Πώς εντάσσουμε τα θερμοκήπια στον Αναπτυξιακό νόμο 4399/2016

του Δημήτρη Βασιλόπουλου, γεωπόνου, Msc μελετητή ΓΠΑ, συμβούλου επενδύσεων, AGRO-TRUST Μελετητική Βασιλόπουλος Δημήτρης και Συνεργάτες

Κατά την υποβολή επενδυτικών σχεδίων για κατασκευή θερμοκηπίων στον Αναπτυξιακό Νόμο 45399/2016 προκύπτει ένα σημαντικό πρόβλημα σχετικά με τα όρια δαπανών των θερμοκηπιακών κατασκευών. Συγκεκριμένα, μία από τις προϋποθέσεις του Ν. 4399/2016 είναι, για τα έργα της κατηγορίας αυτής, οι κτηριακές δαπάνες να μην ξεπερνούν το 45% του συνολικού κόστους της επένδυσης.

Ο στόχος του ανωτέρου νόμου είναι να ενισχύσει την ίδρυση ή την επέκταση παραγωγικών επενδύσεων. Ως εκ τούτου, ο περιορισμός των επενδύσεων σε κτηριακές εγκαταστάσεις στο 45% του συνόλου έχει νόημα με το σκεπτικό ότι θέλουμε 55% παραγωγικό εξοπλισμό για την παραγωγή προϊόντων. Το θερμοκήπιο είναι από τη φύση του παραγωγικός εξοπλισμός, παράγει δηλαδή προϊόντα εκτός εποχής μόνο με την κάλυψη της καλλιέργειας και με την υποστήριξη μικρού κόστους μηχανολογικού εξοπλισμού.

Τα θερμοκήπια είναι ημιμόνιμες λυόμενες κατασκευές, που τυποποιούνται από τις κατασκευαστικές εταιρείες και συνοδεύονται από έγκριση τύπου κατασκευής από αρμόδιο κρατικό φορέα. Μάλιστα, κατά την τιμολόγησή τους, απαλλάσσονται από την επιβολή ΦΠΑ με το σκεπτικό ότι αποτελούν εξοπλισμό, τεχνική εγκατάσταση του φορέα και όχι κτηριακό έργο.

Κατά την υποβολή ενός επενδυτικού σχεδίου που περιλαμβάνει τη δημιουργία θερμοκηπιακής μονάδας και, μάλιστα, σε καλλιέργεια εδάφους, το συντριπτικό ποσοστό δαπανών αφορά την κατασκευή του μεταλλικού σκελετού και κατά πολύ μικρότερο ποσοστό την προμήθεια και εγκατάσταση εξοπλισμού (Σύστημα δροσισμού – θέρμανσης ψεκαστικό μηχάνημα κ.λπ.).

Το πρόβλημα είναι εντονότερο στην Περιφέρεια Κρήτης, όπου λόγω κλιματολογικών συνθηκών απαιτούνται πολύ μικρότερες δαπάνες θέρμανσης και αερισμού σε σχέση με άλλες περιφέρειες. Οι δαπάνες κατασκευής του θερμοκηπίου θα πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να καταχωρίζονται ως παραγωγικός εξοπλισμός – τεχνικές – ειδικές εγκαταστάσεις και όχι ως κτηριακά έργα, ώστε οι επενδυτές – παραγωγοί να μην αναγκάζονται να δημιουργούν τεχνηέντως και αναίτια δαπάνες εξοπλισμού ύψους 55% του επενδυτικού σχεδίου.

Για αυτόν τον λόγο, πρέπει να επανεξεταστεί η οδηγία προς τους αξιολογητές της απόφασης με αρ. πρωτ. 54110/21-05-2018) στο παράρτημα 1, παρ.4 Γεωργικά Έργα (σελ. 130) όπου αναφέρονται τα εξής:

4. ΓΕΩΡΓΙΚΑ ΕΡΓΑ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΑ ΥΔΡΟΠΟΝΙΚΗΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ: 

Οι κύριες κατηγορίες δαπάνης που συνιστούν το κόστος εγκατάστασης ενός υδροπονικού θερμοκηπίου είναι:

 Κόστη κτηριακών εγκαταστάσεων: Περιλαμβάνονται η κατασκευή του μεταλλικού θερμοκηπίου, εργασίες θεμελίωσης κ.ά. από σκυρόδεμα, θάλαμοι και ψυκτικοί θάλαμοι, υλικά ανάρτησης φυτών, γεωτρήσεις, μελέτες αδειών κ.λπ.

 Κόστος ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού που μπορεί να περιλαμβάνει σύστημα κλιματισμού, αεροκουρτίνες, ανεμιστήρες ψεκασμού, ανεμιστήρες ανακυκλοφορίας, δεξαμενές νερού, εξοπλισμό υδροπονίας, εξοπλισμό ελέγχου κλίματος, εξοπλισμό θρεπτικού διαλύματος, εξοπλισμό συλλογής ντομάτας, εξοπλισμό γειώσεων, εξοπλισμό διοξειδίου του άνθρακα, δίκτυα νερού, κανάλια, δίκτυο ψεκασμού, πυρηνολέβητες, ηλεκτροπαραγωγό ζεύγος, ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις, σύνδεση με ΔΕΗ, μελέτες σχεδιασμού των συστημάτων κ.λπ.

 Διάφορες άλλες δαπάνες, όπως περιβάλλων χώρος, μεταφορικά μέσα και λοιπός εξοπλισμός.

Από τις παραπάνω δαπάνες, τα μηχανολογικά αποτελούν το 50%-55% του συνολικού κόστους, τα κτηριακά το 35%-40%, με τις λοιπές δαπάνες να κυμαίνονται μεταξύ 10% και 15%. Επιλέγεται πρότυπο συνολικό κόστος κατασκευής ανά στρέμμα: 100.000 ευρώ – 110.000 ευρώ».

Εάν αναθεωρηθεί η παραπάνω οδηγία, θα μπορούν οι επενδυτές να καταχωρίζουν τις θερμοκηπιακές κατασκευές ως τεχνικές εγκαταστάσεις – μηχανολογικός εξοπλισμός και να μην είναι αναγκασμένοι να μειώσουν την επιφάνεια κάλυψης του θερμοκηπίου σε σχέση με τον εξοπλισμό, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η παραγωγή και να βελτιώνονται οι οικονομικοί δείκτες της επένδυσης.

Τέλος, θα πρέπει να τονιστεί ότι η παραγωγή εκτός εποχής κηπευτικών θερμοκηπίου είναι φιλική προς το περιβάλλον με μειωμένες απαιτήσεις σε νερό άρδευσης, σε φυτοφάρμακα και λιπάσματα σε σχέση με τις υπαίθριες καλλιέργειες και συμβάλλει σημαντικά στις εξαγωγές και το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας.