«Seven» (1995):Η κινηματογραφική εσχατολογία του Ντέιβιντ Φίντσερ συμπληρώνει 30 χρόνια ζωής

21/03/2025
6' διάβασμα
seven-1995i-kinimatografiki-eschatologia-tou-nteivint-fintser-syblironei-30-chronia-zois-349002

Το δύσπεπτο αστυνομικό θρίλερ, με πρωταγωνιστές τους Μόργκαν Φρίμαν, Μπραντ Πιτ
και Κέβιν Σπέισι, καθόρισε ένα ολόκληρο είδος, αλλά και την κυνική σκοπιά με την οποία μπορεί να «σκανάρει» ο κινηματογραφικός φακός τη χαώδη σύγχρονη κοινωνία των μεγάλων αστικών κέντρων


Δύο ντετέκτιβ κυνηγούν έναν κατά συρροή δολοφόνο, του οποίου οι χειρουργικά εκτελεσμένοι φόνοι –σε συνδυασμό με τη σχολαστική σημειολογία των σκηνών όπου εκτελέσθηκαν τα αποτρόπαια εγκλήματα– παραπέμπουν στα επτά θανάσιμα αμαρτήματα (σ.σ. αλαζονεία, ζηλοφθονία, οργή, οκνηρία, απληστία, λαιμαργία, λαγνεία).

Ο λόγος για τον ντετέκτιβ Γουίλιαμ Σόμερσετ (Μόργκαν Φρίμαν), έναν πεπειραμένο αστυνομικό, ο οποίος μετρά αντίστροφα για τη συνταξιοδότησή του, και τον νεαρό Ντέιβιντ Μιλς (Μπραντ Πιτ), έναν νεοφερμένο με παντελή άγνοια κινδύνου, ο οποίος προορίζεται για αντικαταστάτης του πρώτου στο εγκληματολογικό τμήμα της πόλης.

Δύο ντετέκτιβ· δύο εντελώς διαφορετικές «σχολές»/φάσεις· δύο αντίθετοι πόλοι. Από τη μία πλευρά, ο συγκροτημένος και μεθοδικός Σόμερσετ κουβαλά στους ώμους του δεκαετίες εμπειρίας, η οποία τον έχει προικίσει με ωριμότητα και σοφία, αλλά και με δυσάρεστες παραστάσεις από τη μαστιζόμενη από έγκλημα πόλη, που προβάλλει στη μεγάλη οθόνη σαν άλλη… Γκόθαμ Σίτι.

Αηδιασμένος από την αποκτηνωμένη σύγχρονη κοινωνία (αυτόν τον κόσμο, δηλαδή, που αδυνατεί πια να κατανοήσει), επιθυμεί διακαώς να δραπετεύσει και να ζήσει απομονωμένος, εξασφαλίζοντας ήρεμα στερνά. Στον αντίποδα, ο θερμόαιμος και παρορμητικός Μιλς, ένας ιδεαλιστής «μπάτσος», φιλοδοξεί να γίνει ο «μάτσο» ήρωας που θα αλλάξει αυτόν τον κόσμο προς το καλύτερο.

Ωστόσο, η πραγματικότητα που συναντά δεν είναι ακριβώς όπως την είχε φανταστεί: Η αρχική εξαπάτησή του από έναν παμπόνηρο μεσίτη, ο οποίος θα πλασάρει στον ίδιο και τη σύζυγό του, Τρέισι (Γκουίνεθ Πάλτροου), ένα διαμέρισμα πάνω στη γραμμή του μετρό, όπου το πέρασμα του συρμού προκαλεί διαρκώς σεισμικές δονήσεις στο κτήριο, λειτουργεί ως προοικονομία για μια σειρά από διαψεύσεις που θα επακολουθήσουν.

Προσοχή, ακολουθούν spoilers!

Οι ντετέκτιβ οδηγούνται στα χνάρια του ψυχοπαθούς Τζον Ντο (Κέβιν Σπέισι), ενός εμμονικού θρησκόληπτου, ο οποίος διεξαγάγει τη δική του σταυροφορία. Μέσα από τις δολοφονίες που διαπράττει, στόχος του είναι να κάνει την κοινωνία να εμπεδώσει βίαια –και άρα ανεξίτηλα– το μήνυμα του κηρύγματός του. Θα έλεγε κανείς ότι ο μισάνθρωπος Ντο και ο κυνικός Σόμερσετ είναι οι εκ διαμέτρου αντίθετες όψεις του ίδιου νομίσματος. Αμφότεροι νιώθουν σιχαμάρα για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η σημερινή κοινωνία, μόνο που η προσέγγιση και η επεμβατικότητα των τρόπων τους διαφέρουν παρασάγγας.

Για γερά στομάχια

Εν έτει 1995, το «Seven» (το συναντάμε συχνά και ως «Se7en») ήταν το έργο που μύησε στην κυνική, πεσιμιστική –στα όρια του μηδενισμού– ματιά του Ντέιβιντ Φίντσερ και σύστησε στο κοινό το τεχνικά άρτιο σινεμά του.

Μια αριστουργηματική ταινία-εσχατολογία, εμποτισμένη με διάχυτα νεο-νουάρ στοιχεία και διαρθρωμένη με τον τρόπο ενός κορυφαίου ψυχολογικού θρίλερ· άλλοτε δυσοίωνα σαρδόνια και άλλοτε ευθέως ανατριχιαστική, άλλοτε απλά καίρια και άλλοτε προφητική – στον τρόπο που σχολιάζει πρόσωπα και καταστάσεις. Ένα έργο για γερά στομάχια, το οποίο έμελλε να αποτελέσει σημείο αναφοράς και λεπτομερή οδηγό για τα αστυνομικά θρίλερ που θα καταπιάνονταν στο εξής με την εξιχνίαση κατά συρροή δολοφονιών.

Η μεθοδολογία που τηρεί η παραγωγή, από το μοντάζ μέχρι τα φίλτρα, τις φωτοσκιάσεις, τη σκηνογραφία και την καλλιτεχνική διεύθυνση, ισοφαρίζει τη μεθοδολογία της αστυνομικής έρευνας που ξεδιπλώνεται με περίσσιο σασπένς και αριστοτεχνικές κλιμακώσεις εντός αυτής.

Η δε προοδευτική «νόσος», από την οποία έχει προσβληθεί ο κοινωνικός ιστός, αντικατοπτρίζεται αυτούσια στην ικτερική χροιά της «επιδερμίδας» του απεικονιζόμενου κόσμου, όπως αυτή μεταφέρεται από τον φακό. Η μουντή, βροχερή, ρυπαρή και γεμάτη από ανήλιαγες γωνίες πόλη της ταινίας μοιάζει να είναι ακριβώς αυτή που εμπνεύστηκε ο σεναριογράφος Άντριου Κέβιν Γουόκερ από τη διαμονή του στη Νέα Υόρκη, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, σε μια συγκυρία αυξανόμενης εγκληματικότητας και εθισμού των νέων στα ναρκωτικά. Πέρα από τον κεντρικό άξονα της πλοκής, οι σχολαστικές λεπτομέρειες κάθε πλάνου έχουν να διηγηθούν πολλές παράλληλες μικρές ιστορίες, πείθοντας απόλυτα για τη γνησιότητα αυτού του «αποσυντιθέμενου» κόσμου/πολιτισμού και κρατώντας τον θεατή προσηλωμένο, ώστε να μη χάσει το παραμικρό στοιχείο.

Σύγκλιση

Παρά τις μεταξύ τους προστριβές, οι Σόμερσετ και Μιλς θα έρθουν εν τέλει πιο κοντά, μέσα από τη δοκιμασία που θα βιώσουν. Όχι μόνο ως άνθρωποι, αλλά και ως κοσμοθεωρίες. Ο αλαζονικός Μιλς θα βιώσει από πρώτο χέρι την ταπείνωση και την παραίτηση από το αφήγημα του ηρωισμού. Αντίστοιχα, ο Σόμερσετ, που κουβαλά μέσα του μπόλικο από τον κυνισμό του Φίντσερ, θα εμπλακεί συναισθηματικά με τον νεαρό συνεργάτη του, κάτι το οποίο θα τον εμποδίσει να αποστασιοποιηθεί ολοκληρωτικά από τα πράγματα, όπως αρχικά σχεδίαζε. Τα λέει όλα, άλλωστε, το απόφθεγμα στο οποίο καταλήγει: «Κάποτε ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ έγραψε: “Ο κόσμος είναι ένα υπέροχο μέρος και αξίζει να παλέψεις γι’ αυτόν”. Συμφωνώ μόνο με το δεύτερο σκέλος».

Με αφορμή τη συμπλήρωση 30 ετών από την πρώτη κυκλοφορία της στις αίθουσες, η ταινία επανανακυκλοφόρησε στα Village Cinemas, στο πλαίσιο των αφιερωματικών προβολών Epic Movie Nights.

ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΑΠΟ: