Πυρετώδεις συσκέψεις για αλλαγές στις Συνδεδεμένες της βοοτροφίας

Eπταμελής ομάδα εκπροσώπων κτηνοτροφικών φορέων μετέβη στην Αθήνα την Πέμπτη 20 Ιανουαρίου για να συζητήσει με την πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΑΤ επί της διαμόρφωσης του καθεστώτος συνδεδεμένων ενισχύσεων στη βοοτροφία (βόειο κρέας) στη νέα ΚΑΠ.

Η νέα φιλοσοφία της ενίσχυσης, σύμφωνα με το Στρατηγικό Σχέδιο που κατέθεσε η Ελλάδα, «σπάει» το κονδύλι σε τρεις κατηγορίες και το κατευθύνει και σε παχυντές, εκτός από παραγωγούς.

Οι τελευταίοι εξέφρασαν την αντίθεσή τους, τόσο στα ποσά που αρχικά γνωστοποιήθηκαν, όσο και στη λογική χορήγησης της ενίσχυσης, ενώ εμφανίστηκαν δυσαρεστημένοι, καθώς θεωρούν ότι δεν έγινε καμία διαβούλευση πριν γνωστοποιηθούν οι λεπτομέρειες του καθεστώτος.

Επιπλέον, σημειώνουν ότι η νέα λογική χορήγησης της ενίσχυσης ευνοεί τους μεγαλοπαχυντές, ενώ δεν στηρίζει τους παραγωγούς που διατηρούν τα ζώα στην εκμετάλλευσή τους.

Οι κτηνοτρόφοι που παρευρέθηκαν στο υπουργείο ήταν: Από τον Σύνδεσμο Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ) οι Παναγιώτης Πεβερέτος (πρόεδρος), Χρήστος Τσομπάνος (αναπληρωτής πρόεδρος), Δημήτρης Μόσχος (αντιπρόεδρος) και Άννα Μόσχου (μέλος). Από την Πανελλήνια Ένωση Κτηνοτρόφων (ΠΕΚ) η αντιπρόεδρος Ελπίδα Σιδηροπούλου. Από τους κτηνοτροφικούς συλλόγους Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης ο πρόεδρος του συντονιστικού, Νίκος Δημόπουλος. Τέλος, παρών ήταν ο πρόεδρος της Ένωσης Φυλής Χολστάιν, Ηλίας Κοτόπουλος.

Τι αναφέρει το έγγραφο που κατέθεσαν οι κτηνοτρόφοι

Σε κοινό έγγραφο με τις θέσεις και τις προτάσεις τους, που κατέθεσαν οι εκπρόσωποι των κτηνοτρόφων, αναφέρουν μεταξύ άλλων ότι οι σχεδιαζόμενες πολιτικές του ΥΠΑΑΤ:

Δεν λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες αύξησης του εγχώριου ζωικού κεφαλαίου, δηλαδή την ανάγκη αύξησης της ελληνικής παραγωγής βόειου κρέατος, μέσω της αύξησης του ζωικού κεφαλαίου, ήτοι των ζώων αναπαραγωγής.

Δεν περιέχουν καμία μέριμνα για τον παραγωγό που πουλάει τα μοσχάρια από πέντε έως επτά μηνών σε Έλληνες παχυντές, όπως η πλειονότητα των παραγωγών της Δυτικής Μακεδονίας. Λόγω των δύσκολων καιρικών συνθηκών που σταβλίζονται τα ζώα για τέσσερις έως πέντε μήνες, που είναι και η περίοδος των περισσότερων γεννήσεων, πωλούν τα μικρά ζώα για να ενισχύεται το εισόδημά τους.

Θα μειώσουν ακόμα περισσότερο την εγχώρια παραγωγή και θα αυξήσουν περαιτέρω τις εισαγωγές ζώντων ζώων, θα συρρικνώσουν την ελληνική κρεοπαραγωγό αγελαδοτροφία, θα διώξουν από το επάγγελμα τους εναπομείναντες βοοτρόφους, ενώ θα επιτείνουν το τεράστιο δημογραφικό και οικονομικό πρόβλημα ιδιαίτερα των ορεινών και μειονεκτικών περιοχών, αλλά και της ευρύτερης ελληνικής υπαίθρου.

Οι παραγωγοί συσκέφθηκαν με τον υφυπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Σίμο Κεδίκογλου και τον γενικό γραμματέα Αγροτικής Πολιτικής και Διεθνών Σχέσεων, Κωνσταντίνο Μπαγινέτα.

Εξερχόμενος από τη σύσκεψη, ο πρόεδρος του ΣΕΚ, Παναγιώτης Πεβερέτος, εξέφρασε στην «ΥΧ» την πεποίθηση ότι υπάρχει κοινός τόπος και προσέγγιση με τους ιθύνοντες του ΥΠΑΑΤ ως προς το αιτούμενο κονδύλι για την πρώτη κατηγορία, που αφορά τις γέννες των ζώων. Θέση των κτηνοτροφικών φορέων είναι για την πρώτη κατηγορία να επιδοτούνται θηλυκά βοοειδή από 20 μηνών έως 14 ετών που έχουν γεννήσει στο έτος ενίσχυσης, με προτεινόμενο ποσό ενίσχυσης 200 ευρώ ανά ζώο.

Ως προς τη δεύτερη κατηγορία, που αφορά την ενίσχυση ζώων αντικατάστασης (θηλυκές μοσχίδες), η πρόταση των κτηνοτρόφων είναι να ενισχύονται τα θηλυκά βοοειδή αναπαραγωγής, τα οποία στο έτος ενίσχυσης γίνονται 20 μηνών.

Το προτεινόμενο ποσό ενίσχυσης ανά ζώο είναι 500 ευρώ για όλα τα ζώα και επιπλέον 200 ευρώ για ζώα αναγνωρισμένων ελληνικών φυλών (Ελληνική Κόκκινη και Ελληνική Ξανθόχρωμη Φυλή).

Για την τρίτη κατηγορία, που αφορά την παραγωγή κρέατος, η πρόταση είναι για ενίσχυση με 200 ευρώ ανά ζώο, των μοσχαριών που γεννιούνται, μένουν στην εκμετάλλευσή τους και σφάζονται σε ηλικία έως 14 μηνών.

Επίσης, για τα ζώα που σφάζονται σε ηλικία από 14 έως 24 μηνών προτείνεται ενίσχυση 250 ευρώ ανά ζώο με τις ίδιες ως ανωτέρω προϋποθέσεις. Ακόμη, να ενισχύονται οι παχυντές με 50 ευρώ ανά ζώο για τα μοσχάρια που έχουν γεννηθεί αποκλειστικά και μόνο στην Ελλάδα, σφάζονται από 14 έως 24 μηνών και διατηρούνται στη μονάδα τουλάχιστον πέντε μήνες πριν από τη σφαγή, ώστε να μην ευνοείται η εισαγωγή ζώων από το εξωτερικό.