των Μαρίας Αμπατζή, Γιώργου Αργυρίου, Γιώργου Ρούστα, Γιάννη Σάρρου, Νικολέτας Τζώρτζη, Αφροδίτης Χρυσοχόου

Δημοσιογραφική επιμέλεια: Αντώνης Ανδρονικάκης

Η κατάσταση που διαμορφώνεται στην αγορά γης αποτελεί ταυτόχρονα δέλεαρ, αλλά και απειλή για τους παραγωγούς. Όπως καταγράφει το σημερινό «οδοιπορικό» της «ΥΧ» σε όλη τη χώρα, ακόμα και η άγονη γη έχει γίνει πλέον περιζήτητη. Όλο και περισσότεροι αγρότες ενδιαφέρονται να πουλήσουν τέτοια χωράφια για χιλιάδες ευρώ/στρέμμα. Σε πιο προνομιακές εκτάσεις μάλιστα, τα ποσά εκτοξεύονται σε ιλιγγιώδη μεγέθη.

Στο επίκεντρο των εξελίξεων βρίσκεται η έντονη και, σε ορισμένες περιπτώσεις, άναρχη επέκταση των έργων ΑΠΕ, με τον αγρότη να περιορίζεται συχνά στον ρόλο του παραχωρητή γης και του ευκαιριακού επενδυτή και όχι σε πρωταγωνιστή στην υλοποίηση ενός βιώσιμου σχεδίου ανάπτυξης της εκμετάλλευσής του. Παραγωγοί, μεσίτες, στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης και μελετητές κατέθεσαν την άποψή τους στο φλέγον αυτό ζήτημα, που θα απασχολήσει τον πρωτογενή τομέα τα επόμενα χρόνια.

Καλπάζουν οι συναλλαγές γης και οι τιμές

Η πίεση που ασκούν οι ανάγκες για οικιστική και τουριστική επέκταση είναι γνωστή εδώ και αρκετά χρόνια. Αξίζει, ωστόσο, να τονιστεί ότι αυτά τα φαινόμενα χρόνο με τον χρόνο εντείνονται. Ενδεικτικές της έντονης αυτής δραστηριότητας κατά την τελευταία διετία είναι οι μαρτυρίες των ανθρώπων της αγοράς και ενοικίασης γης στην «ΥΧ».

Ο κτηματομεσίτης Δημοσθένης Λαμπρινόπουλος από την Καλαμάτα μιλάει για την ελκυστικότητα που απολαμβάνουν στην αγορά τα ελαιοχώραφα: «Τα τελευταία δύο χρόνια, υπάρχει μία αυξητική τάση στην αναζήτηση ελαιώνων. Η αναζήτηση έχει διάφορους στόχους. Ξεκινά από 15 και φτάνει τα 300 στρέμματα, όπως μας ζήτησε μία εταιρεία γαλλικών συμφερόντων με έδρα το Παρίσι».

Σχετικά με τις τιμές αγοράς γης, ο ίδιος προσθέτει: «Στη Μεσσηνία, έχουμε ακούσει να δίνουν κτήματα με τιμή 80 ευρώ το δέντρο, που μπορεί όμως να φτάνει και τα 180 ευρώ ανά ελιά. Σε ό,τι αφορά την παραγωγική γη, οι τιμές των κτημάτων που είναι κοντά στην Καλαμάτα διαμορφώνονται από 30.000 έως 60.000 ευρώ το στρέμμα».

Από την πλευρά του, ο μεσίτης Αναστάσιος Ηλιάδης, που διαθέτει επιχείρηση real estate στην Αργολίδα, επισημαίνει: «Πρόκειται για επενδυτές που ζητούν πάνω από 250 στρέμματα και πάνω από 2.000 ρίζες ελιάς. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η τιμή ανά στρέμμα, κατά μέσο όρο, φθάνει τα 2.000 ευρώ», μας λέει. Η απόκτηση αγροτικής γης γίνεται για πολλές και διαφορετικές χρήσεις, όπως για παράδειγμα, για τουριστική. Όπως δήλωσε στην «ΥΧ» ο μεσίτης Δημήτρης Μπαταλογιάννης, που δραστηριοποιείται στην ΠΕ Καβάλας και διακρίνει αγοραστικό ενδιαφέρον στις δυτικές ακτές, «από την Καβάλα μέχρι την παραλία Οφρυνίου, η γη έχει μεγάλη αξία.

Με τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, στα 10 στρέμματα με συντελεστή δόμησης 0,20 μπορεί να ανεγερθεί μια ξενοδοχειακή μονάδα 2.000 τ.μ. Με αυτά τα δεδομένα, ήδη υλοποιείται σε αγροτεμάχιο μια μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα στην παραλία Ελαιοχωρίου, δίπλα στη θάλασσα, από Βούλγαρο επενδυτή. Το μεσιτικό γραφείο Κωσταρέλλη, που δραστηριοποιείται στην περιοχή της Φλώρινας, τονίζει ότι υπάρχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον από πλευράς παραγωγών να διαθέσουν έναντι της κατάλληλης αμοιβής τις αγροτικές εκτάσεις τους.

Κάθε μέρα έρχονται μεσίτες σε συναδέλφους και τους προτείνουν να νοικιάσουν τα χωράφια τους για 200 ευρώ/στρέμμα, για κάθε χρόνο ενοικίασης. Τους βάζουν να υπογράψουν, δεσμεύουν τη γη τους. Μάλιστα, κάποιοι δεν παίρνουν στην αρχή όλο το ποσό, αλλά αρκούνται σε μια προκαταβολή, ένα μικρό μέρος του

Η «ταρίφα» γης για φωτοβολταϊκό πάρκο

Όπως μας πληροφόρησαν από το μεσιτικό γραφείο της Ευαγγελίας Παρασκευά, που εδρεύει στην Κοζάνη, «από πλευράς επένδυσης, το αγροτεμάχιο πρέπει να είναι πάνω από επτά στρέμματα, ενώ την προσοχή «μαγνητίζουν» κυρίως τα ακίνητα των 12 στρεμμάτων. «Οι περιοχές με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι σήμερα η Κοζάνη και η Φλώρινα, γιατί εκεί δεν παρατηρείται ακόμη κορεσμός των υποσταθμών και των δικτύων».

Πέραν των ανωτέρω περιπτώσεων που έχουν καταστήσει τη γη πανάκριβη, η τάση που παρατηρείται όλο και περισσότερο σε όλη τη χώρα είναι το λεγόμενο «γαιομάζωμα», όπως το χαρακτήρισαν αγρότες που συνομίλησαν με την «ΥΧ» για κατασκευή φωτοβολταϊκού πάρκου. Η συνήθης πρακτική είναι να εμφανίζεται στον αγρότη, κάτοχο γης, ένας μεσίτης για λογαριασμό κάποιας εταιρείας ή ιδιώτη και να προτείνει στον παραγωγό την ενοικίαση χωραφιών του για ένα αντίτιμο, που συνήθως κινείται στα 150 με 200 ευρώ/στρέμμα.

Σε πολλές περιπτώσεις, τέτοια γεωτεμάχια αφορούν ξηρικά χωράφια, χαμηλής παραγωγικότητας ή ορεινή και ημιορεινή γη, που χρησιμοποιείται από κτηνοτρόφους. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία παραγωγού από την Κοζάνη, τα στοιχεία του οποίου βρίσκονται στη διάθεση της «ΥΧ»: «Κάθε μέρα έρχονται μεσίτες σε συναδέλφους και τους προτείνουν να νοικιάσουν τα χωράφια τους για 200 ευρώ/στρέμμα, για κάθε χρόνο ενοικίασης. Τους βάζουν να υπογράψουν, δεσμεύουν τη γη τους. Μάλιστα, κάποιοι δεν παίρνουν στην αρχή όλο το ποσό, αλλά αρκούνται σε μια προκαταβολή, ένα μικρό μέρος του».

Σύμφωνα με τον πρόεδρο του συνεταιρισμού Ορχομενού Βοιωτίας, Βασίλη Τσαγαλά, «οι τιμές για αγορά γης, με σκοπό την εγκατάσταση πάρκου με φωτοβολταϊκά, μπορεί να φτάσουν τα 2.000-2.500 ευρώ το στρέμμα». Στην ίδια πρακτική, εντάσσεται και η πρόσφατη μεγάλη συμφωνία μεταξύ φινλανδικής και αραβικής εταιρείας για επένδυση φωτοβολταϊκών ισχύος 650 MW στην ευρύτερη περιοχή της Βοιωτίας. Στο κοινοπρακτικό αυτό σχήμα, συμμετέχουν και ελληνικές εταιρείες.

Για το συγκεκριμένο θέμα τοποθετήθηκε στην «ΥΧ» ο δενδροκαλλιεργητής και πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Αγροτικών Φωτοβολταϊκών, Κώστας Σπανούλης: «Υπάρχουν πέντε με δέκα μεγάλες επιχειρήσεις, στην πλειονότητά τους ενεργειακές, ελληνικές, αλλά και ξένες, που εδώ και μία πενταετία έχουν ξεχυθεί δελεάζοντας αγρότες και δεσμεύοντας γη. Τώρα έφτασε η ώρα της κατασκευής των έργων, γι’ αυτό και βιώνουμε την κορύφωση του φαινομένου. Τα αντίτιμα είναι αυτά ακριβώς που αναφέρετε, 150-200 ευρώ/στρέμμα ετησίως. Κατά τη γνώμη μου, οι παραγωγοί θα τα πάρουν αυτά τα χρήματα, επειδή απλούστατα οι ‘‘μεγάλοι παίκτες’’ θα κερδίσουν πολλαπλάσια, έχοντας μάλιστα δεσμεύσει με τρόπο καταχρηστικό τα δίκτυα ηλεκτροδότησης στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας».

Ερωτώμενος για το πώς λειτουργούν οι εν λόγω επιχειρήσεις κατά τις συναλλαγές τους με τους παραγωγούς, ο Λαρισαίος αγρότης μας είπε ότι «οι παραγωγοί σε αρκετές περιπτώσεις εν αγνοία τους παραχώρησαν την κυριότητα της γης τους στις εταιρείες αυτές χωρίς καν να ερωτηθούν. Οι εταιρείες συγκέντρωσαν δεκάδες αγροτεμάχια και κατέθεσαν μια μελέτη για το σύνολο των εκτάσεων, ώστε να πάρουν την έγκριση περιβαλλοντικών όρων. Με αυτόν τον τρόπο, ο παραγωγός μένει με τα χέρια δεμένα για πολλά χρόνια χωρίς να μπορεί ο ίδιος να πουλήσει κάπου αλλού ή να αξιοποιήσει το χωράφι του».

Την άποψή του κατέθεσε στην «ΥΧ» και ο υπεύθυνος σχεδιασμού και πωλήσεων έργων ΑΠΕ, μελετητικού γραφείου στη Λάρισα, Ορέστης Νούλας: «Τον τελευταίο χρόνο, πληροφορούμαστε από μεσίτες και το παρατηρούμε και οι ίδιοι ότι η δυσκολία εύρεσης γης για εγκατάσταση φωτοβολταϊκών έχει αυξηθεί κατακόρυφα. Στην περιοχή μας, η τιμή της γης παρουσιάζει αύξηση 200% σε σχέση με πριν από τρία ή τέσσερα χρόνια. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι τα λεγόμενα “fast-track έργα” τυγχάνουν προνομιακής μεταχείρισης, έχοντας καταλάβει μεγάλες εκτάσεις γης. Επιπλέον, το δίκτυο στην περιοχή μας, όπως και σε πολλές άλλες, έχει πλέον κορεστεί και δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν νέα έργα».

Ανησυχία και καταγγελίες για άναρχη επέκταση των ΑΠΕ

Παρά το γεγονός ότι ουδείς αντιτίθεται στη λεγόμενη «Πράσινη Ανάπτυξη», που βρίσκει και τους ίδιους τους αγρότες υπέρμαχους, δεν είναι λίγες οι φωνές που καταγγέλλουν αυθαιρεσίες και λογικές απληστίας, από πλευράς ορισμένων επιχειρηματικών συμφερόντων. Το 2020 υπήρξε η χρονιά κατά την οποία πραγματοποιήθηκε ρεκόρ εγκατεστημένης ισχύος στα φωτοβολταϊκά, σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Εταιρειών Φωτοβολταϊκών.

Αυτό, βεβαίως, δεν αποτελεί από μόνο του αρνητική εξέλιξη, ωστόσο αρκετοί αγρότες καταγγέλλουν ότι την τελευταία διετία είναι αδύνατον να κατασκευάσουν οι ίδιοι μικρά φωτοβολταϊκά, ακόμα και για ιδιοκατανάλωση μέσω του net metering. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της «ΥΧ», στην ΠΕ Λάρισας μόλις 70 παραγωγοί έχουν καταφέρει να κατασκευάσουν τέτοιο έργο, ενώ πλέον το δίκτυο ηλεκτροδότησης έχει κορεστεί και κανένα αγροτικό πάρκο δεν μπορεί να προχωρήσει λόγω της συγκεκριμένης αδυναμίας.

