Σαν… μανιτάρια «φυτρώνουν» οι μονάδες παραγωγής Πλευρώτους

manitaria-pleurotous-paragogi

Ως μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη καλλιέργεια χαρακτήρισαν οι συνομιλητές μας αυτή των μανιταριών, σε μια εγχώρια αγορά που διακρίνεται από σταθερότητα σε ποσότητες και τιμές. Παγκοσμίως, εκτιμάται ότι η αγορά μανιταριών θα αναπτύσσεται έως το 2021 με ετήσιο ρυθμό αύξησης άνω του 9%, φτάνοντας σε αξία τα 60 δισ. ευρώ. Μέσα σε μία δεκαετία (2006-2016) η κατανάλωση νωπών αγαρικών μανιταριών αυξήθηκε 15% εντός ΕΕ, ενώ σε ορισμένες χώρες, όπως η Γαλλία, εκτοξεύτηκε (+45%). Ακόμα μεγαλύτερη άνοδος (300%) σημειώθηκε στη χώρα μας, όπου πριν από 10 χρόνια διακινούνταν περίπου 3.000 τόνοι μανιταριών, ενώ σήμερα αγγίζουν τους 9.000 τόνους νωπών μανιταριών, με τους 7.000 να είναι αγαρικά (κυρίως λευκά μανιτάρια). Από το σύνολο των αγαρικών, περίπου τα 6.000 εισάγονται, κυρίως από την Πολωνία. Τα Πλευρωτά, ή Πλευρώτους, κατά το συνηθέστερο, υπολείπονται σε ποσότητες, παράγονται ωστόσο στο σύνολό τους στην Ελλάδα.

ΕΕ: Σταθερή κατανάλωση, ηγέτης στις εξαγωγές η Πολωνία

Το 2016, σύμφωνα με στοιχεία της GEPC, παρήχθησαν εντός ΕΕ 1,12 εκατ. τόνοι μανιτάρια, εκ των οποίων το 65% (περίπου 725.000 τόνοι) νωπά. Πρωταθλητές στην παραγωγή νωπού μανιταριού εντός ΕΕ αναδείχθηκαν οι Πολωνία και Ολλανδία, συγκεντρώνοντας το 40% της παραγωγής. Αξίζει να σημειωθεί ότι, το 2017, σε χώρες με πολύ υψηλή κατά κεφαλήν κατανάλωση μανιταριών, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, το αγοραστικό ενδιαφέρον παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα, ενώ μικρότερες αγορές όπως η Ιρλανδία και η Ρουμανία παρουσίασαν σημαντική ανάπτυξη.

Διαβάστε επίσης: Καλλιέργεια μανιταριών: Ανάγκες και λύσεις

Αν και στη Γαλλία, ή ακόμα και στη Ρουμανία, η κατανάλωση είναι ιδιαίτερα αυξημένη (2,5 και έως 1,5 κιλά ετησίως ανά άτομο αντίστοιχα), στην Ελλάδα υπολειπόμαστε σημαντικά, με ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση, που δεν ξεπερνάει τα 600-700 γραμμάρια. Hγέτης σε εξαγωγές αγαρικών μανιταριών είναι η Πολωνία, η οποία από το 2004 έως το 2016 τριπλασίασε τον όγκο εξαγωγών της, αποτελώντας παράλληλα πόλο έλξης για γερμανικά και ολλανδικά κεφάλαια που είδαν επενδυτικές ευκαιρίες λόγω αφθονίας εργατικών χεριών σε χαμηλό κόστος. Την καλοκαιρινή περίοδο, η κατανάλωση νωπών μανιταριών πέφτει σημαντικά, καθώς, σε πολλές χώρες στην Ευρώπη, διάφορα λαχανικά παίρνουν τη θέση τους στη διατροφή των καταναλωτών.

Σταθερή η τιμή στα αγαρικά, ακριβή η καθετοποίηση

Σύμφωνα με στοιχεία του γαλλικού υπουργείου Γεωργίας, τα αγαρικά (περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τα λευκά, τα καφέ και τα Portobello) καταλαμβάνουν σε όγκο τη μεγάλη πλειοψηφία των ποσοτήτων που διακινούνται στο εμπόριο παγκοσμίως. Η τιμή παραγωγού χαρακτηρίζεται από σταθερότητα, προσεγγίζοντας αυτή την περίοδο τα 3 ευρώ το κιλό, όπως μας πληροφόρησε ο Γιώργος Μπαξεβάνης, υπεύθυνος διαχείρισης της εταιρείας «Μανιτάρια ελληνικής γης».

τα αγαρικά (περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τα λευκά, τα καφέ και τα Portobello) καταλαμβάνουν σε όγκο τη μεγάλη πλειοψηφία των ποσοτήτων που διακινούνται στο εμπόριο παγκοσμίωςΌπως μας ενημέρωσε, κάθε μήνα παράγονται στην Αλεξανδρούπολη περίπου 80 τόνοι μανιτάρια στη μονάδα της εταιρείας, τη μόνη που παράγει αγαρικά μανιτάρια στη χώρα μας. Αν και το κόστος των εισαγόμενων μανιταριών είναι σημαντικά χαμηλότερο, τα ελληνικά παρουσιάζουν σημαντικό πλεονέκτημα ως προς τη φρεσκάδα τους. «Τα πολωνικά στην καλύτερη περίπτωση φτάνουν στη χώρα μας σε 4-5 ημέρες, ενώ χρειάζεται επιπλέον χρόνος μέχρι να διατεθούν, τη στιγμή που τα δικά μας μανιτάρια βρίσκονται στο ράφι των σούπερ μάρκετ μία μόλις μέρα μετά την παραγωγή τους», τονίζει. Αξίζει να σημειωθεί ότι, στο τέλος του 2017, η εταιρεία ολοκλήρωσε τη διαδικασία της καθετοποίησης και είναι πλέον σε θέση να παράγει τα υποστρώματα καλλιέργειας μανιταριών. Έτσι, κατάφερε να μειώσει σημαντικά (έως και 30%) το κόστος παραγωγής.

Έντονο ενδιαφέρον για μονάδες παραγωγής πλευρώτους

Την πρωτοπορία και τον ρόλο του ηγέτη στα ελληνικά μανιτάρια, κατέχει η «Μανιτάρια Δίρφυς» με έδρα τους Πισσώνες Ευβοίας και συνιδιοκτήτες τους Ελευθέριο Λαχουβάρη και Θανάση Μαστρογιάννη. Σύμφωνα με τον γεωπόνο κ. Λαχουβάρη, το κόστος κατασκευής μιας μονάδας παραγωγής πλευρωτών μανιταριών είναι σημαντικά χαμηλότερο σε σχέση με μια μονάδα παραγωγής αγαρικών, ειδικά όταν μιλάμε για μονάδα τύπου «δορυφόρου», που δεν είναι δηλαδή καθετοποιημένη. Έτσι, όπως μας εξήγησε ο ίδιος, σήμερα υπάρχουν 80 μονάδες σε όλη τη χώρα. Μεταξύ αυτών υπάρχουν και αρκετές μικρές, οικογενειακές επιχειρήσεις, με παραγωγική δύναμη έως 50 τόνους ετησίως.

Σύμφωνα με τον Φίλιππο Μαρκάκη, μηχανικό και υπεύθυνο παραγωγής της εταιρείας «Culta Terra» στο Ρέθυμνο, «μόνο η “Δίρφυς” και η δική μας εταιρεία είναι πλήρως καθετοποιημένες». Αναφορικά με τη μέση τιμή παραγωγού, αυτή «ανέρχεται σε 2,5 – 2,6 ευρώ/κιλό για τη βασική κατηγορία του προϊόντος, παρουσιάζοντας σταθερότητα την τελευταία διετία», σημείωσε από την πλευρά του ο κ. Λαχουβάρης. Ο κύριος Μαρκάκης προσδιόρισε την ανώτατη τιμή παραγωγού στα 2,8 ευρώ/κιλό.

Κατανομή παραγωγής νωπού μανιταριού στην ΕΕ

Όπως μας είπε ο τελευταίος, «υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις ατόμων σε Αθήνα και Κρήτη που έχουν καταθέσει φάκελο στα Σχέδια Βελτίωσης ώστε να κατασκευάσουν τη δική τους μονάδα». Το γεγονός αυτό πάντως δεν φαίνεται να ανησυχεί προς το παρόν τους σημαντικούς παίκτες της αγοράς. Σύμφωνα με τον κ. Λαχουβάρη, «στην Ελλάδα, η αγορά μανιταριών χαρακτηρίζεται από μια ιδιόμορφη εποχικότητα, καθώς τους επτά μήνες η παραγωγή υπερκαλύπτει τη ζήτηση, ωστόσο το υπόλοιπο διάστημα, και ιδιαίτερα την περίοδο των νηστειών, η ζήτηση αυξάνεται σημαντικά». Ο ίδιος πρόσθεσε ότι το μέλλον βρίσκεται στα λεγόμενα «εξωτικά μανιτάρια» όπως η Λεντινούλα, ένα μανιτάρι στο οποίο επιστημονικές έρευνες αποδίδουν ιδιαίτερα ευεργετικές ιδιότητες για το καρδιαγγειακό και πεπτικό σύστημα. «Εμείς σκοπεύουμε να διπλασιάσουμε τις παραγόμενες ποσότητες του χρόνου», ανέφερε χαρακτηριστικά.