Αυτό το άρθρο είναι 88 μηνών

Οι τράπεζες τροφίµων κλείνουν τα µάτια στη διαιώνιση της πείνας

Η προσφυγή σε πρόσκαιρες λύσεις «καµουφλάρει» την απροθυµία των ιδρυµάτων να πιέσουν για βαθιές τοµές στην κοινωνική πολιτική
29/12/2017
5' διάβασμα
oi-trapezes-trofiµon-kleinoun-ta-µatia-sti-diaionisi-tis-peinas-109925

Στις ΗΠΑ, υπάρχουν πάνω από 200 ιδρύµατα που στοχεύουν στην καταπολέµηση της πείνας, επιτελώντας ανθρωπιστικό έργο. Πρόκειται για τις γνωστές τράπεζες τροφίµων, που, σε συντονισµό µε τοπικά κοινωφελή ιδρύµατα και µε τη βοήθεια περισσότερων από 61.000 κουζινών τροφίµων και µαγειρείων, παρέχουν δωρεάν φαγητό σε σχεδόν 46 εκατοµµύρια ανθρώπους ετησίως. Βέβαια, παρότι έτσι καλύπτονται οι επείγουσες ανάγκες πολλών, σε βάθος χρόνου το ουσιαστικό πρόβληµα της πείνας παραµένει άλυτο. Προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι οι τράπεζες τροφίµων δεν επιδεικνύουν ιδιαίτερο ζήλο για την επιβολή της κοινωνικής δικαιοσύνης, που τόσο ανάγκη έχουν οι ΗΠΑ, προκειµένου να ρίξουν τον δείκτη της φτώχειας.

Όπως αναλύεται σε άρθρο του The New Food Economy, οι τράπεζες τροφίµων αποφεύγουν να αµφισβητούν το σύστηµα που, εκ των πραγµάτων, δηµιουργεί τις συνθήκες πείνας. Δίχως να διατυπώνουν ξεκάθαρες θέσεις επί των πολιτικών φτωχοποίησης που µεταφράζονται σε επιπτώσεις στους µισθούς, τη στέγαση και την υγειονοµική περίθαλψη, οι οποίες οριοθετούν τη µοίρα δεκάδων εκατοµµυρίων πολιτών, οι τράπεζες τροφίµων δεν πιέζουν προς την κατεύθυνση των δραστικών αλλαγών, επιτρέποντας τη διαιώνιση της υπάρχουσας κατάστασης. Το παράδειγµα της πολιτείας της Καλιφόρνια, όπου κανένα τοπικό ίδρυµα δεν επιδοκίµασε τη νοµοθεσία που αύξησε τον ελάχιστο µισθό σε 15 δολάρια ανά ώρα, είναι ενδεικτικό. Αλλά και σε ευρύτερο επίπεδο, µηδαµινή ήταν η συµβολή των τραπεζών τροφίµων στον αγώνα χιλιάδων υπαλλήλων ταχυφαγείων που συµµετείχαν σε διαµαρτυρίες, µε στόχο να ανέβει το ελάχιστο όριο στους µισθούς, και οι οποίες επεκτάθηκαν σε περισσότερες από 160 αµερικανικές πόλεις από το 2012 έως το 2015.

Αυτό το προφίλ ατολµίας δεν συνάδει µε µια εποχή που, παρά την ενδυνάµωση της αµερικανικής οικονοµίας, τα ποσοστά επισιτιστικής ανασφάλειας παραµένουν επιεικώς… στάσιµα. Σήµερα, το 12,3% του πληθυσµού εξακολουθεί να ζει υπό συνθήκες πείνας. Αυτός ο αριθµός δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα από το 1995 (12%), τη στιγµή που έχει µεσολαβήσει και µια υπολογίσιµη αύξηση κατά τα χρόνια της οικονοµικής ύφεσης (14,8% το 2008).