Το φαινόμενο αυτό συναντάται σε πολλές άλλες περιοχές της χώρας. Όπως δήλωσε στην «ΥΧ» ο παραγωγός από τη Φθιώτιδα, Δημήτρης Δημογιάννης, «η περίπτωσή μου είναι μία από τις δεκάδες, όπου αίτημα για μικρό έργο φωτοβολταϊκού απορρίφθηκε λόγω έλλειψης δικτύου. Επενδύσεις και ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα χωρίς μαξιλάρι ρευστότητας δεν γίνεται. Εάν το κράτος θέλει να συνεχίσουμε να καλλιεργούμε, θα πρέπει να στηρίξει έμπρακτα τη δυνατότητα ενός παραγωγού να ιδιοκαταναλώνει ή και να πωλεί ενέργεια. Δεν γίνεται τα μόνα έργα που κατασκευάζονται να αφορούν ενεργειακές κοινότητες και fast-track μεγαθήρια».

H Αιτωλοακαρνανία αποτελεί περιοχή με έντονη δραστηριότητα των επιχειρήσεων που ασχολούνται με τον ενεργειακό τομέα και τις ΑΠΕ. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της «ΥΧ», στον Νομό Αιτωλοακαρνανίας, έχουν ήδη σχεδιαστεί και δρομολογηθεί προς κατασκευή μια σειρά από αιολικά και φωτοβολταϊκά έργα, με τη συμμετοχή και διεθνών εταιρειών.

Βάσει των αιτήσεων που έχουν κατατεθεί, συμπεριλαμβάνεται αυτή της ισπανικής Gamesa για την κατασκευή αιολικού πάρκου, ισχύος 54MW, και της γαλλικής Voltalia με προβλεπόμενη ισχύ 425,7MW. Αιτήσεις υπάρχουν και από την εγχώρια αγορά ΑΠΕ, όπως είναι της ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, η οποία σχεδιάζει την κατασκευή σημαντικών φωτοβολταϊκών, ισχύος άνω των 100MW σε τεχνητές λίμνες του Αχελώου.

Σύμφωνα με την αντιπεριφερειάρχη Ενέργειας, Υποδομών και Περιβάλλοντος στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, Καλλιόπη Κυριακίδου, έχουν κατατεθεί περίπου 2.000 αιτήσεις για απαλλαγή έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για μικρούς φωτοβολταϊκούς σταθμούς έως 1 Mεγαβάτ, ενώ πολύ έντονο είναι και το ενδιαφέρον για μεγάλες επενδύσεις, οι οποίες όμως δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί και δεν έχουν αρχίσει να κατασκευάζονται.

Επιπτώσεις σε βοσκοτόπια, καλλιέργειες και αγροτική ανάπτυξη

Το νέο φαινόμενο της ραγδαίας επέκτασης των ΑΠΕ φαίνεται να έχει πολλαπλές επιπτώσεις στην αγροτική ανάπτυξη. Όπως αναφέρει στην «ΥΧ» ο αντιπεριφερειάρχης πρωτογενούς τομέα, Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης, Γιώργος Ζιμπίδης: «Υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις, που ιδιωτικά συμφέροντα έχουν βάλει στο μάτι γεωργική γη και βοσκοτόπια χιλιάδων στρεμμάτων για να κατασκευαστούν έργα ΑΠΕ. Μέρος της γης αυτής κατέχει και το ίδιο το ΥΠΑΑΤ και θα πρέπει να υπάρξει μέριμνα, ώστε να προστατευτούν οι κτηνοτρόφοι. Πρόκειται για κοινόχρηστες εκτάσεις», εξηγεί.

Στη συνέχεια, αναλύει τις ενδεχόμενες επιπτώσεις που μπορεί να επιφέρουν στους κτηνοτρόφους οι αγορές γης που επί χρόνια αξιοποιούν οι κτηνοτρόφοι: «Στις δικές μας περιοχές, λόγω της περιορισμένης διαθέσιμης γης προς βόσκηση και άλλων στρεβλώσεων που σχετίζονται με τα δικαιώματα, υπάρχουν κτηνοτρόφοι που λαμβάνουν τη μισή ενίσχυση σε σχέση με άλλες περιοχές της χώρας. Εάν η κατάσταση επιδεινωθεί, τα χωριά στους ορεινούς και ημιορεινούς όγκους θα ερημοποιηθούν, λόγω του μαρασμού της κτηνοτροφίας».

Ο ίδιος απέστειλε στις αρχές του μήνα επιστολή, με αποδέκτη τον υπουργό ΑΑΤ, Σπ. Λιβανό, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου. Όπως εξηγεί στο εν λόγω έγγραφο, «εταιρείες έχουν χαρτογραφήσει 7.500 στρέμματα στην ΠΕ Δράμας όπου βοσκότοποι και καλλιεργήσιμες εκτάσεις απειλούνται με εγκατάσταση πάρκων 10, 16, ή 18 Μεγαβάτ». Ο κ. Ζιμπίδης επεσήμανε, επίσης, ότι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την ανεξέλεγκτη επέκταση των ΑΠΕ θα φέρουν τους παραγωγούς σε μειονεκτική θέση, στην προσπάθειά τους να συνεχίσουν να παράγουν με την επερχόμενη «πράσινη» φιλοσοφία της νέας ΚΑΠ.

Παρόμοιες ανησυχίες διατύπωσε στην «ΥΧ» ο πατατοπαραγωγός και πρόεδρος της Κοινότητας Καρυοφύτου, Διαμαντής Σερεφιάς, τονίζοντας ότι υπάρχει υπερβολική επέκταση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, καθώς «450 στρέμματα πατάτας χάνουν τη γη κάτω από τα πόδια τους, εξαιτίας της δρομολογούμενης δημιουργίας μονάδων ανεμογεννητριών στον οικισμό Λειβαδίτη.

Έχουν γίνει ενστάσεις από παραγωγικούς φορείς, συλλόγους, αγρότες, συνεταιρισμούς δασεργατών, τον Δήμο Ξάνθης. Θ’ αλλάξει το μικροκλίμα της περιοχής. Πλήττονται η γεωργία, η κτηνοτροφία, η υλοτομία, θα λιγοστέψουν τα δάση, θα είναι λιγότερες οι βροχές. Η πρώτη ανεμογεννήτρια απέχει μόλις 800 μέτρα από τον οικισμό».

Ακόμη μία περίπτωση προβληματικής επέκτασης έργου ΑΠΕ μετέφερε στην «ΥΧ» ο Αλέξης Καρδαμπίκης, δήμαρχος του Δήμου Αγράφων. Σύμφωνα με τον ίδιο, μεγάλες είναι οι πιέσεις που ασκούν διάφορες εταιρείες εγκατάστασης φωτοβολταϊκών, ώστε να περιέλθουν στην κατοχή τους δημόσιες χορτολιβαδικές εκτάσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο βοσκότοπος της περιοχής Βελαώρας των Αγράφων, όπου και σχεδιάζεται η εγκατάσταση μεγάλης μονάδας με φωτοβολταϊκά.

Για την επένδυση αντιδρούν οι κτηνοτρόφοι της περιοχής, αλλά και ο Δήμος Αγράφων. Σύμφωνα με τον ίδιο «οι προσφυγές του δήμου και των κατοίκων της περιοχής έφτασαν στα δικαστήρια, ώστε να μην καταπατηθούν οι εκτάσεις αυτές από διάφορες εταιρείες φωτοβολταϊκών».

Την άποψή του για την «εκτός λογικής», όπως τη χαρακτήρισε, κατάσταση που επικρατεί στην αγορά γης κατέθεσε στην «ΥΧ» ο παραγωγός από το Κιλκίς Κώστας Πολυχρονίδης: «Θα πρέπει να δούμε όλο αυτό το ράλι τιμών τι επιπτώσεις μπορεί να έχει για τον πραγματικό αγρότη, αυτόν που επιθυμεί να παράγει και να πάει μπροστά. Όχι για τον ιδιώτη, τον ετεροεπαγγελματία που απλώς κατέχει γη και θέλει να επωφεληθεί από την κατάσταση. Θα έρθει η στιγμή που ο παραγωγικός κόσμος θα δει αυτές τις επιπτώσεις στις ενισχύσεις του, καθώς θα αδυνατεί να δηλώσει γη. Τα νέα παιδιά που θα θέλουν να βρουν χωράφια για να ξεκινήσουν, θα αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στο τίμημα μιας τόσο υπερτιμημένης γης».

Οι δύο όψεις των ενεργειακών κοινοτήτων

Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με έρευνα των Greenpeace, Electra Energy Cooperative και ερευνητικής ομάδας του ΕΜΠ, το 2020 ήταν χρονιά-ορόσημο για τις ενεργειακές κοινότητες, καθώς ήδη καταγράφονταν πάνω από 400, με ορισμένες εξ αυτών να δημιουργούνται από αγροτικούς συνεταιρισμούς.

Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα των ΕΒΟΛ και ΘΕΣγη, που μέσω τέτοιων σχημάτων επιχειρούν να ενισχύσουν τα μέλη τους με ένα πρόσθετο εισόδημα που θα τους επιτρέψει να παραμείνουν στη γη με βιώσιμους όρους.

Υπάρχουν, βέβαια, και περιπτώσεις που, στο όνομα του αγρότη και της συνεταιριστικής λειτουργίας, υποκρύπτονται επενδυτές και ετεροεπαγγελματίες, οι οποίοι δεν έχουν απολύτως καμία σχέση με τον πρωτογενή τομέα ή ακόμη και με τον τόπο που εγκαθίσταται η ενεργειακή κοινότητα.

Τέτοια φαινόμενα στρεβλώνουν την επέκταση των ΑΠΕ και υπονομεύουν το αγροτικό εισόδημα. Κατά τον πρόεδρο του Πανελλήνιου Συνδέσμου Αγροτικών Φωτοβολταϊκών, Κώστα Σπανούλη, το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο και η ανοχή ορισμένων πολιτικών επέτρεψαν σε επιχειρηματικά συμφέροντα αμφιβόλου προελεύσεως να «αρπάξουν» τα δίκτυα εις βάρος των αγροτών: «Έχουμε δει να δημιουργούνται ενεργειακές κοινότητες δήθεν για το συμφέρον των πολιτών ή και των αγροτών. Στην πράξη, αν κάποιος ερευνήσει περισσότερο τέτοιες περιπτώσεις, μπορεί να βρει το ίδιο πρόσωπο να βρίσκεται πίσω από δεκάδες έργα, σε συντριπτικό ποσοστό, και ένα ελάχιστο ποσοστό να συμπληρώνεται από τα υπόλοιπα μέλη».

 

Τελικά, κατά πόσο κερδίζει ο αγρότης;

Τα ανωτέρω παραδείγματα, οι απόψεις και οι μαρτυρίες πρωτίστως των ανθρώπων που δραστηριοποιούνται στην πρωτογενή παραγωγή περιγράφουν την αγωνία για το υπό διαμόρφωση τοπίο και το μεσομακροπρόθεσμο αποτύπωμα που θα έχει στην ελληνική γεωργοκτηνοτροφία.

Παραγωγός, που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του και παρακολουθεί με ενδιαφέρον τις εξελίξεις, μας απάντησε με τρόπο γλαφυρό στο φλέγον ερώτημα που προσπάθησε να απαντήσει η «ΥΧ» κατά πόσο τελικά κερδίζει ο αγρότης από την υφιστάμενη κατάσταση στην αγροτική γη: «Ο Έλληνας αγρότης, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, είναι ηλικίας άνω των 50 ετών. Σε πολλές περιπτώσεις, είναι ένας παραγωγός απογοητευμένος, που παλεύει σε αντίξοες συνθήκες και δεν βλέπει πραγματική διάθεση στήριξής του από την πολιτεία. Επομένως, σκέφτεται, “ως εδώ ήταν, θα δώσω τη γη μου να ησυχάσω”, με την ελπίδα να καταφέρει να συντηρηθεί και να επιβιώσει μέχρι να συνταξιοδοτηθεί. Εάν όλοι αυτοί οι άνθρωποι αφήσουν τη γη που καλλιεργούν, ποιος θα βρίσκεται στο χωράφι την επαύριον; Για ποιον πρωτογενή τομέα θα μιλάμε;».

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Υπαιθρος Χώρα»
που κυκλοφόρησε την Παρασκευή 28 Μαΐου 2021