των Γιάννη Τσατσάκη – Aντώνη Ανδρονικάκη

Σε αχαρτογράφητα νερά εισέρχονται οι αγορές αγροτικών προϊόντων λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, με άμεσα ορατές αλλά και μακροπρόθεσμες συνέπειες για τη χώρα μας, το εύρος των οποίων δεν έχει ακόμα ξεδιπλωθεί.

Αφήνοντας κατά μέρος το άλμα στο κόστος της ενέργειας, όπως καταδεικνύεται από την άνοδο του πετρελαίου στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων εννέα ετών (πάνω από τα 117 δολάρια το βαρέλι το μπρεντ και πάνω από τα 114 δολάρια το αμερικανικό αργό, την ώρα που οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη έχουν αναρριχηθεί στα 185 ευρώ/μεγαβατώρα), η κρίση αγγίζει σε πρώτη φάση τα οπωροκηπευτικά, τα οποία σημειωτέον ήδη πλήττονται από το εμπάργκο της Ρωσίας, αλλά και από εκείνο που από τις αρχές του χρόνου έχει επιβάλει η Λευκορωσία.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με πληροφορίες της «ΥΧ», από τις 24 Φεβρουαρίου μέχρι σήμερα (σ.σ. 3 Μαρτίου) έχει καταχωρηθεί μόλις μία αναγγελία φορτίου στο Μητρώο Εμπόρων Νωπών Οπωροκηπευτικών (ΜΕΝΟ) προς την Ουκρανία όταν, υπό κανονικές συνθήκες, ο αριθμός τους στο αντίστοιχο διάστημα θα ξεπερνούσε τις 10. Μάλιστα, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, το εν λόγω φορτίο αφορούσε ακτινίδια και είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν έφτασε τελικά στον προορισμό του.

Το 2021, σε ένα σύνολο 33,7 εκατ. ευρώ εξαγωγών ελληνικών αγροτικών προϊόντων προς την Ουκρανία, τα οπωροκηπευτικά, νωπά και μεταποιημένα, αντιστοιχούσαν σε 25,5 εκατ. ευρώ.

Ωστόσο, λόγω της μεγάλης μείωσης που παρουσίασε πέρυσι η παραγωγή πυρηνόκαρπων στη χώρας, πιο αντιπροσωπευτικά είναι τα στοιχεία του 2020, σύμφωνα με τα οποία οι ελληνικές εξαγωγές νωπών και μεταποιημένων οπωροκηπευτικών στη χώρα ανήλθαν σε 62.204 τόνους, αξίας 36,6 εκατ. ευρώ. Ένα μεγάλο μέρος αυτών αποτελούσαν τα μανταρίνια, οι εξαγωγές των οποίων έφτασαν τους 12.576 τόνους, αξίας 5,5 εκατ. ευρώ.

Κρίση και εκτός συνόρων

Φυσικά το πρόβλημα εκτείνεται πέρα από τη χώρα μας, όπως εξηγεί στην «ΥΧ» ο ειδικός σύμβουλος του INCOFRUIT-HELLAS, Γιώργος Πολυχρονάκης. Εκείνο που πραγματικά τρομάζει είναι οι συνέπειες της διοχέτευσης στην κοινοτική αγορά όλων των ευρωπαϊκών φορτίων που, υπό συνθήκες κανονικότητας, θα προορίζονταν για την Ουκρανία, τη Λευκορωσία, καθώς και κάποιες χώρες της περιοχής που μέχρι πρόσφατα διευκόλυναν την είσοδο… διά της πλαγίου στην αγοράς της Ρωσίας (για παράδειγμα, η Λετονία από τις αρχές του χρόνου μέχρι τις 18 Φεβρουαρίου είχε απορροφήσει μόλις 55 τόνους φράουλες από την Ελλάδα, όταν το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι είχε προμηθευτεί 1.070 τόνους). «Μιλάμε για μια ποσότητα που αγγίζει το 1 εκατ. τόνους κοινοτικών προϊόντων τα οποία θα “πέσουν” στην ευρωπαϊκή αγορά σε μια συγκυρία που τα κόστη ανεβαίνουν σε δυσθεώρητα επίπεδα και η οικονομική κατάσταση των καταναλωτών επιδεινώνεται, με άμεσες επιπτώσεις για όλα τα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των αγροδιατροφικών. Όλο αυτό, φοβόμαστε ότι θα οδηγήσει σε καταβαράθρωση των τιμών σε επίπεδα κάτω από τα κόστη παραγωγής», υπογραμμίζει ο κ. Πολυχρονάκης.

«Θα πρέπει η ελληνική πολιτεία και τα κοινοτικά όργανα να λάβουν προληπτικά μέτρα, πριν ακόμα εμφανιστεί στην πράξη η ζημιά, τόσο στο εμπόριο, όσο και στο εισόδημα των παραγωγών. Σε πρώτη φάση, πρέπει να δρομολογηθούν πρωτοβουλίες για τη μείωση του κόστους παραγωγής. Με την τρομερή εκτίναξη που έχουμε στα καύσιμα, στις δαπάνες συσκευασίας και μεταφοράς των προϊόντων, η γεωπολιτική κρίση έρχεται να δώσει ένα ακόμα πλήγμα στις τιμές και, αν δεν ληφθούν πρωτοβουλίες, τα πράγματα θα γίνουν πολύ δύσκολα», αναφέρει ο ίδιος χαρακτηριστικά.

Κλυδωνισμοί και στο μεταποιημένο ροδάκινο

Σοβαρός αναμένεται ο αντίκτυπος και στην αγορά του μεταποιημένου ροδάκινου, σε μια χρονιά κατά την οποία οι βιομηχανίες έσπευσαν, προκειμένου να δώσουν κίνητρο στους παραγωγούς για να παραμείνουν στην καλλιέργεια, να μιλήσουν για τιμές από 33 έως 35 λεπτά/κιλό για το συμπύρηνο. «Είναι γεγονός ότι ο πόλεμος μάς βρίσκει σε μια δύσκολη περίοδο, με δεδομένες τις θεαματικές αυξήσεις στα κόστη παραγωγής», δηλώνει στην «ΥΧ» ο πρόεδρος της ΕΚΕ, Κώστας Αποστόλου. Ρωσία και Ουκρανία απορροφούν περίπου το 2% των εξαγωγών κομπόστας, ποσοστό το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί διαχειρίσιμο.

Εκεί όμως που τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα είναι με το συμπυκνωμένο χυμό ροδάκινου όπου οι δύο χώρες αντιστοιχούν σε ένα 30% των ελληνικών εξαγωγών, που κυμαίνονται από 25.000 έως 30.000 τόνους σε ετήσια βάση. «Αν αυτές οι δύο αγορές “βγουν” από τον χάρτη, θα έχουμε τεράστιο πρόβλημα διάθεσης του προϊόντος», επισημαίνει ο κ. Αποστόλου, συμπληρώνοντας ότι 1 τόνος συμπυκνωμένου χυμού αντιστοιχεί σε 3 τόνους συμπύρηνου ροδάκινου.

Αυτό το διάστημα, οι αποστολές στις δυο χώρες έχουν επί της ουσίας παγώσει. «Φορτία γυρίζουν πίσω, ενώ υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες για αυτά που “πρόλαβαν” να φτάσουν και τα οποία ουδείς γνωρίζει αν και πόσο θα πληρωθούν», τονίζει ο πρόεδρος της ΕΚΕ, προσθέτοντας ότι ο προβληματισμός εντείνεται από το διόλου απίθανο ενδεχόμενο η Μόσχα να απαντήσει στις ευρωπαϊκές κυρώσεις με διεύρυνση του εμπάργκο από το οποίο, μέχρι στιγμής, τα μεταποιημένα οπωροκηπευτικά εξαιρούνται. «Σε αυτή την περίπτωση, φοβόμαστε ότι τα πράγματα θα αγριέψουν πολύ», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Αυξάνεται η «βάση ασφαλείας» για το σκληρό σιτάρι

Στις αγορές σιτηρών, εν τω μεταξύ, το θερμόμετρο έχει ήδη ανέβει, κάτι που εξηγείται από το γεγονός ότι Ρωσία και Ουκρανία συγκαταλέγονται στους μεγαλύτερους παραγωγούς, αλλά και εξαγωγείς, σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ενδεικτικά, στο μαλακό σιτάρι, αθροιστικά οι δύο χώρες είναι «υπεύθυνες» για πάνω από το 30% του διεθνούς εμπορίου. Ήδη οι τιμές στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων του Σικάγο έχουν αναρριχηθεί σε υψηλό 14 ετών, με τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης να ξεπερνούν τα 11 δολάρια/μπούσελ, ενώ στη γαλλική αγορά ξεπέρασαν τα 350 ευρώ/τόνο, την ώρα που τα αντίστοιχα συμβόλαια του καλαμποκιού «έσπασαν» τα 340 ευρώ.

Έμπειρο στέλεχος της αγοράς περιγράφει γλαφυρά την κατάσταση, κάνοντας λόγο για μια «σεισμική δόνηση στις αγορές αγροτικών εμπορευμάτων, το εστιακό βάθος της οποίας θα καθορίσει και τις επιπτώσεις σε κάθε συναφές προϊόν». Επί του παρόντος, οι ταλαντώσεις αυτές δεν φαίνεται να έχουν επηρεάσει την αγορά του σκληρού σιταριού η οποία, λόγω της εξαιρετικά μειωμένης παραγωγής του Καναδά πέρυσι, έχει ήδη καταγράψει σημαντική άνοδο τους προηγούμενους μήνες.

Ωστόσο, όπως εξηγεί το ίδιο στέλεχος στην «ΥΧ», είναι γεγονός ότι, όσο ανεβαίνει η τιμή του μαλακού, τόσο αυξάνεται και η «βάση ασφαλείας» ή, αλλιώς, τα στηρίγματα για την τιμή του σκληρού απέναντι σε ενδεχόμενες καθοδικές πιέσεις. «Όσο ανεβαίνει το μαλακό, αυξάνεται και η βάση κάτω από την οποία δεν μπορεί να πέσει το σκληρό σιτάρι, ακόμα κι αν επιστρέψουμε σε ρυθμούς κανονικότητας σε επίπεδο θεμελιωδών», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Χάθηκε σχεδόν το μισό μαλακό που εισάγει η Ελλάδα

Πέραν αυτών, μεγάλος αριθμός ελληνικών μύλων που «δουλεύουν» ρωσικό μαλακό σιτάρι (συνήθως υψηλής πρωτεΐνης) αυτήν τη στιγμή είναι αναγκασμένος να στραφεί σε άλλες αγορές, προκειμένου να μπορέσει να εξυπηρετήσει τους πελάτες του. Για σοβαρές επιπτώσεις, που δημιουργούν καθεστώς αβεβαιότητας στην αλευροβιομηχανία, λόγω της παύσης εμπορικών συναλλαγών της Ουκρανίας και της Ρωσίας με την ΕΕ, κάνει λόγο στην «ΥΧ» ο αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Αλευροβιομηχάνων, Δημήτρης Χαλάτσογλου: «Περίπου το 40%-50% του μαλακού σίτου που εισάγεται στη χώρα μας και πηγαίνει για παρασκευή ψωμιού, αλλά και ένα επιπλέον ποσοστό που κατευθύνεται στις ζωοτροφές, προέρχεται από Μολδαβία, Ρωσία και Ουκρανία.

Οι Μολδαβοί χρησιμοποιούν λιμάνια της Ουκρανίας και της Ρωσίας, γιατί δεν διαθέτουν οι ίδιοι. Οι εμπορικές αποστολές πλέον δεν ασφαλίζονται και δεν γίνονται φορτώσεις. Αυτήν τη στιγμή κανείς δεν μπορεί να έχει επάρκεια και αποθέματα, καθώς το σιτάρι ήταν ούτως ή άλλως ακριβό και πριν από τον πόλεμο.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της κατάστασης που επικρατεί στην αγορά είναι ότι το μαλακό σιτάρι από τη Βουλγαρία είναι πλέον εξαιρετικά δυσεύρετο, ενώ αν καταφέρει κάποιος να προμηθευτεί, οι προμηθευτές ζητάνε υπέρογκα ποσά. Θεωρούσαμε φτηνή τιμή τα 300 ευρώ/τόνο, τώρα δεν μπορεί να γίνει κάποια εκτίμηση πόσο μπορεί να φτάσει, μιλάμε για τιμές μαύρης αγοράς».

Ο ίδιος επεσήμανε ότι τα τελευταία αποθέματα αλεύρων της βιομηχανίας έχουν εξαντληθεί. «Υπήρξαν ανατιμήσεις στο αλεύρι, τη στιγμή που στην αγορά εμφανίζονταν διορθωτικές τάσεις. Η ενεργειακή κρίση που εντείνεται από το ρωσοουκρανικό χειροτερεύει την κατάσταση. Ένας μέσος μύλος που είχε μηνιαίο κόστος κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας 30.000 ευρώ, σήμερα μπορεί να έχει 120.000 ευρώ. Κάπως έτσι είναι και οι φούρνοι, αν και ακόμη δεν έχουμε δει εκτεταμένες αυξήσεις στην αγορά του ψωμιού».

Στο ερώτημα αν θα ωφεληθούν οι Έλληνες παραγωγοί μαλακού σίτου από την άνοδο της χρηματιστηριακής τιμής των σιτηρών, ο ίδιος εκτίμησε ότι το όφελος από μια αύξηση της τιμής παραγωγού αντισταθμίζεται από τη μεγάλη αύξηση στο κόστος παραγωγής στα γεωργικά εφόδια, στην ενέργεια και στα καύσιμα.

Σοβαρές επιπτώσεις για ζωοτροφές, ελαιούχους

Αύξηση στο κόστος πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ζωοτροφών και οριοθετούνται μεσοσταθμικά στο 7% είναι η επίπτωση της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, σύμφωνα με τον γραμματέα του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Ζωοτροφών, Τάσο Κυριακίδη.

Σε δηλώσεις του στην «ΥΧ» αναφέρει τα εξής: «Κατ’ αρχάς, υπήρχε ως γνωστόν ένα κλίμα αβεβαιότητας στις αγορές, ως συνέπεια της πανδημίας, ενώ στη συνέχεια ήρθε η ενεργειακή κρίση να επιφέρει αύξηση του κόστους των πρώτων υλών, ως απόρροια της ανόδου της τιμής του φυσικού αερίου. Από εκεί και πέρα, η πολεμική σύγκρουση επιδείνωσε την ενεργειακή κρίση, καθώς η Ρωσία προμηθεύει με φυσικό αέριο την Ευρώπη και είναι δεδομένο ότι θα υπάρξουν εκατέρωθεν κυρώσεις.

Πλέον, με τον πόλεμο στην Ουκρανία, εκτιμούμε ότι το κόστος των πρώτων υλών και συγκεκριμένα των ζωοτροφών έχει αυξηθεί περαιτέρω 7%, πέραν των προγενέστερων επιβαρύνσεων. Μιλάμε για σιτάρι, κριθάρι και καλαμπόκι. Η αύξηση του κόστους στο τελευταίο αναμένεται να επιβαρύνει επιμέρους κλάδους, όπως η πτηνοτροφία».

Παράλληλα, ο κ. Κυριακίδης κάνει ειδική αναφορά στις επιπτώσεις του πολέμου στη σόγια: «Η κλιμάκωση των τιμών στην ενέργεια επηρεάζει ιδιαίτερα τη σόγια, όπου κι εκεί οι ανατιμήσεις λόγω του πολέμου βρίσκονται στα ίδια επίπεδα. Από την κατάσταση επηρεάζεται και ο ηλίανθος (η ηλιόπιτα περιλαμβάνεται σε σιτηρέσια παραγωγικών ζώων), καθώς η Ουκρανία αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες χώρες παραγωγούς σε ελαιούχα φυτά. Εκεί εκτιμούμε ότι η αύξηση της τιμής της πρώτης ύλης κινείται γύρω στο 6%», καταλήγει.

 

Εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων & τροφίμων
Ελλάδας-Ουκρανίας έτους 2021

Αγροτικά προϊόντα & τρόφιμα

Εξαγωγές σε ευρώ

Εισαγωγές σε ευρώ

Φρούτα και λαχανικά (νωπά & μεταποιημένα)

25.502.137

11.724.952

Καπνός & προϊόντα καπνού

4.481.904

0

Έλαια & λίπη

3.165.505

7.313.556

Δημητριακά και παρασκευάσματα

1.655.356

11.409.931

Ψάρια & παρασκευάσματα

810.384

0

Προϊόντα διατροφής και παρασκευάσματα

608.000

2.204.302

Ζάχαρες κλπ, μέλι

87.529

967.599

Πότα

601.942

716.988

Καφές, κακάο, τσάι, μπαχαρικά κ.λπ.

164.912

5.083.664

Ζωοτροφές

0

7.786.459

Ελαιούχοι σπόροι & καρποί

3.311

15.804.917

Λοιπά

692.932

3.175.838

Σύνολο αγροτικών προϊόντων

37.773.912

66.188.206

Πηγή: Επεξεργασία Incofruit-Hellas βάσει στοιχείων ΕΛΣΤΑΤ