Ποιες είναι, όµως, οι πραγµατικές αιτίες για τις οποίες η δράση των ιδρυµάτων σε αυτό το µέτωπο είναι τόσο υποτονική;

Σύγκρουση συµφερόντων

Στην ευρέως διαδεδοµένη κουλτούρα αδράνειας, υπάρχει ένα καθοριστικό στοιχείο: Η σύνθεση του διοικητικού συµβουλίου των ιδρυµάτων. Σύµφωνα µε το The New Food Economy, σχεδόν το 22% των µελών του διοικητικού συµβουλίου των τραπεζών τροφίµων εργάζεται σε µία από τις 1.000 µεγαλύτερες αµερικανικές εταιρείες – όσον αφορά τα έσοδα. Η µεγαλύτερη συγκέντρωση των ατόµων αυτών παρατηρείται σε επιχειρήσεις που σχετίζονται µε τα τρόφιµα, ενώ ένας µικρότερος, αλλά εξίσου υπολογίσιµος αριθµός, απασχολείται σε τράπεζες ή άλλες επιχειρήσεις παροχής χρηµατοπιστωτικών υπηρεσιών. Από τα συνολικά 2.586 µέλη διοικητικών συµβουλίων, η πλειονότητα προέρχεται από τον ιδιωτικό τοµέα (περίπου οι µισοί είναι ιδιοκτήτες ή υπάλληλοι µιας κερδοσκοπικής επιχείρησης). Αντιθέτως, µόλις δύο (!) από αυτά τα µέλη συνδέονται µε κάποια συνδικαλιστική οργάνωση (0,08%).

Συνεπώς, έχουµε να κάνουµε µε ανθρώπους αποκοµµένους από τα προβλήµατα των χαµηλών κοινωνικών στρωµάτων. Ακόµα χειρότερα, αρκετά µέλη διοικητικού συµβουλίου εκπροσωπούν βιοµηχανικούς κλάδους που εξυπηρετούνται από τη διατήρηση των µισθών σε χαµηλά επίπεδα – όπως είναι αυτές των τροφίµων και του γρήγορου φαγητού. Είναι µάλλον αφελές να προσδοκούµε ότι αυτά τα –συνήθως υψηλόβαθµα– στελέχη θα αποφασίσουν να θίξουν τα οικονοµικά συµφέροντα της εργοδότριας εταιρείας τους κατά τη διάρκεια της θητείας τους σε µια εθελοντική υπηρεσία, όταν στην πραγµατικότητα έχουν την ευχέρεια να δράσουν µε τέτοιον τρόπο ώστε να τα διαφυλάξουν.

Δεν λογοδοτούν πουθενά

Πέρα ​​από τις νοµικές απαιτήσεις που διέπουν τους µη κερδοσκοπικούς οργανισµούς, οι περισσότερες τράπεζες τροφίµων δεν είναι οργανώσεις µελών και, ως εκ τούτου, δεν διαθέτουν επίσηµο µηχανισµό λογοδοσίας. Ενώ η ισχυρή εκπροσώπηση της επιχειρηµατικής κοινότητας και των επαγγελµατιών των ανώτερων στρωµάτων της µεσαίας τάξης στα διοικητικά συµβούλια των τραπεζών τροφίµων ενισχύει την οικονοµική βιωσιµότητα αυτών των οργανισµών, την ίδια στιγµή δηµιουργεί ένα σηµαντικό κενό απόδοσης ευθυνών σε αυτούς. Έτσι, όµως, η λήψη αποφάσεων για τις τράπεζες τροφίµων θα συνεχίσει να παραµένει στη ζώνη ασφαλείας που προϋποθέτει η αποκλειστική επικέντρωση στην κάλυψη των άµεσων αναγκών διατροφής, χωρίς η ανάγκη πολιτικής δράσης για την εξάλειψη της πείνας να τίθεται επί τάπητος. «Όταν ταΐζω τους φτωχούς, µε λένε άγιο, αλλά όταν ρωτώ γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι είναι φτωχοί, µε λένε κοµµουνιστή», είχε πει κάποτε ο Βραζιλιάνος αρχιεπίσκοπος Helder Camara.

ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΑΠΟ: