Παλιές ποικιλίες αναβιώνουν, νέοι παίκτες επενδύουν στα αμπελοτόπια του Αιγαίου

Οι προσπάθειες συνεταιριστικών, αλλά και ιδιωτικών οινοποιείων που δίνουν άλλον αέρα στα κρασιά των νησιών

Δίπλα στις τουριστικές εγκαταστάσεις στις Κυκλάδες και παρά τη μεγάλη ανάπτυξη, τα τελευταία χρόνια ξεπηδούν νέα οινοποιεία, αλλά και αμπελώνες. Είναι γεγονός ότι στα νησιά του Αιγαίου πάντα υπήρχαν αμπέλια, πολλά από τα οποία όμως με τον καιρό είχαν σχεδόν αφεθεί στη μοίρα τους. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, παρατηρείται μια άνθηση στην παραγωγή εμφιαλωμένων κρασιών, με υψηλές ποιοτικές προδιαγραφές και νέους επενδυτές. Όπως αναφέρει ένας οινοποιός χαρακτηριστικά, «οι Κυκλάδες είναι μαγαζί γωνία. Έχεις… στα πόδια σου πολλούς πελάτες που κάνουν διακοπές και είναι έτοιμοι να δοκιμάσουν. Αρκεί να είσαι προετοιμασμένος».

Η Πάρος έχει αυτήν τη στιγμή έξι οινοποιεία, ενώ χάρη στις ενέργειες του Αγροτικού Συνεταιρισμού, το νησί έχει αναγνωριστεί ως ζώνη οίνων ΠΟΠ, γεγονός που έχει δώσει ιδιαίτερη ώθηση στα τοπικά κρασιά στην αγορά.

Συγκεκριμένα, δύο ΠΟΠ κρασιά κυκλοφορούν με το όνομα «Πάρος», ένα λευκό από Μονεμβασιά κι ένα κόκκινο από Μονεμβασιά και Μανδηλαριά που είναι και το μοναδικό ΠΟΠ ερυθρό της Ελλάδας που παράγεται από χαρμάνι λευκής και κόκκινης ποικιλίας.

Ο συνεταιρισμός είναι από τους παλαιότερους στη χώρα, καθώς ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1920. Το 1956, εξαγόρασε το οινοποιείο Βότρυς και άρχισε να φτιάχνει κρασί για να στηρίξει τους παραγωγούς του νησιού. Το 1987, εκσυγχρονίστηκε και αύξησε τη δυναμικότητά του, ενώ από το φθινόπωρο του 2021 στο μετοχικό σχήμα συμμετέχει με ποσοστό 35% ο επιχειρηματίας Νίκος Βαρδινογιάννης.

Εδώ και λίγους μήνες, υλοποιείται σημαντική επένδυση στον συνεταιρισμό, ενώ και τα κρασιά βρίσκονται σε τροχιά εξέλιξης υπό τη φροντίδα του οινολόγου Δημήτρη Μανσόλα.

Οινοποιείο Λουρίδη, Πάρος

Ο πατέρας του Νίκου Λουρίδη ήταν αγρότης, όμως, ο ίδιος δούλεψε μηχανικός στα καράβια και μετά στη ΔΕΗ. Όταν πήρε σύνταξη βρήκε την ευκαιρία να ασχοληθεί με το κρασί. Μαζί με τη σύζυγό του, Σοφία Ηλιάδου, επένδυσε τις οικονομίες του σε ένα μικρό οινοποιείο στην Πάρο. Το αμπέλι του φαίνεται μαγικό.

«Τον χειμώνα λες, πάει τελείωσε, πέθανε και την άνοιξη ξαναγεννιέται. Το βλέπεις και χαίρεται η ψυχή σου», λέει στην «ΥΧ».

Σήμερα, διαθέτει περίπου 20 στρέμματα Μανδηλαριά και Μοσχάτο. «Είμαστε σε πολύ όμορφο σημείο, στη Χρυσή ακτή, που είναι η ωραιότερη παραλία του νησιού. Τα μόνα χωράφια στην περιοχή είναι τα δικά μου, όλα τα άλλα είναι ξενοδοχεία», αναφέρει και στη φωνή του διακρίνεις την υπερηφάνεια του.

