κύκνεια» εμπειρία αταξινόμητων παραστάσεων
Εφαλτήριο για το συγκεκριμένο ταξίδι είναι ένας επιθανάτιος βρόγχος, ο οποίος υποκινεί εγκεφαλικές διεργασίες, που με τη σειρά τους φέρνουν τον πρωταγωνιστή αντιμέτωπο με το είδωλο της μητέρας του. Ξεδιπλώνεται, έτσι, μια «κύκνεια» εμπειρία αταξινόμητων παραστάσεων του παρελθόντος, μέσω μιας σειράς μη γραμμικών φλας μπακ (σ.σ. εκδοχή που –μια και το αναφέραμε– επικυρώνεται από τη νεότερη έρευνα των Ισραηλινών επιστημόνων), στην οποία το άτομο βρίσκεται καθοδηγούμενο από τον υποσυνείδητο νου σε βαθιά χαραγμένα βιώματά του, τα οποία φέρουν έντονο συναισθηματικό φορτίο.
Με όπλο τον φακό και το μοντάζ, η ταινία του Ταρκόφσκι μάς αιχμαλωτίζει σε αυτήν τη μετέωρη και συνάμα μεταβατική κατάσταση του αυτοαναφορικού υποκειμένου της, καταλύοντας την αντικειμενική αίσθηση του χρόνου, σαν ένα τελευταίο «παραλήρημα», όπου ο χρόνος επί της ουσίας δεν υφίσταται για τον πρωταγωνιστή. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την έννοια του χώρου, καθώς μεταπηδούμε από τη μία ανάμνηση στην άλλη, με τρόπο που όλες μπλέκονται μεταξύ τους, σαν ένα «κουβάρι», αλλά και με τη θολή διάκριση μεταξύ των προσώπων.
Για παράδειγμα, το γεγονός ότι η μητέρα και η σύζυγος του αφηγητή, Αλεξέι, ερμηνεύονται από την ίδια ηθοποιό, μπορεί να προδίδει τη σύγχυση στην οποία βρίσκεται το άτομο που τις ανακαλεί στη μνήμη του, ή να λειτουργεί ως μια υπονόηση του οιδιπόδειου συμπλέγματος, μέσα από το οποίο ένας άνδρας ψάχνει να βρει τη μητέρα του στη σύζυγό του. Το υποσυνείδητο επίπεδο του νου υπαγορεύει τις ονειρικές, σουρεαλιστικών προεκτάσεων σεκάνς, που παρακολουθούνται από την οπτική γωνία του αφηγητή.
Ενδεικτικά, μία από τις παιδικές αναμνήσεις που φαίνεται ότι έχουν εντυπωθεί βαθιά στο μυαλό του πρωταγωνιστή είναι η εικόνα του φλεγόμενου αχυρώνα στο πατρικό του σπίτι. Η επιδέξια, κρυπτική οικοδόμηση αυτών των σκηνών-αναμνήσεων σαγηνεύει και ταυτόχρονα καθηλώνει.
Γενικά, η αμφισημία και η αινιγματικότητα του Ταρκόφσκι (σ.σ. εδώ ο Ρώσος σκηνοθέτης παρουσιάζεται πιο εσωστρεφής από ποτέ) αφήνουν ηθελημένα άπλετο χώρο στον θεατή, ώστε να βιώσει το έργο με τον δικό του τρόπο και να το αποκρυπτογραφήσει σύμφωνα με τις δικές του προσλαμβάνουσες και τα δικά του συναισθήματα.
Η ενδοσκοπική διάθεση του δημιουργού
Συνοψίζοντας την περίπτωση του πρωταγωνιστή Αλεξέι, βλέπουμε ότι η ύστατη προσπάθεια του ετοιμοθάνατου οργανισμού του να επιβιώσει, βάζοντας τις μηχανές να δουλεύουν στο «κόκκινο», λίγο προτού εκείνες νεκρώσουν οριστικά και αμετάκλητα, δρομολογεί και την… ύστατη αγκίστρωσή του από τις μνήμες της ζωής του. Αυτή η διαδικασία φέρνει στο προσκήνιο, ως αντικατοπτρισμό της, την –επίσης– ύστατη προσπάθεια του δημιουργού Ταρκόφσκι να αποκτήσει επίγνωση του τι υποβόσκει μέσα του. Ο ίδιος επιθυμεί να φωτίσει όσο το δυνατό περισσότερες αθέατες πλευρές του υποσυνείδητου, ούτως ώστε να διεισδύσει στα μύχια της ψυχής του και να εκμαιεύσει την εσωτερική του αλήθεια.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Ρώσος σκηνοθέτης είχε γράψει στο ημερολόγιό του ότι «Ο Καθρέφτης» επιβεβαίωσε για εκείνον τη «σημασία του προσωπικά βιωμένου συναισθήματος» και της «προσωπικής αλήθειας» του δημιουργού, τα οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τη δημιουργία κινηματογράφου που είναι ικανός να πείσει το κοινό. Ο χρόνος τον επιβεβαίωσε… και με το παραπάνω.
Έχοντας συμπληρώσει μισό αιώνα από την πρώτη προβολή του στις αίθουσες, το κλασικό ημι-αυτοβιογραφικό έργο επανακυκλοφορεί στο αθηναϊκό θερινό σινεμά Ριβιέρα (σ.σ. Σάββατο 30 Αυγούστου, ώρα 20.30), σε αποκατεστημένη κόπια από το θρυλικό στούντιο Mosfilm, στο πλαίσιο αφιερώματος στον μεγάλο Ρώσο σκηνοθέτη.