Ψάχνει νέα σημεία στήριξης το βαμβάκι

Στη σκιά των πολέμων και της κλιματικής αλλαγής και με μειωμένη κατά 1/3 τη φετινή εγχώρια παραγωγή βάμβακος, η πρόσφατη άνοδος του χρηματιστηρίου, μετά από δυόμισι δύσκολους μήνες, δεν αρκεί για να προκαλέσει αισιοδοξία ούτε στους παραγωγούς ούτε στους εκκοκκιστές.

Το στοκ σε ολόκληρη την αλυσίδα, από το εκκοκκισμένο βαμβάκι μέχρι το μεταποιημένο επώνυμο ρούχο, σε συνδυασμό με την οικονομική αστάθεια, προβληματίζουν ιδιαίτερα τους εκκοκκιστές, ενώ οι υφαντουργοί θεωρούν σημαντικό να μην προκύψουν νέες αυξήσεις στην ενέργεια. Δεν είναι λίγοι, πάντως, αυτοί που εκτιμούν ότι η αγορά έχει «πιάσει» τα χαμηλά της και με… λίγη βοήθεια από το μέτωπο της μακροοικονομίας, τα πράγματα μόνο καλύτερα μπορούν να εξελιχθούν μεσοπρόθεσμα.

«Ό,τι χειρότερο μπορούσαμε να έχουμε δει στην αγορά, το βλέπουμε. Υπό αυτές τις συνθήκες, η τελευταία φαίνεται ότι αρχίζει και βρίσκει τα “πόδια” της. Σίγουρα μας έχει ταλαιπωρήσει και συνεχίζει να μας ταλαιπωρεί, αλλά αργά ή γρήγορα θα πρέπει να ανακάμψει και η κατανάλωση να βελτιωθεί», σχολιάζει στην «ΥΧ» ο αντιπρόεδρος της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Βάμβακος (ΔΟΒ) και επικεφαλής της Πανελλήνιας Ένωσης Εκκοκκιστών και Εξαγωγέων Βάμβακος (ΠΕΕΕΒ), Αντώνης Σιάρκος.

Ως προς τις χρηματιστηριακές κινήσεις της περασμένης εβδομάδας, δηλώνει πως είναι πολύ δύσκολο να γίνουν ασφαλείς προβλέψεις. «Ορισμένες φωνές λένε ότι ενδεχομένως να βαθύνει προς τα κάτω, αλλά οι περισσότερες συνηγορούν στο ότι η αγορά βρήκε ένα σημαντικό σημείο στήριξης, από το οποίο συσσωρεύει δύναμη για να δούμε κάτι καλύτερο στην πορεία».

Απέχουν από τα κλεισίματα οι παραγωγοί

Ο Πρόδρομος Ουσουλτζόγλου, ταμίας της ΔΟΒ και αντιπρόεδρος της ΠΕΕΕΒ, προβληματίζεται για τη ζήτηση και τις τιμές, αλλά δεν παραβλέπει και τη χαμηλή ποιότητα της φετινής παραγωγής, επισημαίνοντας παράλληλα ότι οι αγρότες δεν κλείνουν τιμές. «Οι χρηματιστηριακές τιμές έπεσαν 25% μέσα σε 30 ημέρες. Προφανώς μας ενθαρρύνει η πρόσφατη ανάκαμψη, όμως φέτος τα κοστολόγια ήταν αρκετά μεγάλα και οι σημερινές τιμές είναι οριακές για τους παραγωγούς, με αποτέλεσμα να μην προχωρούν σε κλεισίματα», περιγράφει. Όπως αναφέρει, οι εκκοκκιστικές επιχειρήσεις έχουν φέτος αρκετά λιγότερο προϊόν και όχι καλής ποιότητας. «Δεν αναφέρομαι μόνο στη Θεσσαλία, που επλήγη από τις πλημμύρες, αλλά και την υπόλοιπη Ελλάδα, για διαφορετικούς λόγους η κάθε περιοχή», σημειώνει, συμπληρώνοντας ότι συνολικά η συγκυρία είναι δύσκολη για το βαμβάκι: «Παρακολουθούμε το χρηματιστήριο και, από ένα σημείο και μετά, κοιτάζουμε να εξασφαλίσουμε τα δεδουλεύμενα».

Φρακαρισμένη η αλυσίδα

Στο στοκάρισμα, αλλά και στο υψηλό ενεργειακό κόστος, στέκεται το μέλος του ΔΣ της ΔΟΒ και γενικός γραμματέας της ΠΕΕΕΒ, Δημήτρης Πολύχρονος. Όπως εξηγεί, οι τιμές της ενέργειας μειώθηκαν μεν συγκριτικά με πέρυσι, αλλά παραμένουν 30%-40% πάνω σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία. «Το κόστος μας είναι ουσιαστικά άγνωστο. Δουλεύουμε χωρίς να γνωρίζουμε τι κόστος θα πληρώσουμε για το ρεύμα του Νοεμβρίου και του Δεκεμβρίου», αναφέρει.

Ο ίδιος εμφανίζεται ιδιαίτερα προβληματισμένος για την πορεία της κατανάλωσης. «Η μειωμένη ζήτηση στα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα είναι τόσο έντονη που για δεύτερη φορά στα 24 χρόνια που έχουμε εκκοκκιστήριο δεν έχουμε ζήτηση ούτε για το βαμβάκι, το οποίο συνήθως είχε δικό του δρόμο. Ως πρώτη ύλη, που έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία φέτος χάθηκαν λόγω της κακοκαιρίας, δεν υπήρχαν προπωλήσεις. Συνήθως, στην Ελλάδα, όταν ξεκινάει τον Σεπτέμβριο η σεζόν, έχουν γίνει προπωλήσεις σε ένα ποσοστό 30% με 40% της παραγωγής του προϊόντος και μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου έχει πουληθεί το 70% με 80%. Αυτήν τη στιγμή δεν είμαστε ούτε στα μισά και με μικρότερο premium επί των χρηματιστηριακών τιμών».

Επιπλέον, σημειώνει ότι στην ευρωπαϊκή –και όχι μόνο– αγορά δεν υπάρχει μόνο πολύ αποθηκευμένο βαμβάκι, αλλά και επώνυμο ρούχο. Ο ίδιος βρέθηκε πρόσφατα στην παρουσίαση πολύ μεγάλης εταιρείας, όπου είχε την ευκαιρία να πάρει μια… γεύση από το μεγάλο στοκ ενδυμάτων τόσο της εν λόγω μάρκας όσο και άλλων brands. «Τα νούμερα, στις αρχές του 2023, συγκριτικά με τις αρχές του 2022, ήταν πολύ υψηλά. Αυτό δείχνει ότι η αλυσίδα, δηλαδή κλωστήρια και brands ρούχων, είναι γεμάτα και, αν δεν υπάρξει κάποιος ανέλπιστος εξωγενής παράγοντας, δεν φαίνεται να βελτιώνεται σύντομα η κατάσταση», σημειώνει.