Σημαντικές οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη φυτική και ζωική παραγωγή

Οι εκτιμήσεις των επιστημόνων για ελιά, αμπέλι και σιτάρι

Μείωση των αποδόσεων στα φυτά μεγάλης καλλιέργειας, υποβάθμιση των ποιοτικών και ποσοτικών χαρακτηριστικών των νωπών φρούτων, μείωση της ποιότητας των σταφυλιών και της τυπικότητας των οίνων, αύξηση της χρήσης των εντομοκτόνων, αλλά και εμφάνιση νέων ασθενειών στα φυτά είναι ορισμένες μόνο από τις σημαντικές επιπτώσεις που επιφέρει η κλιματική αλλαγή στην αγροτική παραγωγικότητα.

Τα παραπάνω προκύπτουν από τις ομιλίες των επιστημόνων του ακαδημαϊκού χώρου στην πολυθεματική διημερίδα που διοργάνωσε το Διεπιστημονικό Κέντρο Αγροδιατροφής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με το Παράρτημα Κεντρικής Μακεδονίας του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΓΕΩΤΕΕ).

Εκεί κλήθηκαν να αποτυπώσουν τον αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής και τις πιέσεις που δέχεται ο ευαίσθητος τομέας της φυτικής και ζωικής παραγωγής της χώρας, όπως και τις συνέπειές της στο φυσικό περιβάλλον.

Σύμφωνα με τον καθηγητή στο Εργαστήριο Γεωργίας του ΑΠΘ, Χρήστο Δόρδα, η αύξηση της θερμοκρασίας κατά τους χειμερινούς μήνες επέφερε ασταθή παραγωγή βερίκοκων σε περιοχές της Θεσσαλίας και αποτυχίες στην Πελοπόννησο, ενώ το 2016 παρατηρήθηκε σημαντική μείωση της παραγωγής ακτινιδίων στην Άρτα.

«Για αείφυλλα είδη, όπως είναι η ελιά, και σύμφωνα με τα πρόσφατα σενάρια κλιματικής αλλαγής, προβλέπονται ακόμη πιο ήπιοι χειμώνες που θα δυσχεράνουν την εαρινοποίηση της ελιάς, ανάλογα με την ποικιλία της.

Η Κορωνέικη θα επηρεαστεί λιγότερο, η ελιά Χαλκιδικής όμως αναμένεται να επηρεαστεί περισσότερο. Είναι σημαντικό και το γενετικό υλικό που θα χρησιμοποιηθεί», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Δόρδας, προσθέτοντας ότι, σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι ζημιές στην ελιά από τη μείωση του ψύχους κατά τη διάρκεια του χειμώνα είναι πολύ μεγάλες.

Με βάση τα επιστημονικά δεδομένα και το αμπέλι στη χώρα μας φαίνεται να έχει επιπτώσεις από τις κλιματικές αλλαγές. Όπως υπογράμμισε ο καθηγητής υπάρχει μεγάλη σύνδεση του κλίματος με τα αναπτυξιακά στάδια του αμπελιού και παρατηρείται σε όλο τον κόσμο μια πρωίμιση (κυρίως σε διεθνείς ποικιλίες) λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας.

Τέλος, ο κ. Δόρδας αναφέρθηκε σε μελέτη που αφορά τη μέση αύξηση στις ελάχιστες και μέγιστες θερμοκρασίες για την περίοδο 1981-2010 στην Ελλάδα, επισημαίνοντας ότι παρατηρείται μεγάλη αύξηση στις νυχτερινές θερμοκρασίες και σε μικρά χρονικά διαστήματα. Πάντως, όπως είπε, αυτό που παρατηρείται είναι ότι η αύξηση της θερμοκρασίας φαίνεται να έχει θετική επίπτωση στα κρασιά των ελληνικών ποικιλιών, αφού είναι πιο προσαρμοσμένες και στην ξηρασία.

Μεγάλες απώλειες σε σιτάρι, καλαμπόκι και ρύζι

Η χλωρίδα και η εντομοπανίδα της Ελλάδας, αλλά και της υπόλοιπης Ευρώπης θα επηρεαστούν άμεσα από τις καιρικές συνθήκες και θα προκύψουν μεγάλες αλλαγές στα διάφορα είδη. Καθώς τα έντομα θα επιτείνουν το πρόβλημα στην αγροτική παραγωγή, θα σημειωθεί αύξηση των τιμών παγκοσμίως με μεγαλύτερες συνέπειες στις φτωχές περιοχές του πλανήτη. Αυτά τόνισε, από την πλευρά του, ο καθηγητής στο Εργαστήριο Εφαρμοσμένης στη Γεωργία Ζωολογίας και Παρασιτολογίας, Νικόλαος Κουλούσης.

