Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 100 χρόνων λειτουργίας του υποκατα­στήματος Σερρών της Εθνικής Τράπεζας, η Διοίκηση και στελέχη της βρέθηκαν στην περιοχή στις 2 και 3 Νοεμβρίου και είχαν την ευκαιρία να παραστούν στην εορταστική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 3 Νοεμβρίου στο υποκατάστημα για να γιορτάσουν έναν αιώνα επιτυχούς παρουσίας της Εθνικής στην πόλη των Σερρών.

Στον εορτασμό παραβρέθηκε ο Διευθύνων Σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, Παύλος Μυλωνάς όπου συνομίλησε με τους τοπικούς φορείς και πελάτες της τράπεζας που παραβρέθηκαν στην εκδήλωση. Το παρόν έδωσε και ο Απόστολος Τζιτζικώστας Περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας. Την εκδήλωση πλαισίωσαν με τη μουσική τους οι μαθητές του μουσικού σχολείου Σερρών.

ο Διευθύνων Σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, Παύλος Μυλωνάς

Το συγκεκριμένο κατάστημα στην κεντρική πλατεία των Σερρών σηματοδοτεί την σπουδαιότητα και το ρόλο της τράπεζας στο πέρας του χρόνου. Η οικονομία της Υπαίθρου και δει μιας αγροτικής περιοχής όπως αυτής των Σερρών συνδέεται άρρηκτα με τη λειτουργία της Εθνικής Τράπεζας.

Σύντομο Ιστορικό

1918: Η Εθνική Τράπεζα ιδρύει το υποκατάστημα Σερρών στις 16 Δεκεμβρίου 1918. Η προετοιμασία του υποκαταστήματος έχει ανατεθεί στον υπάλληλο της Τράπεζας Σωκράτη Σουλιώτη και προσωρινός διευθυντής του ορίζεται ο Γεώργιος Παπαδόπουλος. Από την πρώτη έκθεση επιθεώρησης του 1921 διαβάζουμε:

«Ως γραφεία του Υποκαταστήματος και κατοικία του Διευθυντού χρησιμεύει οικία ανήκουσα κατά μεν τα 59/80 εις το Ελληνικόν δημόσιον κατά δε τα υπολειπόμενα 21/80 εις τους κληρονόμους Χατζή Αβδούση, προς επισκευήν της οποίας εδαπανήθησαν μέχρι σήμερον Δρχ. 20.182,75. Δι΄ ετήσιον ενοίκιον καταβάλλονται συνολικώς Δρχ. 2.440 – και η αρχική μίσθωσις συνομολογήθη τριετής, λήγουσα την 7ην Αυγούστου 1922».

Η επιλογή της χρονικής στιγμής και η χωροθέτηση του νέου υποκατα­στήματος δεν είναι τυχαία. Ούτε εντάσσεται στη συνήθη διαδικασία επέκτασης του δικτύου της Τράπεζας, προκειμένου να ανταποκρίνεται στην εξυπηρέτηση αναγκών που οφείλονται στην αύξηση του κύκλου εργασιών και της ζήτησης των εξειδικευμένων υπηρεσιών που παρέχει.

Το έτος 1918 αποτελεί μεγάλη ιστορική τομή. Στις 11 Νοεμβρίου τερματίζεται ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος με την υπογραφή της ανακωχής στην Κομπιένη της Γαλλίας. Οι συνέπειες της ήττας των Κεντροευρωπαϊκών Δυνάμεων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα μεταβάλουν ριζικά τον ευρωπαϊκό και μεσανατολικό χάρτη. Οι διεθνοπολιτικές, εδαφικές και άλλες διεργασίες των επόμενων χρόνων, που στοχεύουν στο διαμοιρασμό των απωλειών των ηττημένων και στην προσπάθεια επίτευξης νέας γεωπολιτικής ισορροπίας, θα είναι έντονες και συχνά συγκρουσιακές. Όπως είναι αναμενόμενο, θα έχουν τις επιπτώσεις τους και στην Ελλάδα.

Το νέο υποκατάστημα Σερρών, ένα κτήριο μεγαλοπρεπές, αποτελούνταν από τρία επίπεδα και διέθετε ανεξάρτητη είσοδο για την οικία του διευθυντή που καταλάμβανε τον άνω όροφο. Στο ισόγειο δέσποζε ψηλοτάβανη κεντρι­κή αίθουσα συναλλαγών και στον πρώτο όροφο στεγάστηκαν τα γραφεία των διαφόρων υπηρεσιών του υποκαταστήματος.

1927: Η κατασκευή του ολοκλη­ρώθηκε το 1927 και στην τοπική εφημερίδα Πρωία, στις 16 Ιουνίου, αναφέρεται: «Από την περασμένη Κυριακή άνοιξε τις πύλες του το νέο μέγαρο της Εθνικής Τράπεζας. Η ευμάρεια και η μεγαλοπρέπεια του νέου τούτου ιδρύματος μας είναι μεγαλειώδης».

ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΙΣΗΓΟΝΗ

Γεννημένος στη Σμύρνη στις 24 Φεβρουαρίου του 1899, ο Ισηγόνης τελείωσε το Γυμνάσιο στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και το Λύκειο στη Χίο. Σπούδασε στο τμήμα Πολιτικών Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Λωζάνης και εργάστηκε τα πρώτα χρόνια στη Φινλανδία για την κατασκευαστική εταιρεία Kruger & Toll, επιβλέποντας οικοδομικά και υδραυλικά έργα. Το 1924 προσελήφθη από την Εθνική Τράπεζα σαν πολιτικός μηχανικός, με γνώσεις αντισεισμικής θωράκισης και ειδικός στο μπετόν αρμέ, τεχνική που ακόμα δεν ήταν γνωστή στην Ελλάδα.

Με πρώτο του έργο το υποκατάστημα Σερρών, ο Ισηγόνης ανέλαβε την κατασκευή μιας σειράς υποκαταστημάτων της Τράπεζας σε πολλές επαρχιακές πόλεις της χώρας. Κτήρια επιβλητικά, που ξεχωρίζουν για την άρτια και σύγχρονη κατασκευή τους, τα οποία αποτέλεσαν διαχρονικά, εμβληματικά σημεία των πόλεων στις οποίες χτίστηκαν και τα οποία κλήθηκαν να επιτελέσουν έναν επιπλέον σκοπό, να εμψυχώσουν τον πληθυσμό μετά το τέλος των Βαλκα­νικών Πολέμων και να αποτελέσουν έναυσμα για την οικοδομική και εμπορική άνθηση που ακολούθησε την κατασκευή τους.