Πέντε λόγοι για να ξαναδείτε το χιτσκοκικό «Vertigo» αυτό το καλοκαίρι
Μετά την απροσδόκητα ατυχή κατάληξη μιας αστυνομικής καταδίωξης που οδηγεί στην απώλεια ενός συναδέλφου του, ο Αμερικανός αστυνομικός ντετέκτιβ Τζον «Σκότι» Φέργκιουσον (Τζέιμς Στιούαρτ) αποφασίζει να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα από το σώμα του Σαν Φρανσίσκο. Αιτία, τα προβλήματα ακροφοβίας που ανακάλυψε ότι αντιμετωπίζει, κάνοντάς τον να νιώθει υπαίτιος για το θανατηφόρο συμβάν. Τότε, εμφανίζεται ένας παλιός γνώριμός του από το κολέγιο, ονόματι Γκάβιν Έλστερ (Τομ Χέλμορ), ο οποίος τον προσλαμβάνει για να παρακολουθήσει τη σύζυγό του, Μαντλίν (Κιμ Νόβακ), που τον τελευταίο καιρό δείχνει βαθιά ταραγμένη και αλλόκοτη. Η γυναίκα μοιάζει να συμπεριφέρεται ως η μετεμψύχωση της προγιαγιάς της, Καρλότα Βαλντέζ, η οποία έζησε έναν τραγικό βίο και αυτοκτόνησε πολλά χρόνια πριν γεννηθεί το δισέγγονό της.
Αυτή είναι συνοπτικά η υπόθεση του «Vertigo» («Δεσμώτης του Ιλίγγου», 1958), της κορυφαίας ίσως ταινίας του Άλφρεντ Χίτσκοκ, η οποία το 2012 αναρριχήθηκε στην κορυφή της λίστας του γνωστού κινηματογραφικού περιοδικού Sight & Sound με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών! Η λίστα ανανεώνεται κάθε δέκα χρόνια και, παρότι το αριστούργημα του θρυλικού Βρετανού σκηνοθέτη δεν κράτησε τη θέση του στην επικαιροποίηση του 2022 (σ.σ. τα πρωτεία πέρασαν στο «Jeanne Dielman, 23 quai du Commerce, 1080 Bruxelles» της Σαντάλ Ακερμάν), εν τέλει έχασε μόνο μία θέση, πέφτοντας στη δεύτερη!
Αν και την εποχή που πρωτοκυκλοφόρησε αντιμετωπίστηκε με σχετική αδιαφορία, σήμερα το «Vertigo» έχει εγγυημένη παρουσία σε κάθε all-time λίστα που θέλει να σέβεται τον εαυτό της. Και, πλέον, κατέχει και τη θέση που του αξίζει στο εβδομαδιαίο πρόγραμμα των θερινών αιθουσών της Ελλάδας, στις οποίες επέστρεψε δυναμικά και προβάλλεται αυτό το διάστημα σε επανέκδοση, σε ψηφιακά αποκατεστημένες 4K κόπιες. Με αφορμή αυτήν τη συγκυρία, εμείς παραθέτουμε πέντε πειστικούς λόγους που καθιστούν την ταινία ως τη must-see επανακυκλοφορία του τρέχοντος καλοκαιριού, και καλό θα ήταν να σπεύσετε το συντομότερο στις αίθουσες για να την προλάβετε, εφόσον δεν το έχετε κάνει ήδη!
1) Οι τεχνικές καινοτομίες
Αρκεί να πούμε ότι σε αυτή την ταινία γεννήθηκε η τεχνική του κόντρα ζουμ, γνωστότερη ως dolly zoom ή –αποδίδοντας «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι»– «the Vertigo Effect», όπου η κάμερα εκτελεί τράβελινγκ προς τα εμπρός ενώ ο φακός ξεζουμάρει –ή το αντίστροφο–, με αποτέλεσμα το προσκήνιο της εικόνας να παραμένει σταθερό ενώ το φόντο να παραμορφώνεται, δημιουργώντας αίσθημα αποπροσανατολισμού στον θεατή. Με αυτή την εντυπωσιακά στρεβλωτική τεχνική αποτυπώθηκε το εφέ του ιλίγγου, από τον οποίο κυριεύεται ο ακροφοβικός κεντρικός χαρακτήρας σε μερικές από τις χαρακτηριστικές σκηνές ανθολογίας του έργου.
Αυτό το ανατριχιαστικό συναίσθημα, ότι εδώ βλέπουμε κάτι εντελώς καινούργιο να ξεδιπλώνεται μπροστά μας –ή ότι βλέπουμε μια vintage ομορφιά που έχει γεράσει υπέροχα–, είναι μάλλον αδύνατο να «επανεφευρεθεί» στο πλαίσιο ενός σύγχρονου φιλμ, αν και ουκ ολίγα έχουν επηρεαστεί από το «ιερό» πρωτότυπο υλικό που μας χάρισε το 1958 ο «Άρχοντας του Σασπένς», Άλφρεντ Χίτσκοκ.
2) Η ευρηματική οπτική εξιστόρηση
Η αξέχαστη σκηνή στο μουσείο, όπου η Μαντλίν ατενίζει σαν υπνωτισμένη το πορτρέτο της προγόνου της, Καρλότα, και ο φακός γλιστρά, από το μπουκέτο λουλουδιών της πρώτης και τον –αλά «vertigo»– κότσο-σπιράλ στα μαλλιά της, προς τα πανομοιότυπα του πίνακα, σαν να τα συνταιριάζει, αποτελεί σεμιναριακό παράδειγμα οπτικής αφήγησης. Όπως αντίστοιχα και προς το τέλος, ποιος δεν θυμάται τη μονταρισμένη σκηνή με το περιδέραιο στον λαιμό της πρωταγωνίστριας και το απότομο cut στο πορτρέτο του μουσείου, το οποίο μας βοηθάει να αντιληφθούμε την αλληλουχία σκέψεων και τη σύνδεση που βγάζει οριστικά τον πρωταγωνιστή Σκότι από την πλάνη του;
Στα αρχικά στάδια του έργου, χάρη σε αυτά τα εμπνευσμένα τράβελινγκ του φακού και τις λεπτές «χειρουργικές επεμβάσεις» του μοντάζ, ο Χίτσκοκ μάς εντάσσει υποβλητικά –και αρτιότερα από οποιοδήποτε άλλο αφηγηματικό μέσο– στην πρώιμη εκτίμηση ότι η ξανθιά καλλονή φέρεται να είναι αιχμάλωτη μιας κληροδοτούμενης κατάρας που έχει κυριεύσει σημαντικό κομμάτι του «είναι» της, και ύστερα, στη συνειδητοποίηση του πρωταγωνιστή, μεταξύ πολλών άλλων. Παράλληλα, ο κρυφός παρατηρητής της, Σκότι, είναι κι εκείνος σκιά και, ταυτόχρονα, δέσμιος της γοητείας αυτής της ευαίσθητης και απροστάτευτης γυναίκας. Αυτό έχει καταστεί πρόδηλο ήδη από την άπταιστη εικαστική υπονόηση του κεραυνοβόλου έρωτα: Στην πρώτη ματιά που ανταλλάσσουν οι δύο πρωταγωνιστές, η ακτινοβολούσα λάμψη της Μαντλίν θεριεύει, μεταβάλλοντας μέχρι και τις τονικότητες του περιβάλλοντός της, βεβαιώνοντάς μας ότι έτσι ακριβώς τη βλέπει ο συνταραγμένος από συναισθήματα Σκότι.
