Παγωμάρα από τις τιμές του σύσπορου βαμβακιού

Δώρον άδωρον το έξτρα χρονικό περιθώριο για όσους δεν έχουν ακόμα φιξάρει

Των Μαρίας Αμπατζή, Γιάννη Τσατσάκη

Προβληματισμός και απογοήτευση επικρατεί στις τάξεις των βαμβακοπαραγωγών στην αυλαία της εκκοκκιστικής περιόδου, καθώς οι τιμές είναι ανάλογες του καιρού και της θερμοκρασίας των ημερών, δηλαδή… χαμηλές και συνοδευόμενες από παγετό.

Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ένωσης Επιχειρηματιών Επαγγελματιών Αγροτών Ν. Ροδόπης, Κυριάκο Κρόκο, δυστυχώς ήταν πολύ λίγοι πανελλαδικά οι παραγωγοί που επωφελήθηκαν από τις υψηλές τιμές του σύσπορου, οι οποίες στη διάρκεια της χρονιάς έφτασαν ακόμα και το 1 ευρώ το κιλό: «Υπήρχε μια φημολογία ότι, την προηγούμενη σεζόν, όσοι είχαν κλείσει από νωρίς τις τιμές στο βαμβάκι έχασαν χρήματα. Όμως, φέτος, έγινε ακριβώς το αντίθετο, κέρδισαν αυτοί που έκλεισαν πριν από την εκκοκκιστική περίοδο. Σε επίπεδο χώρας, σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΔΟΒ, χάνονται 200 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή περισσότερα χρήματα από την επιδότηση που παίρνουμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση», αναφέρει στην «ΥΧ».

Ο κ. Κρόκος σημειώνει ότι ορισμένοι επωφελήθηκαν από την τιμή ημέρας στα εκκοκκιστήρια, η οποία τον Οκτώβριο ήταν πολύ καλύτερη από την τρέχουσα που κυμαίνεται στα 64 με 65 σεντς το κιλό για παράδοση στο εκκοκκιστήριο. «Αυτή είναι η βασική τιμή. Από εκεί κι έπειτα υπάρχουν ποιοτικά μπόνους», εξηγεί, εκφράζοντας την ελπίδα μέχρι το κλείσιμο της εκκοκκιστικής περιόδου ν’ ανακάμψουν οι τιμές, φτάνοντας τα 70 λεπτά. Κάνει λόγο για ιδιαίτερες οικονομικές συνθήκες, καθώς όλες οι χώρες είναι αντιμέτωπες με τον πληθωρισμό, ο οποίος δεν ευνοεί τις πωλήσεις του βαμβακιού, μια και στο καλάθι του νοικοκυριού προέχουν τα διατροφικά προϊόντα.

Ενδεδειγμένη η διασπορά κινδύνου

Η απάντηση στο ρίσκο, κατά τον Ροδοπίτη παραγωγό-γεωπόνο, είναι η λεγόμενη διασπορά κινδύνου, που είναι εφικτή τα τελευταία χρόνια με το εργαλείο των προπωλήσεων και την τιμή ημέρας. «Όταν διαπιστώσουμε μία ικανοποιητική τιμή, με βάση τα έξοδά μας, πριν από τη συγκομιδή, καλό είναι να κλείνουμε περίπου το 1/3 της ποσότητας, το υπόλοιπο 1/3 να το κλείνουμε στις τρέχουσες τιμές όταν παραδίδουμε και το άλλο τη συγκεκριμένη περίοδο, έτσι ώστε να έχουμε έναν καλό μέσο όρο και να αποφεύγουμε τον κίνδυνο από τις πολύ χαμηλές τιμές», υπογραμμίζει.

Όπως γράφτηκε στο προηγούμενο φύλλο της «ΥΧ», οι παραγωγοί, που έχουν ειδικές συνεργασίες με εκκοκκιστήρια, έχουν τη δυνατότητα να κλείσουν την τιμή μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου. Ο κ. Κρόκος, που συνεργάζεται με τα Θρακικά Εκκοκκιστήρια, ανήκει σε αυτή την κατηγορία. «Βέβαια, αυτήν τη στιγμή, η τιμή είναι κάτω και από τη βασική προκαταβολή που πήραμε. Είχαμε λάβει 70 λεπτά και προς το τέλος της εκκοκκιστικής περιόδου που έπεφταν οι τιμές κατέβασαν την προκαταβολή στα 60 λεπτά», δηλώνει. Εκτιμά ότι μόλις το 15% των παραγωγών έκλεισε σε πολύ καλή τιμή.

