Τα «πρέπει» και «δεν πρέπει» του ανταγωνισμού στον αγροτικό κλάδο
Δεν έχουν συμπληρωθεί δύο μήνες από την ανακοίνωση της Επιτροπής Ανταγωνισμού με την οποία, με αφορμή τα φαινόμενα αισχροκέρδειας την «επόμενη μέρα» των καταστροφικών πλημμυρών, καλούσε ουσιαστικά τους παραγωγούς να καταγγείλουν αθέμιτες πρακτικές, καθώς και άλλες καταχρηστικές συμπεριφορές που έπεφταν στην αντίληψή τους ή των οποίων γίνονταν οι ίδιοι αποδέκτες.
Ο «Οδηγός Ανταγωνισμού για τον Αγροτικό Κλάδο», που δημοσιεύθηκε πριν από λίγες μέρες, έρχεται τώρα να ενημερώσει τους επαγγελματίες του χώρου για όλα τα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους προκειμένου να προστατευθούν από τέτοιες πρακτικές, αλλά και να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική τους θέση έναντι των αγοραστών. Παράλληλα, πιστοποιεί το αυξημένο ενδιαφέρον της Ανεξάρτητης Αρχής για την αγροδιατροφική αλυσίδα, μια παρακαταθήκη που αφήνει πίσω του ο απερχόμενος πρόεδρος, Ιωάννης Λιανός, ο οποίος από το νέο έτος δίνει, όπως όλα δείχνουν, τη σκυτάλη στην πρώην πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Αϊρίν-Έβελυν-Μικέλα-Μαίρη Σαρπ.
Όπως αναφέρεται στο εισαγωγικό σημείωμα του Οδηγού, ο υγιής ανταγωνισμός πρέπει να διασφαλίζει ότι οι αγρότες «έχουν την ελευθερία να επιλέξουν μεταξύ των διαφορετικών προμηθευτών και λιανοπωλητών για να αγοράσουν και να πουλήσουν το προϊόν τους και τα προϊόντα που χρειάζονται».
Απαγορευμένες συμπράξεις
Σε αυτό το πλαίσιο, το πρώτο σκέλος του Οδηγού είναι αφιερωμένο στις απαγορευμένες, βάσει του άρθρου 1 του ν. 3959/2011, συμπράξεις μεταξύ επιχειρήσεων που, μεταξύ άλλων, αφορούν καθορισμό τιμών σε προϊόντα και υπηρεσίες, συμφωνίες για μείωση παραγωγής ή διάθεσης των προϊόντων, καταμερισμό της αγοράς και διακριτική μεταχείριση ή εφαρμογή άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων, που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία της Επ. Αν. και ελέγχονται από αυτή, είναι τα εξής:
α) Ομάδα αγροτικών επιχειρήσεων συμφωνούν μεταξύ τους τις τιμές πώλησης των προϊόντων τους.
β) Ομάδα αγοραστών αγροτικών προϊόντων (μεταποιητές ή/και έμποροι) συμφωνούν μεταξύ τους τη μέγιστη τιμή που είναι διατεθειμένοι να αγοράσουν τα αγροτικά προϊόντα από τους παραγωγούς.
γ) Ομάδα αγροτικών επιχειρήσεων συμφωνούν πώς θα κατανείμουν τους πελάτες τους.
δ) Τρεις μεγάλες μεταποιητικές πτηνοτροφικές μονάδες συνεργάζονται με μια συμβουλευτική εταιρεία για την οργάνωση ενός συστήματος προμηθειών. Μέσω αυτού του συστήματος, ανταλλάσσονται επιχειρηματικές πληροφορίες όπως, για παράδειγμα, οι αμοιβές και οι παροχές προς το προσωπικό της κάθε πτηνοτροφικής μονάδας. Μια τέτοια ανταλλαγή πληροφοριών, όπως σημειώνεται, μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική, καθώς δύναται να μειώνει συντονισμένα το κόστος μισθοδοσίας και των τριών εταιρειών.
