Πολιτισμός: «Το Φάντασμα της Ελευθερίας» («Le Fantome De La Liberte» / «The Phantom of Liberty», 1974) – Το κρυμμένο σινεφίλ «διαμάντι» του Netflix

Η προτελευταία ταινία του Λουίς Μπουνιουέλ είναι ένα σπονδυλωτό αριστούργημα, αντιπροσωπευτικό της ύστερης γαλλικής περιόδου του μεγάλου σουρεαλιστή
19/09/2025
8' διάβασμα
politismos-to-fantasma-tis-eleftherias-le-fantome-de-la-liberte-the-phantom-of-liberty-1974-to-krymmeno-sinefil-diamanti-tou-netflix-362177

Εσείς το ξέρατε ότι ο κατάλογος ταινιών του Netflix περιλαμβάνει ένα από τα όχι και τόσο γνωστά έργα του μεγάλου σουρεαλιστή της έβδομης τέχνης, Λουίς Μπουνιουέλ; Αν όχι, σίγουρα δεν είστε οι μόνοι. Άλλωστε, η παγκοσμίως μεγαλύτερη streaming πλατφόρμα προσφέρεται κυρίως για θέαση ταινιών και σειρών «ευρείας κατανάλωσης», παρά για σινεφίλ επιλογές.

Έτσι, για να εντοπίσει κάποιος συνδρομητής το συγκεκριμένο μπουνιουελικό «διαμάντι», θα πρέπει να περιηγηθεί επί πολλή ώρα στη μακρά λίστα με τις διαθέσιμες ταινίες της πλατφόρμας, όπου βρίσκεται –κατά κάποιον τρόπο– «θαμμένο». Κι αν τελικά το εντοπίσει, καταχωνιασμένο μαζί με άλλους κλασικούς τίτλους και σε απόσταση… ασφαλείας από τις «προθήκες» με τις προτεινόμενες ταινίες του Netflix, ίσως αναρωτηθεί αν αξίζει πραγματικά την επένδυση από τον χρόνο του των 104 λεπτών – που είναι η συνολική διάρκεια του έργου. Ε, λοιπόν, σε ό,τι αφορά τον υπογράφοντα, η απάντηση σε αυτό το δίλημμα είναι ένα μεγαλοπρεπέστατο «ναι»!

«Το Φάντασμα της Ελευθερίας» (πρωτ. τίτλος «Le Fantome De La Liberte» / αγγλ. τίτλος «The Phantom of Liberty», 1974) είναι ένα σπονδυλωτό έργο, το οποίο, εκδηλώνοντας πάγιες μπουνιουελικές τάσεις, θέτει στο στόχαστρο το υποκριτικό «καβούκι» της αστικής τάξης και των ιδεών της, εστιάζει στην έκπτωση των κοινωνικών ηθών και, ταυτόχρονα, περιεργάζεται κοινωνικοπολιτικά και καλλιτεχνικά την πολύπλοκη έννοια της ελευθερίας.

Φέροντας την ξεχωριστή –και ας μας επιτραπεί να τη χαρακτηρίσουμε «τελειοποιημένη» σε αυτό το σημείο (σ.σ. πριν από το κύκνειο σουρεάλ άσμα «Το Σκοτεινό Αντικείμενο του Πόθου» του 1977)– σφραγίδα της ύστερης γαλλικής περιόδου του δημιουργού του (σ.σ. ο Μπουνιουέλ ήταν Ισπανός, αλλά λόγω του φασιστικού καθεστώτος του Φράνκο γύρισε τις περισσότερες ταινίες του στο Μεξικό και τη Γαλλία), ο οποίος θα έμενε στην Ιστορία ως ο πατέρας του σουρεαλιστικού κινηματογράφου και εκείνο το διάστημα είχε επιστρέψει σε πιο ελεύθερες φόρμες, το έργο αυτό είναι παραδόξως τόσο ταυτοποιήσιμο και, παράλληλα, τόσο πειραματικά τολμηρό και αναρχικά αυθύπαρκτο, που πραγματικά συνιστά μια κατηγορία από μόνο του. Ας αναλύσουμε, λοιπόν, αυτό το υποτιμημένο «διαμάντι», που κόσμησε το τελευταίο «κεφάλαιο» της φιλμογραφίας του Μπουνιουέλ και που, δυστυχώς, στις μέρες μας δεν μνημονεύεται όσο θα έπρεπε.