3) Το αμίμητο σασπένς και οι αστάθμητοι παράγοντες της έκπληξης και του αιφνιδιασμού
Η εμπειρία μιας τέτοιας, προικισμένης με περιεχόμενο που γεννά ερεθίσματα ταινίας, εμπλουτίζεται κάθε φορά που την ξαναβλέπει ο θεατής, ωστόσο το στοιχείο του αιφνιδιασμού από την πρώτη φορά που την παρακολουθήσαμε είναι κάτι που δεν θα θέλαμε να είχαμε χάσει και κατά βάθος αποτελεί έναν από τους λόγους που την αγαπήσαμε εξαρχής. Επομένως, εάν δεν έχετε δει την ταινία, προσπεράστε αυτόν τον λόγο και μεταπηδήστε κατευθείαν στο #4.
(ΠΡΟΣΟΧΗ, SPOILERS!)
Η μυστηριακή παρουσία της ξανθιάς καλλονής, που αποτελεί το σημείο αναφοράς του έργου, οδηγεί τόσο τον πρωταγωνιστή Σκότι όσο και τον θεατή στο σημείο να αμφισβητήσουν τις ορθολογικές τους πεποιθήσεις και να της παραδίδονται αμαχητί. Η ταινία προχωρά σε προσεκτικό ξεδίπλωμα του χαρακτήρα της Μαντλίν, μέσα από αινιγματικές αναφορές (οι αναδυόμενες αναμνήσεις της νεκρής προγιαγιάς, που στοιχειώνουν την ύπαρξή της και τη μετατρέπουν σε φερέφωνο), συνοδεία μαεστρικού σασπένς που κλιμακώνεται μαζί με το ξεδίπλωμα του κουβαριού των εξελίξεων. Ξάφνου, το νήμα της ζωής της Μάντλιν κόβεται ακαριαία, αφήνοντας τον Σκότι συναισθηματικό ερείπιο, τραγικό έρμαιο των ψεγαδιών του και στο χείλος μιας δεύτερης, οριστικής αυτοκαταδίκης (σ.σ. δεν έχει καταφέρει να υπερβεί τις φοβίες του και έτσι αποτυγχάνει να σώσει τη γυναίκα που αγαπά παράφορα).
Ένας από τους λόγους που το πρωτότυπο έργο συμπαρέσυρε το κοινό ήταν το γεγονός ότι το τραγικό «τέλος» του χαρακτήρα της Μαντλίν θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και το οριστικό φινάλε της ταινίας. Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση, δεν είναι παρά μια νέα αφετηρία σε όλα τα μέτωπα. Το δεύτερο μέρος του έργου ξεκινά με τον Σκότι νοσηλευόμενο σε μια ψυχιατρική κλινική. Παραμένει βουβός και δεν ανταποκρίνεται ακόμα και στις επισκέψεις της αφοσιωμένης και στοργικής γραμματέως του.
Η διάγνωση λέει ότι πάσχει από οξεία μελαγχολία, κι εμείς αντιλαμβανόμαστε ότι οι τύψεις συνειδήσεως τον έχουν γονατίσει πνευματικά. Μερικούς μήνες αργότερα, κι ενώ έχει λάβει πλέον εξιτήριο, συνεχίζει να είναι εμμονικός με την εκλιπούσα Μαντλίν και να την αναζητά στην καθημερινότητά του. Σε εκείνο το σημείο, το σενάριο μοιάζει να τον φωτογραφίζει ως τον ψυχικά μετατραυματία που κληρονόμησε τις ιδεοληψίες της ερωτικής του παρτενέρ.
Όλα, όμως, ανατρέπονται, όταν ο Σκότι συναντά τυχαία την Τζούντι Μπάρτον, μια άγνωστη που έχει τεράστια εμφανισιακή ομοιότητα με τη Μαντλίν, με εξαίρεση το διαφορετικό στιλ και look. Η αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο θα αποδείξει ότι τόσο ο πρωταγωνιστής όσο και οι θεατές της ταινίας βρίσκονταν βυθισμένοι στο ίδιο πυκνό σκοτάδι, κάνοντάς τους μάρτυρες –και θύματα– ενός από τα καλύτερα plot twists στην ιστορία του σινεμά: Η Τζούντι δεν είναι παρά μια ηθοποιός που υποδύθηκε τη Μαντλίν για να ξεγελάσει τον Σκότι, σε ένα σατανικό σχέδιο του Γκάβιν Έλστερ, προκειμένου να εξασφαλίσει άλλοθι για τη δολοφονία της πραγματικής συζύγου του.
Από εκείνο το σημείο καμπής κι έπειτα, λαμβάνει χώρα το ξετύλιγμα ενός άλλου κουβαριού: Αυτού της πλεκτάνης στην οποία έχει πέσει θυμα ο πρωταγωνιστής, κάνοντάς μας να επαναξιολογήσουμε όλα όσα είχαμε παρακολουθήσει. Κάθε λεπτομέρεια του σχεδίου ήταν στημένη τόσο μεθοδικά, ώστε να ρίξει τον Σκότι στην παγίδα, όμως η μέχρι πρότινος καταδικαστική πλάνη του είναι πλέον το πλεονέκτημά του και συνάμα το πιο επικίνδυνο όπλο του.
Αντιμέτωπος με τη γυμνή απομυθοποίηση του ιδεατού του έρωτα, μετατρέπει υποσυνείδητα τη θύτριά του σε θύμα, χειραγωγώντας τη, ώστε να ξαναγίνει η ιδεατή παρτενέρ που… δεν υπήρξε ποτέ. Πλέον, αυτός είναι που κινεί τα νήματα, μαζί με την εμμονή του να κυνηγά το απατηλό όνειρο της φαντασίωσής του, και η σύντροφός του καταντά να είναι απλά το αντικείμενο που ανέχεται το roleplay αυτού του σαδιστικού παιχνιδιού. Εκείνη ερωτεύτηκε τον τρόπο που την αγάπησε αυτός. Και αυτός το εξιδανικευμένο προσωπείο με το οποίο τον ξεγέλασε εκείνη. Και οι δύο είναι θύματα και δέσμιοι σε έναν φαύλο κύκλο.
4) Η άρνηση της ταινίας να «δαμαστεί» από τον χρόνο
Η ταινία ξεδιπλώνει κυρίαρχες θεαματικές που διαρρέουν τη φιλμογραφία του Χίτσκοκ (όπως π.χ. ο ατελής πρωταγωνιστικός χαρακτήρας που αδυνατεί να τιθασεύσει τα μειονεκτήματά του, η μοιραία ξανθιά που τον παρασύρει μεθυστικά στον όλεθρο, ή ακόμα και η επιλογή του σκηνικού, που έχει φανερά αφηγηματικό ρόλο, στην προκειμένη περίπτωση το «ανισόπεδο» Σαν Φρανσίσκο, που μοιάζει με τον… εφιάλτη ενός ακροφοβικού), τις διαπλέκει με ανατρεπτικό σασπένς και εικόνες κινηματογραφικής ποίησης, βουτηγμένες σε μελαγχολικούς τόνους και χρώματα. Οι παραλληλισμοί του σκηνοθέτη, που διαρρέουν όλο το έργο, είναι άψογοι! Άραγε, η ακτινοβολία της πρωταγωνίστριας στη σκηνή του κεραυνοβόλου έρωτα και το εφέ του ζουμ ιλίγγου θα μπορούσαν να αποδοθούν καλύτερα από τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάστηκαν στο «Vertigo»; Κατηγορηματικά όχι, ακόμη και με τα σύγχρονα μέσα. Το ίδιο ισχύει σχεδόν για κάθε πτυχή αυτού του αριστουργήματος. Κάτι που, σε τελική ανάλυση, το καθιστά μοναδικό στο είδος του.