ε) Ισχυρή εταιρεία στον αγροδιατροφικό τομέα παρεμβαίνει στις τιμές μεταπωλητών λιανικής, στον καθορισμό των τιμών ραφιού των προϊόντων της και στην εφαρμογή πρακτικών διατήρησης των τιμών μεταπώλησης (RPM).
Ανακοίνωση μελλοντικών προθέσεων τιμολόγησης μεταξύ ανταγωνιστών
Στο άρθρο 1Α του ν. 3959/2011 εμπίπτουν επίσης η πρόσκληση σε απαγορευμένη σύμπραξη και η ανακοίνωση μελλοντικών προθέσεων τιμολόγησης προϊόντων και υπηρεσιών μεταξύ ανταγωνιστών. Ειδικότερα, απαγορεύεται σε επιχείρηση να προσκαλεί τους ανταγωνιστές της να συμφωνήσουν τιμές, να περιορίσουν την ποσότητα ή να ανακοινώνει σε ανταγωνιστές της τις προθέσεις της για το πώς θα τιμολογήσει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της (εφόσον η γνωστοποίηση αυτή περιορίζει τον ανταγωνισμό στην ελληνική επικράτεια και δεν αποτελεί συνήθη εμπορική πρακτική). Σημειωτέον ότι από την απαγόρευση αυτή εξαιρούνται οι επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών κάτω των 50 εκατ. ευρώ και με λιγότερους από 250 εργαζόμενους.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας περίπτωσης που παρατίθεται στον Οδηγό: «Στο πλαίσιο ενημέρωσης των επενδυτών, ο διευθύνων σύμβουλος της επιχείρησης Α, η οποία αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους μεταποιητές στη βιομηχανία τροφίμων, αναφέρει τα εξής: “Ο κλάδος διατρέχει τον κίνδυνο της ύπαρξης υπερβολικής προσφοράς έναντι πολύ μικρής ζήτησης. Πρέπει όλοι να περιορίσουμε τη δυναμικότητα των παραγωγικών μονάδων μας”. Όταν, μέσω της δημόσιας αναγγελίας μιας εταιρείας, γνωστοποιείται στους ανταγωνιστές μια υποδεικνυόμενη συμπεριφορά, ο κίνδυνος συντονισμένης συμπεριφοράς και αντιανταγωνιστικής ζημίας είναι υψηλός, ως αποτέλεσμα αυτής της μονομερούς γνωστοποίησης, ιδιαίτερα στην περίπτωση ενός ολιγοπωλίου με υψηλή συγκέντρωση αγοράς και συνεπώς η συγκεκριμένη γνωστοποίηση δύναται να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1Α ν. 3959/2011».
Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης
Στο μικροσκόπιο της Επ. Αν., βάσει του άρθρου 2 του ν. 3959/2011, μπαίνει και η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, δηλαδή όταν μια επιχείρηση με σχετικά μεγάλο μερίδιο σε μια συγκεκριμένη αγορά (συνήθως άνω του 40-50%, αν και στον αγροτικό τομέα ενδέχεται να είναι και μικρότερο) προβαίνει σε πρακτικές με στόχο την εκδίωξη των ανταγωνιστών της ή/και την εκμετάλλευση των προμηθευτών και των πελατών της. Κάποιες φορές, η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης μπορεί να προκύψει από πολλές επιχειρήσεις μαζί, οι οποίες υιοθετούν κοινή γραμμή δράσης στην αγορά.
Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης στην αγορά:
✱ Η επιβολή, από έναν ή περισσότερους ισχυρούς αγοραστές αγροτικών προϊόντων, αποκλειστικών όρων προμήθειας, οι οποίοι εμποδίζουν τους παραγωγούς να πουλήσουν τα προϊόντα τους σε άλλους αγοραστές, με αποτέλεσμα οι αποκλειόμενοι αγοραστές να χάνουν την πρόσβασή τους σε ανταγωνιστικές προμήθειες.
✱ Η εφαρμογή επιθετικής τιμολόγησης από ισχυρό προμηθευτή αγροτικών εισροών (π.χ. λιπάσματα, σπόροι) στους παραγωγούς αγροτικών προϊόντων, ορίζοντας τιμή κάτω του κόστους, με σκοπό την εξάλειψη, την πειθαρχία ή την αποτροπή εισόδου ή επέκτασης ενός ανταγωνιστή, με την προσδοκία ότι μετά την φυγή του ανταγωνιστή θα είναι σε θέση να αποζημιωθεί μέσα από τη χρέωση υψηλότερων τιμών στους παραγωγούς.
✱ Ένας ή περισσότεροι ισχυροί αγοραστές αγροτικών προϊόντων επιβάλλουν συγκεκριμένους όρους προμήθειας στους παραγωγούς, οι οποίοι περιλαμβάνουν και ποινές/κυρώσεις όταν δεν εκπληρώνονται.
✱ Προμηθευτής βασικών αγροτικών εισροών απαιτεί για την αγορά ενός βασικού και διαδεδομένου προϊόντος του (π.χ. σπόρων) την ταυτόχρονη αγορά και άλλου προϊόντος του (π.χ. λιπάσματος ή ζιζανιοκτόνου). Αυτή η πρακτική δεσμοποιημένων πωλήσεων ελέγχεται ως καταχρηστική.
✱ Ισχυρός παραγωγός αγροτικού προϊόντος, το οποίο αποτελεί βασική εισροή σε μεταποιητική βιομηχανία, επιβάλλει υπερβολικούς περιορισμούς στις συμβάσεις εφοδιασμού της βιομηχανίας, με αποτέλεσμα να προκαλεί αδυναμία εξόδου από τις εν λόγω συμβατικές σχέσεις.
Οι εξαιρέσεις για Οργανώσεις Παραγωγών και Διεπαγγελματικές
H Eπιτροπή υπενθυμίζει στον Οδηγό τις εξαιρέσεις από τους κανόνες ανταγωνισμού που προβλέπονται για τους αγρότες, προκειμένου να επιτευχθούν, μεταξύ άλλων, οι στόχοι της ΚΑΠ, η προστασία του περιβάλλοντος και η στήριξη αγροτικών περιοχών και πληθυσμών.
Με τη χρήση των εξαιρέσεων αυτών, οι αγρότες μπορούν να συνεργάζονται για να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους ή και να βελτιώσουν την ποιότητα των προϊόντων τους, καθώς επίσης και να «συνάψουν συμφωνίες με μεταποιητές και εμπόρους σε όλη την εφοδιαστική αλυσίδα (“από το αγρόκτημα στο πιάτο”). Τέτοιες συνεργασίες, που εξαιρούνται από τις απαγορεύσεις των κανόνων ανταγωνισμού, είναι οι Οργανώσεις Παραγωγών, οι Ενώσεις Οργανώσεων Παραγωγών, αλλά και ευρύτερες συνεργασίες εντός των αλυσίδων αξίας με τη μορφή Διεπαγγελματικών Οργανώσεων, οι οποίες προσφέρουν αυξημένες δυνατότητες στους συμμετέχοντες μέσω εξαιρέσεων από τις απαγορεύσεις των κανόνων του ανταγωνισμού.
Ειδικότερα, οι αναγνωρισμένες Οργανώσεις Παραγωγών επωφελούνται με:
✱ Εξαιρέσεις από τους κανόνες ανταγωνισμού της ΕΕ για ορισμένες δραστηριότητες, όπως οι συλλογικές διαπραγματεύσεις για λογαριασμό των μελών τους, ο σχεδιασμός της παραγωγής ή ορισμένα μέτρα διαχείρισης προσφοράς.
✱ Πρόσβαση στη χρηματοδότηση της ΕΕ στο πλαίσιο «επιχειρησιακών προγραμμάτων» στον τομέα των οπωροκηπευτικών, όπως εκείνα για τη στήριξη συλλογικών επενδύσεων στον τομέα της εφοδιαστικής αλυσίδας προς όφελος των μελών τους.
Επιπλέον, οι αναγνωρισμένες οργανώσεις μπορούν, κατά παρέκκλιση των κανόνων ανταγωνισμού, να προγραμματίζουν την παραγωγή, να βελτιστοποιούν το κόστος της, να διαθέτουν στην αγορά και να διαπραγματεύονται συμβάσεις για την προμήθεια γεωργικών προϊόντων για λογαριασμό των μελών της, για το σύνολο ή μέρος της συνολικής παραγωγής τους.
Εξάλλου, σε ό,τι αφορά στις Διεπαγγελματικές Οργανώσεις, οι συμφωνίες, οι αποφάσεις και οι πρακτικές τους δύναται να εξαιρεθούν από τους κανόνες ανταγωνισμού, αφού πρώτα κοινοποιηθούν και λάβουν έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
ΟΔΗΓΙΑ 2019/633
Η «μαύρη» και η «γκρι» λίστα με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές
Ένα μεγάλο κομμάτι του «Οδηγού» είναι αφιερωμένο στην Οδηγία 2019/633 για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στην αλυσίδα εφοδιασμού γεωργικών προϊόντων και τροφίμων, η οποία, όπως είναι γνωστό, ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με τον ν. 4792/2021. Την κύρια ευθύνη, βέβαια, για την εφαρμογή της έχει η Επιτροπή Καταπολέμησης Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών, που έχει συσταθεί στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει αρμοδιότητα μόνο όταν έχει ήδη επιβληθεί στον αγοραστή, εντός του τελευταίου 18μήνου, πρόστιμο ίσο ή μεγαλύτερο του 1% του συνολικού κύκλου εργασιών του και, κατά τη διάρκεια της τελευταίας χρήσης, ο συνολικός κύκλος εργασιών του αγοραστή ανέρχεται σε τουλάχιστον 50 εκατ. ευρώ και το συνολικό μερίδιο αγοράς των πέντε μεγαλύτερων αγοραστών ανά κανάλι διανομής ή εφοδιασμού στη σχετική αγορά γεωργικών προϊόντων και τροφίμων είναι τουλάχιστον 50%.
Ο νόμος εφαρμόζεται σε αθέμιτες εμπορικές πρακτικές σε πωλήσεις γεωργικών προϊόντων και τροφίμων, βάσει των κριτηρίων που παρατίθενται στον Πίνακα 1. Διακρίνει, δε, δύο κατηγορίες εμπορικών πρακτικών: Τη «μαύρη λίστα», που περιέχει πρακτικές που απαγορεύονται υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, και τη «γκρι λίστα», με πρακτικές που απαγορεύονται, εκτός αν υπάρχει προηγούμενη συμφωνία με σαφείς και αδιαμφισβήτητους όρους για την εφαρμογή τους.
Η «μαύρη λίστα» περιλαμβάνει:
1) Πληρωμές μετά από 30 ημέρες για ευπαθή γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα.
2) Πληρωμές μετά από 60 ημέρες για άλλα αγροδιατροφικά προϊόντα.
3) Ακυρώσεις βραχυπρόθεσμης ειδοποίησης ευπαθών αγροδιατροφικών προϊόντων.
4) Μονομερείς αλλαγές συμβολαίου από τον αγοραστή.
5) Πληρωμές που δεν σχετίζονται με συγκεκριμένη συναλλαγή.
6) Κίνδυνο απώλειας και φθοράς που μεταφέρεται στον προμηθευτή.
7) Άρνηση γραπτής επιβεβαίωσης συμφωνίας προμήθειας από τον αγοραστή, παρά το αίτημα του προμηθευτή.
8) Κατάχρηση εμπορικών μυστικών από τον αγοραστή.
9) Εμπορικά αντίποινα από τον αγοραστή.
10) Μεταφορά του κόστους εξέτασης παραπόνων πελατών στον προμηθευτή.
Αντίστοιχα, ο κατάλογος με τις «γκρι» αθέμιτες πρακτικές περιλαμβάνει:
1) Επιστροφή απούλητων προϊόντων.
2) Πληρωμή του προμηθευτή για αποθήκευση, έκθεση και εισαγωγή.
3) Πληρωμή του προμηθευτή για προώθηση.
4) Πληρωμή του προμηθευτή για μάρκετινγκ.
5) Πληρωμή του προμηθευτή για διαφήμιση.
6) Πληρωμή του προμηθευτή για τον προσωπικό του αγοραστή και τον εξοπλισμό των χώρων.