Οι δυο τους κάνουν τα πάντα, από το κλάδεμα και το σκάψιμο έως το μάζεμα, την οινοποίηση και την εμφιάλωση. «Εδώ στο νησί είναι πολύ δύσκολο να βρεις εργατικά χέρια και δεν μπορούμε να διαθέσουμε πολλά χρήματα. Πολλές φορές χρειάζεται να συμπληρώνω και από τη σύνταξη για την καλλιέργεια. Φέτος έχω πάρει τρία-τέσσερα μεροκάματα», εξηγεί. Οι δυσκολίες είναι πολλές, καθώς όπως αναφέρει, «σκέψου, ολόκληρο νησί και μας εξυπηρετεί ένας γεωπόνος που έρχεται από τη Σύρο». Όσο για το αν μετανιώνει, ο ίδιος λέει χαρακτηριστικά: «Όχι, βέβαια, μου αρέσει πολύ, αλλά θα προτιμούσα να είναι πιο εύκολο στα πρακτικά. Κουραζόμαστε πολύ, όμως δεν μπορώ να μην κάνω κάτι. Δεν είμαι του καφενείου». Παράγει περίπου 3.000 φιάλες λευκό και ερυθρό ΠΟΠ Πάρος ετησίως και κάποιες χρονιές ένα λιαστό γλυκό κρασί.

Οινοποιείο Αλισσάφη, Πάρος

Ο αρχιτέκτονας Αδάμ Κωστίκας, κατεξοχήν άνθρωπος της Αθήνας και μάλιστα του κέντρου της πόλης –διατηρεί και σχετικό blog– τα τελευταία χρόνια ζει στην Πάρο το όνειρό του. Όχι μόνο καλλιεργεί τον αμπελώνα του, αλλά προσπαθεί να μάθει να οινοποιεί με σύμβουλό του τον Ελληνοκαναδό οινοποιό Γ. Παπαγεωργίου. Το 1995, αγόρασε ένα κτήμα με ελιές και αμπέλια 10 στρέμματα στις Καμάρες και βάλθηκε να το «φτιάξει». Έκανε αναμπέλωση και επισκεύασε κάποιες παλιές κατοικίες που βρίσκονταν εντός της έκτασης.

Το 2005, έβγαλε το πρώτο βιολογικό ελαιόλαδο και το 2008 το πρώτο του κρασί. Λίγα χρόνια αργότερα, όπως ο ίδιος λέει, πήρε τη μεγάλη απόφαση «να βγει στον κόσμο» και να φτιάξει το Οινοποιείο Αλισσάφη και το 2016 βγήκαν τα πρώτα του εμφιαλωμένα κρασιά. Σήμερα, κάνει περίπου 5.000 φιάλες από Αηδάνι και Μαυροτράγανο που προέρχονται από τα δικά του αμπέλια, ενώ αγοράζει και από άλλους αμπελουργούς σταφύλια Μονεμβασιάς, Μανδηλαριάς και Βάφτρας.

Οινοποιείο Μωραΐτη, Πάρος

Το οινοποιείο Μωραΐτη είναι ίσως το πλέον εξελιγμένο του νησιού, με την έννοια ότι είναι καλά προετοιμασμένο για να υποδεχθεί επισκέπτες. Η οικογένεια ασχολούνταν με το κρασί από πάντα. Τέσσερις γενιές πριν, φόρτωναν στο καΐκι τους κρασιά και τα μετέφεραν στην ηπειρωτική Ελλάδα. Στο οινοποιείο μπορεί να δει κανείς τις παλαιές πορσελάνινες δεξαμενές, οι οποίες σήμερα έχουν μετατραπεί σε χώρους αποθήκευσης και παλαίωσης.