Στη συγκεκριμένη ταινία, δεν υφίσταται κάποιος κεντρικός άξονας πλοκής. Απλώς παρελαύνουν διαδοχικά αυτόνομες αποσπασματικές ιστορίες, οι οποίες αλληλοσυμπλέκονται μέσω των χαρακτήρων τους, που με τη σειρά τους είναι σαν να παραχωρούν τη σκυτάλη από τη μία ιστορία στην άλλη. Κοινός τόπος; Το ξεμπρόστιασμα του «κούφιου» καθωσπρεπισμού της γαλλικής αστικής τάξης και των σαθρών δομών τόσο της ίδιας όσο και του συστήματος που την περιβάλλει προστατευτικά.

Παράλληλα, το έργο είναι φύσει ανατρεπτικό, παρακινώντας μας κατ’ εξακολούθηση να αμφισβητήσουμε τις δικές μας παγιωμένες αντιλήψεις πάνω σε ό,τι θεωρούμε δεδομένα φυσιολογικό ή αναμενόμενο. Ο έντονα σουρεαλιστικός τόνος που υιοθετεί ο Λουίς Μπουνιουέλ είναι ιδανικός για να ψέξει τον περιρρέοντα παραλογισμό και την πλασματικότητα των ελευθεριών της σύγχρονης αστικής κοινωνίας, αναπτύσσοντας, μέσα από μια φαινομενικά ασύνδετη αφήγηση, ευκρινείς θεματικές και συμπαγή νοήματα.

Βασικά θέματα

Πιο συγκεκριμένα, στο μικροσκόπιο μπαίνουν:

  • Η προνομιακή μεταχείριση που απολαμβάνει η άρχουσα τάξη (σ.σ. ένα χαμένο κοριτσάκι παραμένει αγνοούμενο, παρότι βρίσκεται συνέχεια δίπλα στους γονείς του, καθότι το σύστημα πρέπει να πουλήσει εκδούλευση στον αστό πατέρα του), και που αλίμονο σε όποιον διαταράξει αυτήν τη ζώνη ασφαλείας (π.χ. ο γιατρός, που δέχεται ένα ξεγυρισμένο χαστούκι επειδή απλά τολμά να ανακοινώσει στον πατέρα –του κοριτσιού– τη δυσμενή διάγνωση ότι πάσχει από καρκίνο). Στην εν λόγω ιστορία, οι αστοί όχι μόνο χάνουν την επαφή τους με την πραγματικότητα (περίπτωση αγνοούμενου παιδιού), αλλά φτάνουν μέχρι το σημείο να προσβάλλονται από αυτήν (προπηλακισμός ιατρού).
  • Η συμπτωματικότητα των άγραφων ή γραπτών κανόνων, που ορίζουν τι θεωρείται φυσιολογικό ή αποδεκτό. Στην περίφημη σκηνή της «συνεστίασης», οι καλεσμένοι κάθονται πάνω σε λεκάνες τουαλέτας, ενώ αντιθέτως δειπνούν ατομικά και στα μουλωχτά στην κουζίνα, σαν να κάνουν την… ανάγκη τους. Υπό αυτό το πρίσμα, «Το Φάντασμα της Ελευθερίας» μάς παροτρύνει να αμφισβητήσουμε τους συνήθως αμετάκλητους ηθικούς μας κώδικες και να επανεξετάσουμε τις αντιλήψεις μας για τις ευρέως αποδεκτές κανονικότητες και τα ρυθμιστικά πλαίσια της κοινωνίας μας.
  • Τα σεξουαλικά ταμπού και τα διπλά στάνταρ ανοχής στη «βλασφημία». Στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, ένας αιμομείκτης και μια ομάδα καλόγερων που χαρτοπαίζει, χρησιμοποιώντας ως μάρκες εκκλησιαστικά αντικείμενα, σοκάρονται από ένα ζευγάρι σαδομαζοχιστών. Εδώ, η σάτιρα του Μπουνιουέλ βάλλει με καυστικό τρόπο κατά της θρησκείας και των κρυφών σεξουαλικών επιθυμιών.
  • Το διάτρητο σύστημα και η ειδωλοποίηση των σαθρών προτύπων. Ένας μανιακός ελεύθερος σκοπευτής, που σκοτώνει αδιακρίτως τυχαίους περαστικούς, απελευθερώνεται, παρά τη θανατική καταδίκη του, και αντιμετωπίζεται σαν ροκ σταρ. Εδώ ο Μπουνιουέλ θίγει τον παραλογισμό του μοντέρνου κόσμου, ο οποίος όχι μόνο προβάλλει τη βία, αλλά ειδωλοποιεί και τους δράστες που την ασκούν, χαρίζοντάς τους αμέριστα τη δημοσιότητα που ίσως εξαρχής επιζητούσαν.
  • Η δική μας ενοχή, παίζοντας κρυφτό με τις κυνικές μας προκαταλήψεις. Ένας άνδρας μοιάζει να προσεγγίζει δύο κοριτσάκια για να ικανοποιήσει τα άρρωστα ένστικτά του και να τα εφοδιάσει με πορνογραφικό υλικό, το οποίο όμως αποδεικνύεται ότι είναι απλά καρτ ποστάλ από πασίγνωστα τουριστικά θέρετρα. Ο Μπουνιουέλ λατρεύει να παίζει με τις ενστικτώδεις μας σκέψεις, και σε αυτό το σημείο μάς στήνει μια ευφυέστατη παγίδα, η οποία αποδεικνύει ότι η διαστροφή τείνει να εκτρέφεται πρώτα και κύρια στο δικό μας μυαλό. Είμαστε εξίσου πονηροί, όσο και η κοινωνία μας, σε βαθμό που η απόλυτη αθωότητα καταντά παρεξηγήσιμη – και ίσως όχι άδικα!
  • Η αντιφατική έννοια της «ελευθερίας», η οποία είναι το Α και το Ω της ταινίας, είτε αυτή έχει να κάνει με αφηγηματικούς περιορισμούς, από τους οποίους απελευθερώνεται ο σκηνοθέτης διά της αντισυμβατικής εξιστόρησής του, είτε με την ίδια τη ζωή και τα πρόσωπα των ιστοριών που απαρτίζουν το έργο (σ.σ. πολλοί από τους χαρακτήρες της ταινίας έρχονται σε τριβή με πολιτικούς, κοινωνικούς και θρησκευτικούς περιορισμούς).

Ως προς το τελευταίο σκέλος, η αρχή και το τέλος της ταινίας, που σηματοδοτούνται από το σύνθημα «Vivan las caenas!» (μτφ.: «Ζήτω τα δεσμά!»), παραλληλίζουν τους Ισπανούς μελλοθάνατους ενός εκτελεστικού αποσπάσματος, που έχουν στήσει στον τοίχο οι Γάλλοι στρατιώτες του Ναπολέοντα εν έτει 1808, με τους σύγχρονους Γάλλους διαδηλωτές, που βιώνουν τη βίαιη αστυνομική καταστολή.

Ούτε οι Ισπανοί επαναστάτες, που εκτελούνται από τον στρατό του Ναπολέοντα, ούτε οι διαδηλωτές του παρόντος –που στην τελευταία σκηνή της ταινίας παρομοιάζονται με τα φυλακισμένα ζώα του ζωολογικού κήπου– δέχονται την «ελευθερία» που τους σερβίρει το αφήγημα του εκάστοτε καταπιεστή. Εδώ, άλλωστε, μιλάμε για μια «ελευθερία» με μεταλλακτικές τάσεις, ή ορθότερα για μια «παρερμηνεία ελευθερίας», η οποία κάνει τους αντιστασιακούς να την αποστρέφονται, ή απλά να αναπολούν τα πρότερα «δεσμά» τους – δηλαδή το μη χείρον. Κάτι σαν το αίσθημα της κατ’ επίφασιν ελευθερίας, που διακρίνει κατά κόρον τις σύγχρονες κοινωνίες.

ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΑΠΟ: