Πώς η Κίνα και η κατανάλωση λιπαρών συνδέονται με τη χοιροτροφία της ΕΕ

Σημαντική επίπτωση στην παραγωγή χοιρινού, τυροκομικών και βουτύρου στην ΕΕ αναμένεται να έχει ενδεχόμενη μείωση της κατανάλωσης λιπαρών στα επίπεδα που προτείνει ο ΠΟΥ. Οι εξαγωγές θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν, έως έναν βαθμό, τη μειωμένη εσωτερική ζήτηση, ωστόσο στην περίπτωση που η Κίνα καταφέρει να γίνει αυτάρκης σε κρέας και γαλακτοκομικά, όπως επιδιώκει, το πλήγμα ειδικά για τον κλάδο της χοιροτροφίας θα είναι μεγάλο.

Τα δύο αυτά σενάρια εξετάζει η Κομισιόν στο report για τις Γεωργικές Προοπτικές την επόμενη δεκαετία. Το πρώτο σενάριο προβλέπει μείωση κατανάλωσης λιπαρών κατά 30% σε επίπεδο ΕΕ, κάτι που θα φέρει μειωμένες κατά 304 θερμίδες ημερησίως ανά κάτοικο της ΕΕ έως το 2031.

Τόσο η κατανάλωση όσο και οι τιμές για περισσότερο «παχυντικά» τρόφιμα θα πέσουν, αλλά η αύξηση της εξαγωγικής ζήτησης από τον υπόλοιπο κόσμο θα βελτιώσει την ισορροπία στο εμπορικό ισοζύγιο της ΕΕ. Για παράδειγμα, η μείωση της κατανάλωσης χοιρινού κατά 19%, σύμφωνα με τις προβλέψεις, θα εξισορροπηθεί από την αύξηση της ζήτησης για εξαγωγές.

Η κατανάλωση βουτύρου θα μειωθεί κατά 2% και του τυριού κατά 13%. Ωστόσο, στο τυρί οι εξαγωγές μπορούν να αντικαταστήσουν μόνο το 20% της χαμένης ζήτησης. Παράλληλα, οι τιμές υπολογίζεται ότι θα μειωθούν κατά 32% στο βούτυρο και κατά 15% για το χοιρινό. Το δεύτερο σενάριο αφορά την επίτευξη αυτάρκειας από την πλευρά της Κίνας έως το 2031.

Αυτήν τη στιγμή, η Κίνα είναι η μεγαλύτερη παραγωγός χοιρινού και αιγοπρόβειου κρέατος, η δεύτερη μεγαλύτερη σε κοτόπουλα και η τέταρτη μεγαλύτερη σε μοσχαρίσιο κρέας. Ακόμα και αν παράγει το μεγαλύτερο ποσοστό κρέατος που χρειάζεται και πάλι θα είναι ένας από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς χοιρινού και αιγοπρόβειου κρέατος.

Άλλωστε, η κατανάλωση της Κίνας αναμένεται να αυξηθεί την επόμενη δεκαετία κατά 11 εκατ. τόνους.

Η πτώση της ζήτησης από την Κίνα θα φέρει μείωση της παραγωγής χοιρινού στην ΕΕ κατά 256.000 τόνους, ενώ εντός ΕΕ η κατανάλωση θα αυξηθεί λόγω τιμών κατά 108.000 τόνους. Εξάλλου, η μείωση της ζήτησης για γαλακτοκομικά θα πλήξει τόσο την Ευρώπη όσο και τη Νέα Ζηλανδία.