Σήμερα, τα κρασιά της οικογένειας έχουν φτάσει μακριά, αφού κυκλοφορούν όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Οινοποιούν με πολλούς τρόπους την εμβληματική ποικιλία του νησιού, τη Μονεμβασιά, κι επίσης φτιάχνουν τη Malvasia, γλυκό κρασί από λιαστά σταφύλια της ποικιλίας Μονεμβασιά, το οποίο μάλιστα γίνεται από αμπέλια που βρίσκονται στο σημείο προ φυλλοξήρας.

Moraitico Winery, Πάρος

Ο Γιώργος Μωραΐτης μεγάλωσε μέσα στα οικογενειακά αμπέλια στην Πάρο. Ο πατέρας του, Θεόδωρος, δεύτερης γενιάς οινοποιός, αποφάσισε ότι ο γιος του θα ήταν καλό να μάθει περισσότερα για την καλλιέργεια και την οινοποίηση. Έτσι, το 1970, βρέθηκε στην Αθήνα να σπουδάζει οινολόγος. Ο ίδιος θυμάται με μεγάλη νοσταλγία εκείνη την εποχή που ο πατέρας του τον έστελνε στη Σαντορίνη να φέρνει Ασύρτικο για τις ανάγκες του οινοποιείου Βότρυς.

Πολλά χρόνια αργότερα, το 1990, ο Γιώργος Μωραΐτης άρχισε να φυτεύει τα δικά του αμπέλια στα πατρογονικά κτήματα και, μετά από πολλές δοκιμές, έφτασε το 2008 να οινοποιεί κρασί από σταφύλια βιολογικής καλλιέργειας. Σήμερα, παράγει περίπου 60.000 φιάλες, τρεις ετικέτες λευκό (χαρμάνι Μονεμβασιάς, Ασύρτικου και Μαλαγουζιάς), κόκκινο (Μανδηλαριά και Μαυροτράγανο) και ροζέ (Μαυροτράγανο, Μαλαγουζιά και Μανδηλαριά) από τα αμπέλια του στις Καμάρες, στα Πρωτόργια και στα Φύκια. Στα κρασιά του κάνει ελάχιστες παρεμβάσεις και χωρίς τεχνητές ζύμες.

Οινοποιείο Αστέρας, Κτήμα Ρούσσος

Ο Κώστας Ρούσσος (φώτο) προέρχεται από αμπελουργική οικογένεια και από παιδί θυμάται τον εαυτό του μέσα στα αμπέλια. Τα δικά του αμπέλια βρίσκονται στην περιοχή Αστέρας (εξ ου και το όνομα του οινοποιείου) στον δρόμο από τη Νάουσα προς το πίσω Λιβάδι. Ξεκίνησε τις φυτεύσεις το 2007 και σήμερα καλλιεργεί 70 στρέμματα περίπου.

Το οινοποιείο ξεκίνησε να λειτουργεί το 2017. Οι ποικιλίες που καλλιεργεί είναι Μαλαγουζιά, μια ποικιλία που αγαπάει πολύ και θεωρεί ότι ταιριάζει πολύ στο νησί, Ασύρτικο, Μονεμβασιά (φυσικά), Μαύρο Αηδάνι, Άσπρο Αηδάνι και Μανδηλαριά. Παράγει περίπου 25.000 φιάλες ετησίως.

Κτήμα Φλαμούρι, Ανάφη

Ο Στέφανος Μιχάλης, ιδιοκτήτης και καλλιεργητής του αμπελώνα Φλαμουρού στην Ανάφη, κόλλησε το μικρόβιο της αμπελουργίας και της οινοποίησης από τον περίφημο οινοποιό Χαρίδημο Χατζηδάκη. Σε αυτόν τον παρέπεμψε ο θείος του, Άλκης Μιχάλης, ονομαστός καρδιοχειρουργός και λάτρης της Ανάφης, ο οποίος είχε αγοράσει ένα αμπέλι στο νησί και μια παλαιά κάναβα και οινοποιούσε για τον ίδιο και τους φίλους του.

