Παραμένει σφικτό το ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης στο σκληρό σιτάρι
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο φύλλο της «ΥΧ» που κυκλοφόρησε την Παρασκευή 18/8
Μια πολύ εύθραυστη ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, που μοιάζει να υποστηρίζει το σενάριο ενίσχυσης των τιμών του σκληρού σιταριού στην πορεία της εμπορικής σεζόν, σκιαγραφούν τα μηνύματα από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Για τη νέα σοδειά του Καναδά, τα βασικά παραγωγικά κέντρα του οποίου από τον Μάιο και μετά πλήττονται από έντονη ξηρασία, έχουν κυκλοφορήσει το τελευταίο διάστημα αρκετές εκτιμήσεις με νούμερα που «παίζουν» από 3,7 έως 4,5 εκατ. τόνους. Μια ψύχραιμη, όσο και ρεαλιστική, με τα υπάρχοντα πάντα δεδομένα, προσέγγιση που υιοθετούν οι περισσότεροι αναλυτές, τοποθετεί τη φετινή παραγωγή του μεγαλύτερου εξαγωγέα σκληρού σιταριού στον κόσμο στους 4,1-4,2 εκατ. τόνους, με περιθώριο διόρθωσης προς τα κάτω.
Από τα πρώτα χωράφια που αλωνίστηκαν στο κεντρικό και νότιο τμήμα της επαρχίας του Σασκάτσουαν διαφαίνεται μείωση των αποδόσεων, ωστόσο το δείγμα είναι πολύ μικρό για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα -όπως και για την ποιότητα που, επί του παρόντος, φαίνεται καλή. Την ίδια στιγμή, το USDA, στις τελευταίες εκτιμήσεις, που δημοσίευσε την περασμένη Παρασκευή, κάνει λόγο για μια παραγωγή 1,56 εκατ. τόνων φέτος στις ΗΠΑ, δηλαδή 6% πάνω από την προηγούμενη πρόβλεψη, αλλά 10% κάτω σε σύγκριση με την παραγωγή του 2022. Παράλληλα, καθοδικά αναθεωρήθηκε και η μέση απόδοση που τώρα τοποθετείται στα 390 κιλά/στρέμμα. Η εικόνα πάντως των αμερικανικών χωραφιών είναι σαφώς καλύτερη εκείνων του Καναδά. Στη Βόρεια Ντακότα, για παράδειγμα, το 58% κρίνεται ότι βρίσκεται σε εξαιρετική κατάσταση, όταν στο Σασκάτσουαν το αντίστοιχο ποσοστό, σύμφωνα με την τελευταία αποτίμηση που χρονολογείται από τις 24 Ιουλίου, είναι μόλις 16%.
Κάτω 20% η σοδειά της Β. Αμερικής
Βάσει των παραπάνω -συντηρητικών- εκτιμήσεων, φαίνεται ότι βαδίζουμε προς μια συνολική παραγωγή της τάξης των 5,7 εκατ. τόνων για τη Βόρεια Αμερική, που θα είναι μειωμένη κατά 20% σε σχέση με πέρυσι και η δεύτερη χαμηλότερη της τελευταίας εξαετίας, μετά τους περίπου 4 εκατ. τόνους του 2021. Εφόσον τα νούμερα αυτά επιβεβαιωθούν, εξυπακούεται ότι ο Καναδάς δεν θα μπορέσει να πλησιάσει τους 5,1 εκατ. τόνους εξαγωγών που έκανε τη χρονιά 2022/2023, με το ταβάνι του να τοποθετείται πλέον στους 3,5 εκατ. τόνους.
Η ζήτηση βέβαια για καναδέζικο σκληρό σιτάρι θα παραμείνει ισχυρή, ιδίως αν η χώρα καταφέρει να πιάσει τα γνωστά στάνταρ ποιότητας (κάτι που, για την ώρα, δεν φαίνεται σίγουρο), δεδομένης της έλλειψης ποιοτικού σκληρού σιταριού στην Ευρώπη. Οι νεότερες επίσημες εκτιμήσεις τοποθετούν την παραγωγή της ΕΕ κάτω από τους 7,4 εκατ. τόνους, που αναμένονταν αρχικά, προς τους 7,2 εκατ. τόνους, ωστόσο παράγοντες της αγοράς αναμένουν το «πραγματικό» νούμερο να διαμορφωθεί μεταξύ 6,5 και 7 εκατ. τόνων (σ.σ. η Ιταλία για παράδειγμα εκτιμάται ότι θα κινηθεί πιο κοντά στους 3,5 εκατ. τόνους και η Ελλάδα στους 850.000 τόνους).
Ο χρησμός του IGC
Στις τελευταίες δικές του προβλέψεις, που δημοσιοποιήθηκαν στα τέλη Ιουλίου το Διεθνές Συμβούλιο Δημητριακών (IGC) αποτύπωνε ένα πολύ «σφικτό» ισοζύγιο μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Ειδικότερα, η παγκόσμια παραγωγή τοποθετούνταν στους 31,5 εκατ. τόνους (-4% σε σχέση με πέρυσι) με τις διαθέσιμες ποσότητες, αν προστεθούν και τα αποθέματα της προηγούμενης χρονιάς, να διαμορφώνονται σε 33,1 εκατ. τόνους (έναντι 36,1 εκατ. τόνων πέρυσι).
Την ίδια στιγμή, η ζήτηση αναμενόταν ότι θα φτάσει τους 33,8 εκατ. τόνους, που αντιστοιχούν σε οριακή μείωση έναντι των 33,9 εκατ. τόνων της περσινής σεζόν, με τα τελικά αποθέματα να περιορίζονται στους 1,4 εκατ. τόνους (από 3 εκατ. τόνους έναν χρόνο πριν). Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι οι εκτιμήσεις του Συμβουλίου βασίζονταν στην πρόβλεψη για μια σοδειά της τάξης των 5,3 εκατ. τόνων στον Καναδά που, όπως προαναφέραμε, θεωρείται πλέον ανέφικτη.
Με αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, το σκηνικό θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ευνοϊκό για να συνεχιστεί η ανοδική πορεία των τιμών που παρατηρήθηκε το προηγούμενο διάστημα. Το στοιχείο που άλλαξε τα δεδομένα, όπως έγραψε στο προηγούμενο φύλλο η «ΥΧ», ήταν η αναπάντεχη εμφάνιση στο προσκήνιο της Τουρκίας, η οποία εξακολουθεί να μιλά για 1 εκατ. τόνους εξαιρετικής ποιότητας διαθέσιμους προς εξαγωγή.
Σύμφωνα με πληροφορίες, έχουν μέχρι στιγμής κλειστεί δουλειές για 400.000 τόνους τουρκικού σιταριού, με μια μέση τιμή της τάξης των 450 ευρώ/τόνο CIF (σ.σ. συγκριτικά, το αντίστοιχης ποιότητας καναδέζικο προσφέρεται σήμερα στα 510 ευρώ/τόνο CIF). Η μεγάλη πλειονότητα έχει ως προορισμό την Ιταλία, κάποια φορτία θα κατευθυνθούν στη Βόρεια Αφρική, ενώ από την Ελλάδα ακούγεται ότι έχουν κλειστεί από εγχώριους μύλους περίπου 20.000 τόνοι.
Χώρο για ανάκαμψη των τιμών βλέπουν οι αναλυτές
Η εμφάνιση της Τουρκίας ήρθε σε ένα ιδιαίτερα κρίσιμο χρονικό σημείο, καθώς επέτρεψε στους Ιταλούς να καλύψουν τόσο τις ποσοτικές, όσο και τις ποιοτικές ανάγκες τους, μέχρι να αρχίσουν να καταφθάνουν τον Σεπτέμβριο οι περίπου 350.000 τόνοι καναδέζικου σιταριού νέας εσοδείας, που είχαν αγοράσει πριν ακόμα αρχίσουν να ανεβαίνουν οι τιμές. Με αυτό το δεδομένο, λοιπόν, οι Ιταλοί εμφανίζονται πλέον πολύ πιο άνετοι και επιλεκτικοί στις αγορές τους, γεγονός που εξηγεί και την απότομη πτώση των εξαγωγικών τιμών στη χώρα μας που, μέσα σε μια εβδομάδα, από τα 430-440 ευρώ/τόνο υποχώρησαν έως και στα 350 ευρώ/τόνο FOB.
Σε επίπεδο θεμελιωδών, οι τουρκικές ποσότητες, που λίγες εβδομάδες πριν δεν υπήρχαν καν στο «κάδρο» του παγκόσμιου εμπορίου, έρχονται να καλύψουν το μεγαλύτερο μέρος του κενού από τη μείωση (σε σχέση πάντα με τις αρχικές προβλέψεις) της καναδέζικης παραγωγής. Ωστόσο, επί της ουσίας, δεν αλλάζουν τις ισορροπίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, με το παγκόσμιο ισοζύγιο να παραμένει εξαιρετικά σφικτό. Αυτό κάνει αρκετούς αναλυτές να προεξοφλούν μια ανοδική κίνηση των τιμών, όχι όμως στον άμεσο χρονικό ορίζοντα, αλλά -το πιθανότερο- προς το τέλος του χρόνου, αφού πρώτα «καταναλωθούν» οι ποσότητες που έχουν σωρεύσει οι Ιταλοί αγοραστές.