Σημαντική η άνοδος των εισαγωγών στο αιγοπρόβειο κρέας

́ՐˉϭMωΉTɊǠʼnʏ́ PϠԇ͠QÏˉā.ӔǠ֙ԏÑVɁ PϠԁ ӊϔϐɁ ӔǠʁсș́ ӔϠ́ՐˉϮ(EUROKINISSI- ӉˇӠЁЁďЏՋϓ)

του Γιάννη Τσιφόρου

Η παραγωγή αιγοπρόβειου κρέατος στην ΕΕ, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, περιορίστηκε το 2022 σε 577.000 τόνους, παρουσιάζοντας οριακή μεταβολή ως προς το προηγούμενο έτος (-0,3%).

Αντίθετα, μεγάλη άνοδο σημείωσαν οι εισαγωγές, ο όγκος των οποίων ανήλθε το 2022 σε 156.000 τόνους, καταγράφοντας σημαντική αύξηση ως προς το 2021 (+14,7%), με κυριότερους προμηθευτές το Ην. Βασίλειο και τη Νέα Ζηλανδία που κάλυψαν το μεγαλύτερο μέρος (+48,9% και +41,9% αντίστοιχα). Από την άλλη πλευρά, οι εξαγωγές της ΕΕ προς τρίτες χώρες μειώθηκαν το 2022 σε 102.000 τόνους (-2,5%), απευθυνόμενες κυρίως σε τέσσερις χώρες (Ιορδανία, Ην. Βασίλειο, Σαουδική Αραβία, Ισραήλ) που απορρόφησαν από κοινού το μεγαλύτερο μέρος του όγκου εξαγωγών (70%).

Ειδικότερα, στο πρόβειο κρέας, η Ισπανία εξακολουθεί να αποτελεί την κυριότερη παραγωγό χώρα της ΕΕ (119.000 τόνοι το 2022), καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος (23%) και ακολουθούν κατά σειρά η Γαλλία, η Ρουμανία, η Ιρλανδία, ενώ στην τέταρτη θέση βρίσκεται η Ελλάδα (50.000 τόνοι). Στο σύνολό της η παραγωγή σφαγίων πρόβειου κρέατος στην ΕΕ περιορίστηκε το 2022 σε 518.700 τόνους, παρουσιάζοντας οριακή μεταβολή ως προς το προηγούμενο έτος (-0,7%). Στα περισσότερα κράτη-μέλη, η παραγωγή του προϊόντος αυξήθηκε, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις καταγράφεται μείωση, ιδιαίτερα αισθητή στη Βουλγαρία (-22,8%) και σε μικρότερο βαθμό στην Πορτογαλία, στη Γερμανία και στην Ελλάδα. Αντίθετα, στο αίγειο κρέας η παραγωγή στην ΕΕ ανήλθε σε 58.200 τόνους, παρουσιάζοντας άνοδο (+2,2%), με την Ελλάδα, παρά τη μείωση, να εξακολουθεί να καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος (17.000 τόνοι), με δεύτερη στη σειρά τη Ρουμανία και τρίτη την Ισπανία.

Μειώθηκε η παραγωγή στην Ελλάδα

Η εγχώρια παραγωγή αιγοπρόβειου κρέατος, μετά τη θετική μεταβολή του 2021, περιορίστηκε το 2022 σε 67.200 τόνους, παρουσιάζοντας μείωση (-2,7%). Ωστόσο, μεγάλη άνοδο κατέγραψαν οι εισαγωγές που ανήλθαν το 2022 σε 5.350 τόνους (+43%), αξίας 33 εκατ. ευρώ.

Περιορισμένη, εξάλλου, παραμένει η κατανάλωση αιγοπρόβειου κρέατος στην Ελλάδα που εκτιμάται το 2022 σε 63.100 τόνους, παρουσιάζοντας κάμψη ως προς το προηγούμενο έτος (-0,4%), αλλά και σε σχέση με το 2020 (-1,4%).

Κυριότερος προμηθευτής της χώρας το 2022 ήταν η Νέα Ζηλανδία, με 2.254 τόνους, αξίας 17,8 εκατ. ευρώ, καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος του όγκου και της αξίας εισαγωγών (42% και 54% αντίστοιχα) που κυρίως αφορούν τεμαχισμένα και κατεψυγμένα προϊόντα πρόβειου κρέατος. Ακολουθεί η Ρουμανία με 1.455 τόνους, αξίας 4,8 εκατ. ευρώ, με τρίτη στη σειρά την Ισπανία (930 τόνοι, αξίας 4,6 εκατ. ευρώ), προμηθεύοντας την εγχώρια αγορά κυρίως με ολόκληρα και μισά σφάγια προβάτων.

Το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας παραμένει θετικό με αξιόλογο όγκο εξαγωγών. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι το 2022 οι ελληνικές εξαγωγές αιγοπρόβειου κρέατος περιορίστηκαν σε 9.400 τόνους, αξίας 62,8 εκατ. ευρώ, μεγέθη μειωμένα ως προς το 2021 (-0,3% και -3,7% αντίστοιχα). Τα ολόκληρα και μισά σφάγια προβάτων, νωπά και διατηρημένα, εξακολουθούν να καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος των εξαγόμενων προϊόντων σε όρους όγκου και αξίας (60% και 67% αντίστοιχα) και ακολουθούν με απόσταση τα ολόκληρα και μισά σφάγια αιγών (11% και 12% αντίστοιχα). Η Ιταλία παραμένει η κυριότερη χώρα προορισμού, με όγκο 3.267 τόνων, αξίας 24 εκατ. ευρώ και ακολουθούν κατά σειρά η Ισπανία και η Πορτογαλία, τρεις χώρες που απορροφούν από κοινού το μεγαλύτερο μέρος του όγκου και της αξίας των εξαγόμενων προϊόντων (63% και 74% αντίστοιχα). Επιπλέον, καλύτερες αγορές, από άποψη υψηλότερης μέσης τιμής εξαγωγής, παραμένουν οι αναφερόμενες χώρες, περιλαμβανομένων της Γερμανίας και της Κύπρου, ενώ υποδεέστερες θεωρούνται οι αγορές ορισμένων χωρών (Αλβανία, Ομάν, Δανία, Βουλγαρία, Ην. Βασίλειο) λόγω της σημαντικά χαμηλότερης μέσης τιμής εξαγωγής.

Δυσοίωνες οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές

Οι εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στον τομέα του αιγοπρόβειου κρέατος, σύμφωνα με την τελευταία βραχυπρόθεσμη έκθεσή της (Short-term Outlook for EU agricultural markets, Spring 2023), δεν φαίνονται ευνοϊκές. Η παραγωγή του προϊόντος στην ΕΕ αναμένεται να περιοριστεί το 2023 σε 570.000 τόνους σφαγίων, παρουσιάζοντας μείωση ως προς το προηγούμενο έτος (-1%), ενώ σημαντική άνοδος προβλέπεται στον όγκο εισαγωγών (+8%) και κάμψη στις εξαγωγές (-1%). Η αποκλιμάκωση των τιμών στις κυριότερες πρώτες ύλες ζωοτροφών (αραβόσιτος, κριθάρι, σόγια κ.α.), ήδη ορατή στο πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, αναμένεται να περιορίσει, έως έναν βαθμό, τις απώλειες των κτηνοτρόφων.

Προς το παρόν, πάντως, οι τιμές παρουσιάζουν μικρή βελτίωση που δεν θεωρείται ικανή να καλύψει τον ισχυρό αρνητικό αντίκτυπο στο εισόδημά τους λόγω της εκτόξευσης του κόστους των ζωοτροφών στη διάρκεια του 2022. Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με ορισμένες πρόσφατες εκτιμήσεις της Επιτροπής (DG-Agri, Report on Heavy Lamb and Light Lamb prices, Week 23/2023), στην ΕΕ οι τιμές στα βαριά αρνιά την τελευταία εβδομάδα του Μαρτίου του 2023 ανήλθαν σε 720 ευρώ/100 κιλά, παρουσιάζοντας, μικρή, συγκριτικά, άνοδο σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους (+9,2%), ενώ αισθητά μικρότερη ήταν η μεταβολή στα ελαφριά αρνιά (+5,1%).