Τον προβληματισμό για την απόκλιση μεταξύ προκαταβολής και τρέχουσας τιμής μεταφέρει και ο πρόεδρος της ΕΑΣ Ορεστιάδας, Λάμπης Κουμπρίδης, καθώς, όπως αναφέρει, «η διαφορά είναι 5 λεπτά εις βάρος του παραγωγού». Ελπίζει ότι η τρέχουσα τιμή θα στρογγυλοποιηθεί από τους εκκοκκιστές, θυμίζοντας βέβαια ότι απέχει 35 λεπτά από το 1 ευρώ που είχε σκαρφαλώσει πριν από λίγους μήνες. «Πιάσαμε πάτο, δεν γίνεται να κατέβει άλλο η τιμή», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Κουμπρίδης, συμπληρώνοντας: «Ας περιμένουμε μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου, να κλειστούν τα βαμβάκια και μετά να δούμε την πολιτική που θα ακολουθήσει το κάθε εκκοκκιστήριο».

Σε ερώτηση για το κατά πόσο το δυσάρεστο κλείσιμο της εκκοκκιστικής περιόδου θα επηρεάσει αρνητικά την πρόθεση σποράς των παραγωγών, ο κ. Κρόκος απαντά ότι «ήδη αυτό φάνηκε τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο κατά τη σπορά των σιτηρών, που είχαμε αύξηση των εκτάσεων σε ποσοστό έως και 10% λόγω και της καλής τιμής του σκληρού».

Σύμφωνα με τον ίδιο, φέτος η Ελλάδα κινήθηκε οριακά στα 2,5 εκατ. στρέμματα καλλιέργειας και η διαφαινόμενη μείωση των εκτάσεων την επόμενη καλλιεργητική περίοδο θα οδηγήσει σε επιστροφή χρημάτων στην ΕΕ.

USDA
Δεν σηκώνει κεφάλι η κατανάλωση, ακόμα πιο κοντά τα συμβόλαια Μαρτίου και Δεκεμβρίου

Στη ζώνη των 81-88 σεντς/λίμπρα εξακολουθεί να κινείται το χρηματιστήριο βάμβακος, δίχως στις προσπάθειές του να δοκιμάσει υψηλότερα επίπεδα να βρίσκει στηρίγματα από τη φυσική αγορά κι ενώ τα μακροοικονομικά δεδομένα συνεχίζουν να έχουν τον πρώτο λόγο.

Η νέα έκθεση προσφοράς-ζήτησης του USDA (Φεβρουάριος 2023) δεν βοήθησε ιδιαίτερα στη βελτίωση του κλίματος, αφού χαμήλωσε ακόμα περισσότερο κατά 190.000 δέματα την παγκόσμια κατανάλωση, κυρίως λόγω της μεγαλύτερης, σε σχέση με την πρόβλεψη του Ιανουαρίου, μείωση της ζήτησης από το Πακιστάν, την Ινδονησία, το Βιετνάμ και τις ΗΠΑ. Οι μειώσεις αυτές υπερκάλυψαν τη βελτιωμένη εκτίμηση για την κατανάλωση της Κίνας.

Βέβαια, πτωτικά κατά 1 εκατ. δέματα αναθεωρήθηκε και η παγκόσμια παραγωγή που πλέον τοποθετείται στα 114,4 εκατ. δέματα, εξαιτίας κατά βάση των χαμηλότερων αποδόσεων στην Ινδία και στις χώρες της Κεντρικής και Δυτικής Αφρικής. Έτσι και η εκτίμηση για τα τελικά αποθέματα αναθεωρήθηκε προς τα κάτω κατά 850.000 δέματα.

Σε μεγάλο βαθμό, βέβαια, οι περισσότερες από τις εκτιμήσεις αυτές είχαν προεξοφληθεί από την αγορά, γι’ αυτό και η αντίδραση του Χρηματιστηρίου ήταν χλιαρή. Την Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου, τα συμβόλαια Μαρτίου έκλεισαν στα 85,37 σεντς/λίμπρα, καταγράφοντας μείωση 0,26 σεντς σε σύγκριση με μία ημέρα νωρίτερα, ενώ τα συμβόλαια Δεκεμβρίου στα 85,30 σεντς, με απώλειες 0,52 σεντς.

Με τη ζήτηση να παραμένει υποτονική και τις κεντρικές τράπεζες να μη δείχνουν διατεθειμένες να παρεκκλίνουν από την πολιτική της αύξησης των επιτοκίων, το σενάριο για μια δυναμική ανάκαμψη των τιμών δεν συγκεντρώνει αυτήν τη στιγμή πολλές πιθανότητες. Από την άλλη, ωστόσο, σύμφωνα με κάποιους αναλυτές, το γεγονός ότι τα συμβόλαια Μαρτίου και Δεκεμβρίου 2023 βρίσκονται τόσο κοντά δημιουργεί μια ισχυρή βάση στήριξης στα 81-82 σεντς.