Σχετικά με τις μεγάλες βασικές καλλιέργειες, η επίδραση που θα έχουν τα έντομα στο σιτάρι, και αν επιβεβαιωθούν τα σενάρια για αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 2 βαθμούς, τότε θα υπάρξει μια αύξηση της απώλειας από τα έντομα κατά 59 εκατ. τόνους, η οποία αντιστοιχεί με όλη την παραγωγή των ΗΠΑ για το 2017.

«Πιο απλοϊκά, αυτό σημαίνει ότι σε μια ποσότητα σιταριού από την οποία θα έπαιρνε κανείς οκτώ ψωμιά και τα έντομα θα έτρωγαν το ένα ψωμί, με την αύξηση της θερμοκρασίας σε κάθε οκτώ ψωμιά τα έντομα θα τρώνε δύο ψωμιά», είπε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι για το ρύζι εκτιμάται ότι οι συνέπειες αυτές θα ήταν 92 εκατ. τόνοι, δηλαδή τα 3/4 της ετήσιας κατανάλωσης στην Κίνα, ενώ η αύξηση στις απώλειες στο καλαμπόκι θα έφταναν στους 62 εκατ. τόνους, που είναι η συνολική ετήσια παραγωγή της Κένυας και της Ουγκάντας μαζί.

Οι απώλειες, την ίδια ώρα, θα είναι πιο οξείες στις εύκρατες περιοχές.

Εντομοκτόνα

Σύμφωνα με τον καθηγητή κ. Κουλούση, τα τελευταία 20 χρόνια, περισσότερα από 60 νέα είδη φυτοφάγων εντόμων έχουν εισέλθει στην Ελλάδα και περίπου τα 20 από αυτά έχουν εξελιχθεί σε σοβαρούς εχθρούς. Διευκρίνισε, όμως, ότι αυτό δεν οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην κλιματική αλλαγή.

Ο ίδιος πρόσθεσε ότι στα πρόθυρα να εισβάλουν στην Ελλάδα βρίσκονται και άλλα έντομα, με το χειρότερο εξ αυτών το Bactrocera dorsalis, το οποίο έκανε την εμφάνισή του στην Ιταλία το 2018 και μοιάζει με τον δάκο ελιάς και τη μύγα της Μεσογείου. «Η διαφορά είναι ότι είναι πολύ χειρότερο, έχει μεγάλο καταστρεπτικό δυναμικό και τόσους πολλούς ξενιστές που θα είναι το κυριότερο έντομο, το οποίο θα κυνηγάμε να καταπολεμήσουμε», επισήμανε. Εξέφρασε, τέλος, την εκτίμηση ότι ως συνέπεια της κλιματικής αλλαγής, η ανθρωπότητα θα αναγκαστεί να επιστρέψει στη χρήση εντομοκτόνων, προκειμένου να καταπολεμήσει τα έντομα, τα οποία θα επιτείνουν τις επιπτώσεις τους στην πρωτογενή παραγωγή.

Ασθένειες φυτών

Όπως σημείωσε η καθηγήτρια στο Εργαστήριο Φυτοπαθολογίας του ΑΠΘ, Αναστασία Λαγοπόδη, θα εμφανιστούν νέα σύμπλοκα ασθενειών, ενώ ορισμένες άλλες θα χάσουν την οικονομική σημασία τους, αν η υπερθέρμανση του πλανήτη προκαλέσει μετακίνηση των ξενιστών σε νέες γεωγραφικές ζώνες. Είπε, επίσης, ότι ο κύκλος των ξενιστών παθογόνων θα διευρυνθεί, όπως και οι ασθένειες που εμφανίζονται σε μια καλλιέργεια, ενώ θα υπάρχει αυξημένη επιβίωση μολυσμάτων και εντόμων φορέων σε υψηλότερες θερμοκρασίες.

Κτηνοτροφία

Για την κτηνοτροφία, ο καθηγητής Κτηνιατρικής στο ΑΠΘ, Γιώργος Αρσένος, σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι θα πρέπει να γίνει επανασχεδιασμός των συστημάτων εκτροφής, αφού η βιομηχανία του γάλακτος θα επηρεαστεί πολύ σημαντικά από τις αλλαγές στο κλίμα, στις αποδόσεις και στην ποιότητα.