Ο Στέφανος είχε τελειώσει το Χημικό και ψαχνόταν για το παραπέρα. Φυσικά, μέσα από τα μάτια του Χατζηδάκη ερωτεύτηκε το κρασί. Τα αμπέλια του στην Ανάφη είναι άνυδρα και επιβιώνουν σε πολύ δύσκολες συνθήκες σε απόκρημνα σημεία. Οι ποικιλίες κυρίως τοπικές και κυκλαδίτικες εν γένει: Γαϊδουριά, Στρυφιλιάτικο, Μαυροτράγανο, Μανδηλάρι, Φωκιανό, Κοκκινογαϊδουριά και Ροδομούσι. Λόγω του καιρού και του σκληρού ήλιου, πολλές φορές ο τρύγος γίνεται τη νύχτα, ενώ τα αμπέλια που βρίσκονται σε σημεία στα οποία μπορείς να φτάσεις μόνο με τα πόδια δίνουν μετά βίας 200 κιλά το στρέμμα. Όλα γίνονται με το χέρι και στο κρασί χρησιμοποιούνται γηγενείς ζύμες και ελάχιστα θειώδη.

Από τη Σίκινο μέχρι τη Μύκονο

Το οινοποιείο Μάναλη στη Σίκινο έχει θέα σε όλα τα γύρω νησιά, ενώ παράγει τέσσερις ετικέτες από Ασύρτικο, Αηδάνι, Μονεμβασιά, Λημνιό και Μαυροτράγανο και ο επισκέπτης μπορεί να τα γευτεί αγναντεύοντας το πέλαγος.

Στη Σέριφο, ο Χρήστος Χρυσολωράς καλλιεργεί κυρίως γηγενείς ποικιλίες, όπως το Σεριφιώτικο, αλλά και τις λιγότερο γνωστές Πλατύραχο και Ξυλομαχαιρού. Στο οινοποιείο του υπάρχει μπαλκόνι με θέα στο Αιγαίο. Στο ίδιο νησί και σε αμπελώνα που βρίσκεται κοντά στο εκκλησάκι της Αγίας Θέκλας ο Χρήστος Παπαναστασίου και ο οινολόγος Γιάννης Παπαοικονόμου παράγουν ένα λευκό κρασί από τοπικές ποικιλίες.

Στη Μήλο ο Κωνσταντίνος Κωνσταντάκης καλλιεργεί αμπέλια και παρασκευάζει περίπου 12.000 φιάλες κρασί, το οποίο καταναλώνεται αποκλειστικά στο νησί.

Στην Κύθνο ο αμπελώνας Γονιδάκη είναι φυτεμένος σε αναβαθμίδες, γεγονός που κάνει την καλλιέργεια πιο δύσκολη. Τα σταφύλια μεταφέρονται και οινοποιούνται στην Ηλεία.

Γηγενής Μυκονιάτης, ο Γιώργος Ξυδάκης ζούσε και… έφτιαχνε δόντια ως οδοντίατρος στην Αθήνα. Το 1998, πήρε την απόφαση να ξαναγυρίσει στο νησί στα κτήματα της οικογένειας. Δύο χρόνια αργότερα, σε ένα μικρό σχεδόν οικιακό οινοποιείο, έβγαλε το πρώτο του κρασί. Καλλιεργεί γηγενείς ποικιλίες, όπως Μονεμβασιά, Σεριφιώτικο, Ποταμίσι, Άσπρη και Μαύρη Ξερομαχαιρού, Κουντούρα, Μαύρο Ποτάμι, Αγγιανιώτικο, Μαύρη Ασκαθαριά και βέβαια Ασύρτικο και Μαυροτράγανο. Ωστόσο, παίρνει πρώτη ύλη και από τα γύρω νησιά, την Πάρο, τη Σύρο και την Τήνο, με τις δυσκολίες που φυσικά συνεπάγονται αυτές οι μετακινήσεις, για να εμφιαλώσει έως και δέκα ετικέτες. Τα κρασιά του είναι αφιλτράριστα και παράγονται χωρίς πολλές προσμείξεις, ενώ τα αμπέλια καλλιεργούνται βιολογικά.