Ποια ΚΑΠ θέλουμε σε Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση;
της Έλλης Τσιφόρου,
διευθύνουσας συμβούλου της GAIA ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ
Το θέμα του 10ου Πανελλήνιου Συνεδρίου για την Ανάπτυξη της Ελληνικής Γεωργίας, το οποίο θα πραγματοποιηθεί στις 25 και 26 Απριλίου στο Μέγαρο Χορού Καλαμάτας, δεν επιλέχθηκε τυχαία, καθώς το ερώτημα «Ποια ΚΑΠ θέλουμε σε Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση;» απασχολεί σήμερα όλους τους εμπλεκομένους με τον τομέα σε επιχειρηματικό, επιστημονικό, τεχνοκρατικό, αλλά και πολιτικό επίπεδο.
Ίσως, όμως, πριν από το κρίσιμο αυτό ερώτημα που τίθεται μετ’ επιτάσεως λόγω της συγκυρίας, θα έπρεπε να απαντηθεί με παρρησία ένα άλλο ερώτημα που φαίνεται να υποβόσκει, ως απόρροια της (δικαιλογημένης) οργής των αγροτών ανά την ΕΕ, αλλά και ως βολική δικαιολογία που αναπαράγεται, αλόγιστα, από ορισμένους ιθύνοντες: «Ευθύνεται η ΚΑΠ για τα φλέγοντα ζητήματα που απασχολούν τον αγροτικό κόσμο;».
Αν θέλαμε να το απαντήσουμε, τοποθετώντας στη σωστή βάση την αναγκαία συζήτηση γύρω από το παρόν και το μέλλον της κομβικής αυτής πολιτικής για την ευρωπαϊκή και ελληνική γεωργία και ύπαιθρο, θα οφείλαμε να λάβουμε υπόψη τα εξής δεδομένα:
✱ Η ΚΑΠ 2023-2027 συμφωνήθηκε σε επίπεδο υπουργών Γεωργίας τον Ιούνιο του 2021, όπου υπήρξε δέσμευση ότι η πολιτική θα ευθυγραμμιστεί πλήρως με την περιβαλλοντική και κλιματική νομοθεσία της ΕΕ που απορρέει από τη σταδιακή εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας. Συμφωνήθηκε, συνεπώς, ένα πλαίσιο αγροτικής πολιτικής αβέβαιο για τον αγροτικό κόσμο, ανοίγοντας «τον ασκό του Αιόλου» για πλημμελώς επεξεργασμένες προτάσεις με σημαντικό αντίκτυπο στην οικονομική βιωσιμότητα του πρωτογενούς τομέα, όπως ο κανονισμός για την ορθολογική χρήση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων, ο νόμος για την αποκατάσταση της φύσης, ή η αναθεώρηση της οδηγίας για τη μείωση των βιομηχανικών εκπομπών.
✱ Η μεταρρύθμιση εισήγαγε μια ριζική μετάβαση από ένα ευρωκεντρικό σε ένα αμιγώς εθνοκεντρικό μοντέλο διακυβέρνησης, σύμφωνα με το οποίο το βάρος του σχεδιασμού, της εφαρμογής και της παρακολούθησης της πολιτικής αποτελεί πλέον σε συντριπτικό βαθμό ευθύνη των κρατών-μελών της ΕΕ, στο πλαίσιο των «εθνικών Στρατηγικών Σχεδίων της ΚΑΠ», γεγονός που εγείρει σημαντικές ευθύνες σε εθνικό επίπεδο.
Κανείς δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι η τρέχουσα ΚΑΠ, στη διαπραγμάτευση της οποίας συμμετείχαμε ως χώρα, περιλαμβάνει πιο απαιτητικές στην εφαρμογή και πιο δυσμενείς οικονομικά προϋποθέσεις και καθεστώτα στήριξης, καθώς επίσης και το γεγονός ότι κάθε μεταρρύθμιση ισοδυναμεί με δυσκολίες προσαρμογής.
Ωστόσο, κανείς δεν θα έπρεπε να αμφισβητεί και το ότι η διαμόρφωση της ΚΑΠ αποτελεί προϊόν συνευθύνης και συναπόφασης σε επίπεδο ΕΕ, ενώ ο επιτυχημένος σχεδιασμός και η εφαρμογή της πολιτικής εναπόκεινται διαχρονικά, και κυρίως σήμερα, στις εθνικές διοικήσεις. Στη χώρα μας ειδικά, οι ελλείψεις και οι καθυστερήσεις, τόσο σε επίπεδο διαβούλευσης και προετοιμασίας του εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου όσο και εφαρμογής κατά το κρίσιμο πρώτο έτος, συνέβαλαν στην (δικαιολογημένη) οργή των αγροτών και τροφοδότησαν την εναντίωσή τους στην ίδια την ΚΑΠ.
Βέβαια, η ΚΑΠ συγκέντρωσε σημαντική μερίδα των πυρών των εξεγερμένων αγροτών ανά την ΕΕ. Πίσω, όμως, από τις επιθέσεις που δέχεται η πολιτική, θα πρέπει κατ’ αρχάς να διαβάσουμε τη γενικευμένη δυσφορία ενός επαγγελματικού κλάδου που αντιμετωπίζει ιδιαίτερα κρίσιμες προκλήσεις βιωσιμότητας (κόστος παραγωγής, κλιματική αλλαγή, γεωπολιτικές αναταράξεις, αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον) και για τον οποίο φαίνεται να έχει διαρραγεί η σχέση εμπιστοσύνης με την ΕΕ.
Ευθύνη των πολιτικών ιθυνόντων σε αυτή την ιδιαίτερα κρίσιμη συγκυρία αποτελεί πρωτίστως η σθεναρή προάσπιση της ΚΑΠ ως πολύτιμης εργαλειοθήκης για τον πρωτογενή τομέα και την ύπαιρθο. Ας αναλογιστούμε μόνο πού θα βρισκόταν σήμερα η ελληνική και η ευρωπαϊκή γεωργία χωρίς τη διαχρονική στήριξη της κορυφαίας αυτής ευρωπαϊκής πολιτικής!
Η υπεράσπιση του εργαλείου δεν αποκλείει την παραδοχή των προβλημάτων και την ανάγκη στοχευμένων βελτιώσεων της υφιστάμενης ΚΑΠ, ζήτημα που βρισκεται, άλλωστε, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων σε επίπεδο ΕΕ, αλλά και την ανάγκη συζήτησης για το μέλλον της πολιτικής μετά το 2027. Απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτό αποτελεί η συστηματική και οργανωμένη διαβούλευση μεταξύ όλων ανεξαιρέτως των εμπλεκομένων και με επίκεντρο τους ίδιους τους παραγωγούς.
Η GAIA ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ, προσηλωμένη στη στρατηγική της προτεραιότητα για έναν τεκμηριωμένο δημόσιο διάλογο γύρω από τα κρίσιμα ζητήματα που απασχολούν τον αγροτικό κόσμο, διοργανώνει το 10ο ετήσιο συνέδριό της με επίκεντρο το παρόν και το μέλλον της ΚΑΠ. Ενόψει ευρωεκλογών και, συνεπώς, επικείμενων αλλαγών στο θεσμικό/πολιτικό σκηνικό στην ΕΕ, όπου και έχουμε δεκαετή παρουσία, συναισθανόμαστε την ανάγκη ενημέρωσης και διαλόγου. Καλούμε τους παραγωγούς και όλους τους ενδιαφερόμενους να μας τιμήσουν με την παρουσία και τις προτάσεις τους για μια πιο βιώσιμη και σύγχρονη ελληνική και ευρωπαϊκή γεωργία.