Πάνω από 1 τρισ. ευρώ διέθεσαν οι Ευρωπαίοι για τρόφιμα πέρσι

Οι Ρουμάνοι δίνουν το υψηλότερο ποσοστό επί των καταναλωτικών τους δαπανών

Σε 1,047 τρισ. ευρώ ανήλθε η συνολική δαπάνη των νοικοκυριών των χωρών-μελών της ΕΕ, ήτοι ποσοστό 6,6% του ΑΕΠ της Ένωσης για τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά το 2018. Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει κατά μέσο όρο το 12,1% της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών και καταλαμβάνει την τρίτη θέση μεταξύ 12 κατηγοριών δαπανών.

Το μεγαλύτερο ποσοστό των καταναλωτικών τους δαπανών για τη συντήρηση του νοικοκυριού τους, ύψους 24%, διέθεσαν τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά για την κατηγορία «στέγαση, νερό, ρεύμα, αέριο και άλλα καύσιμα» και ακολουθεί η κατηγορία «μεταφορές» με ποσοστό 13,2% επί του συνόλου των καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών σε επίπεδο ΕΕ.

Το μεγαλύτερο ποσοστό, ύψους 27,8%, στο σύνολο των καταναλωτικών δαπανών τους για την απόκτηση τροφίμων και μη αλκοολούχων ποτών, διέθεσαν τα νοικοκυριά στη Ρουμανία. Ακολουθούν με ποσοστό 20,8% η Λιθουανία, 19,6% η Εσθονία, 19,1% η Βουλγαρία κ.ο.κ. Τα μικρότερα ποσοστά καταγράφονται, με βάση τα στοιχεία που διέθεσαν οι αντίστοιχες αρχές της κάθε χώρας, στην Αυστρία με 9,7%, στο Λουξεμβούργο με 9,1%, στην Ιρλανδία με 8,7% και στο Ην. Βασίλειο με 7,8%. Στην 9η θέση μεταξύ των 28 χωρών-μελών βρίσκονται οι Έλληνες καταναλωτές, που χρειάζεται να διαθέσουν το 16,9% των καταναλωτικών τους δαπανών για την απόκτηση της συγκεκριμένης κατηγορίας προϊόντων (με βάση στοιχεία του 2017).

Στη δεκαετία, μεταξύ 2008-2018 το ποσοστό επί των δαπανών των νοικοκυριών παρέμεινε σταθερό στις περισσότερες χώρες της ΕΕ (για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για το 2018 – για την Ελλάδα σταματούν στο 2017). Η μεγαλύτερη μείωση, κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες, σημειώθηκε στη Λιθουανία, κατά 3,4 μονάδες στην Πολωνία και κατά 3 μονάδες στη Μάλτα.

Αντίθετα, σε δέκα κράτη-μέλη εμφανίζεται αυξημένη η δαπάνη για τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά ως ποσοστό των συνολικών καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών. Η μεγαλύτερη αύξηση εμφανίζεται στην Τσεχία και στη Σλοβακία κατά 1,4 ποσοστιαία μονάδα, στην Ολλανδία κατά 1 μονάδα και στην Ουγγαρία καρά 0,8 μονάδες.