Σιτηρά: Για γερά νεύρα η φετινή εμπορική σεζόν

Κάτω από τα 300 ευρώ «σπρώχνει» την εξαγωγή η Ιταλία

Το περασμένο καλοκαίρι, μέσα στη γενικότερη ευφορία για τις τιμές του σκληρού σιταριού που σε ορισμένες περιπτώσεις άγγιζαν ή και ξεπερνούσαν τα 50 λεπτά/κιλό, αρκετοί παραγωγοί έδειχναν… μαγκωμένοι. Η ανησυχία τους δεν είχε φυσικά να κάνει με την τότε εικόνα της αγοράς, αλλά με την επόμενη μέρα, όπως αυτή σκιαγραφούνταν σε ένα περιβάλλον οικονομικής αβεβαιότητας και έντονης μεταβλητότητας των τιμών των αγροτικών προϊόντων.

«Καλά είναι τα πράγματα φέτος, τι θα γίνει όμως του χρόνου αν καλλιεργήσουμε με υψηλά κοστολόγια και η αγορά γυρίσει προς τα κάτω;», αναρωτιόταν χαρακτηριστικά ένας εξ αυτών στην «ΥΧ». Αυτό ακριβώς το σενάριο που ξόρκιζε ο ίδιος και πολλοί συνάδελφοί του, μοιάζει έτοιμο να ξεδιπλωθεί τη φετινή χρονιά. Δύο περίπου εβδομάδες πριν από την έναρξη του αλωνισμού στο σκληρό, οι τιμές που ακούγονται τόσο από τη διεθνή όσο και από την εγχώρια αγορά απέχουν παρασάγγας από τις περσινές, ενώ την κατάσταση έρχεται να περιπλέξει ο ασυνήθιστα άστατος για την εποχή καιρός που, πέρα από την όποια επίπτωση στις αποδόσεις, θέτει επ’ αμφιβόλω και ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά.

Όπως έγραψε σε προηγούμενο ρεπορτάζ η «ΥΧ», οι πρώτες εξαγωγικές δουλειές για τη νέα σοδειά έγιναν πριν από λίγες εβδομάδες στα 325 ευρώ/τόνο CIF για την Ιταλία και στα 345 ευρώ/τόνο CIF για την Ισπανία. Οι τελευταίες πληροφορίες θέλουν να έχουν κλειστεί έκτοτε αρκετές ακόμα συμφωνίες στα 325 ευρώ/τόνο CIF για αμφότερους τους προορισμούς, στοιχείο που έχει τη σημασία του, δεδομένου ότι για την Ισπανία θα πρέπει να συνυπολογίσει κανείς μια διαφορά της τάξης των 10 ευρώ/τόνο στα ναύλα.

Την ίδια στιγμή, όπως πληροφορείται η «ΥΧ», Ιταλοί αγοραστές έχουν στα χέρια τους προσφορές στα 295 ευρώ/τόνο FOB από ελληνικές εμπορικές επιχειρήσεις τις οποίες ωστόσο δεν «παίρνουν», θεωρώντας ότι έχουν το περιθώριο να τις «κατεβάσουν» ακόμα περισσότερο, στα 290 ευρώ. Υπενθυμίζεται ότι οι τελευταίες εξαγωγικές δουλειές με ελληνικά σιτάρια περσινής εσοδείας, κάποιες από τις οποίες εκτελούνταν μέχρι πρόσφατα, έγιναν στην περιοχή των 300 ευρώ/τόνο FOB.

Τα νούμερα αυτά «δείχνουν» προς μια τιμή της τάξης των 25-26 ευρώ/κιλό στον παραγωγό, ωστόσο σε αυτήν τη φάση θα ήταν παρακινδυνευμένο να θεωρήσει κανείς ότι αυτή είναι η βάση από την οποία θα ξεκινήσουν τα φετινά αλώνια. Το τοπίο είναι δυναμικό και, όπως λέει χαρακτηριστικά έμπειρο στέλεχος του κλάδου, «όπως εξελίσσονται φέτος τα πράγματα, ο καιρός αναδεικνύεται στον κύριο ίσως ρυθμιστή της αγοράς».

Μεγάλο ερωτηματικό οι πρωτεΐνες

Τα 35 λεπτά/κιλό για τα οποία έχουν δεσμευθεί μέσω των συμβολαίων τους οι εγχώριες βιομηχανίες ζυμαρικών αποτελούν αυτήν τη στιγμή τη μοναδική ίσως σταθερά σε ένα ιδιαίτερα ρευστό σκηνικό. Μόνο που, με βάση τις καιρικές συνθήκες της χρονιάς, είναι αμφίβολο αν τα χρήματα αυτά θα τα πάρουν όλοι οι παραγωγοί που έχουν συνάψει συμβάσεις. Αυτό δεν έχει να κάνει με την απροθυμία των επιχειρήσεων να πληρώσουν την εν λόγω τιμή, αλλά με τη διαφαινόμενη αδυναμία να επιτευχθούν οι ζητούμενες ποιοτικές προδιαγραφές, ιδίως σε ό,τι αφορά τις πρωτεΐνες. Το ενδεχόμενο αυτό ήδη προκαλεί έντονο προβληματισμό και στα επιτελεία των βιομηχανιών, οι οποίες προσπαθούν να προβλέψουν πώς αυτό θα «μεταφραστεί» στο επίπεδο της δικής τους παραγωγής.

Πέραν της επίπτωσης στις πρωτεΐνες, τα έντονα καιρικά φαινόμενα, τα οποία μάλιστα επιμένουν σε πολλές περιοχές της χώρας, έχουν φέρει και αρκετά «πλαγιάσματα», ενώ εκτιμάται ότι θα αφήσουν πίσω τους και κάποια ποιοτικά προβλήματα (π.χ. μαύρα στίγματα), που δεν είναι συνηθισμένα στο ελληνικό σκληρό σιτάρι. Στον αντίποδα πάντως και παρά τις κατά τόπους απώλειες που προκαλούν πλημμύρες ή χαλαζοπτώσεις, οι αποδόσεις φαίνονται να κινούνται σε αρκετά καλά επίπεδα, με αποτέλεσμα οι εκτιμήσεις να τοποθετούν τη φετινή εγχώρια παραγωγή πάνω από τους 900.000 τόνους.

Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, έμπειρα στελέχη του κλάδου διακινδυνεύουν την πρόβλεψη ότι το μεγάλο κομμάτι της φυσικής αγοράς που αφορά τις βασικές ποιότητες και την εξαγωγή θα είναι, στις πρώτες τουλάχιστον «στροφές» της εμπορικής σεζόν, αρκετά πιεσμένο. Μεγαλύτερη ελαστικότητα ωστόσο και περιθώρια ανόδου ενδεχομένως να υπάρξουν για τις καλύτερες ποιότητες στις πράξεις που θα γίνουν σε επίπεδο μύλων.

Σε τρεις εβδομάδες ο «χρησμός» της Φότζια

Η «σφικτή» τιμολογιακή πολιτική των Ιταλών φαίνεται να απορρέει από την ευρέως διαδεδομένη στους εμπορικούς κύκλους της χώρας πεποίθηση ότι η παραγωγή της εντέλει θα είναι αρκετά υψηλότερη από τους 4-4,2 εκατ. τόνους για τους οποίους έγινε λόγος στο πρόσφατο συνέδριο Durum Days της Φότζια και ενδεχομένως να αγγίξει τους 5 εκατ. τόνους. Η εκτίμηση αυτή βέβαια μένει να επιβεβαιωθεί, καθώς η γειτονική χώρα έχει επίσης «χτυπηθεί» τις τελευταίες εβδομάδες από τον καιρό. Αν και η περιφέρεια της Εμίλια Ρομάνα που επλήγη από τις πρόσφατες πλημμύρες δεν αντιπροσωπεύει παρά ένα μικρό ποσοστό των καλλιεργούμενων με σκληρό σιτάρι εκτάσεων, σε αρκετές περιοχές γίνεται ήδη λόγος για «ποιοτικά θεματάκια», το εύρος και το μέγεθος των οποίων δεν έχει ακόμα αποτιμηθεί.

Είναι γεγονός πάντως ότι τα τελευταία εικοσιτετράωρα οι τιμές για την καινούργια σοδειά στην ιταλική αγορά έχουν υποχωρήσει στο επίπεδο των 320 ευρώ/τόνο (από 330-340 ευρώ/τόνο μέχρι πρόσφατα) για παράδοση στους μύλους. Η Φότζια, όπως αναμενόταν άλλωστε, δεν παρουσίασε κάποια διαφοροποίηση αυτή την εβδομάδα και, μαζί με τις υπόλοιπες βασικές ιταλικές αγορές, δεν θα δημοσιεύσει νέα λίστα τις επόμενες δύο εβδομάδες, καθώς θα βρίσκεται σε εξέλιξη η αποτίμηση της καινούργιας ιταλικής σοδειάς. Από αυτήν τη διαδικασία θα οριοθετηθούν οι νέες ποιοτικές κατηγορίες με τα αντίστοιχα spreads βάσει των οποίων θα δημοσιευθούν, εκτός απροόπτου στις 21 Ιουνίου, οι πρώτες τροχιοδεικτικές τιμές της νέας εμπορικής σεζόν.

Μεγάλες οι ελλείψεις σε Τυνησία και Ισπανία

Ρόλο-κλειδί στην πορεία και στην εξέλιξη της εμπορικής χρονιάς φαίνεται ότι θα παίξουν τα ελλείμματα που παρουσιάζουν στις παραγωγές τους η Τυνησία και η Ισπανία.

Η φετινή σοδειά της βορειοαφρικανικής χώρας εκτιμάται θα είναι μειωμένη σε ποσοστό 60%, γεγονός που σημαίνει ότι θα χρειαστεί να εισάγει μεγαλύτερες ποσότητες ευρωπαϊκού σκληρού σιταριού, πέραν του Καναδά και του Μεξικού, που διαχρονικά είναι βασικοί της προμηθευτές.

Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι στις τάξεις των μεγάλων διεθνών εμπορικών οίκων υπάρχει το τελευταίο διάστημα έντονος προβληματισμός για την οικονομική κατάσταση της χώρας, κάτι που ενδεχομένως να εκδηλωθεί σε διστακτικότητα να γίνουν νέες δουλειές εκεί. Επιπλέον, όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς, σε αντίστοιχες περιόδους κρίσης στο παρελθόν, ή όταν οι διεθνείς τιμές ήταν υψηλές, η χώρα υποκαθιστούσε ένα μέρος των αναγκών της με (φθηνότερο) μαλακό σιτάρι. Σε ό,τι αφορά την Ισπανία, οι τελευταίες εκτιμήσεις τοποθετούν τη φετινή παραγωγή στους 400.000-450.000 τόνους και το κενό θα κληθούν να καλύψουν η Γαλλία, η Ιταλία και η Ελλάδα. Τουλάχιστον μέχρι τον Ιούλιο, που θα βγουν στην αγορά τα γαλλικά σιτάρια, η χώρα θα «κινηθεί» κυρίως με σικελιάνικο και ελληνικό σκληρό, για το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, έχουν κλειστεί το τελευταίο διάστημα αρκετές συμφωνίες στα 325 ευρώ/τόνο CIF.

Με το καλημέρα πιέζει το κριθάρι η εισαγωγή

Καιρού επιτρέποντος, ξεκίνησαν τα τελευταία εικοσιτετράωρα στις «πρώιμες» περιοχές της χώρας οι πρώτες κοπές κριθαριού.

Αν και το δείγμα είναι πολύ μικρό και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αντιπροσωπευτικό για τη φετινή σοδειά, οι αποδόσεις φαίνονται υψηλότερες σε σχέση με πέρυσι, ενώ περιορισμένες είναι οι μυκητολογικές προσβολές.

Σε ό,τι αφορά τις τιμές, υπάρχει έντονη πίεση από τις εισαγωγές, καθώς από τα Βαλκάνια προσφέρεται αυτές τις μέρες προϊόν περσινής εσοδείας στα 18-19 λεπτά/κιλό παραδοτέο στη Θεσσαλονίκη. Σε τοπικό επίπεδο και από ορισμένες επιχειρήσεις ζωοτροφών έχουν επίσης ακουστεί τιμές κοντά στα 20 λεπτά, που αφορούν ωστόσο κριθάρια αγορασμένα από τις γύρω περιοχές απευθείας από τους παραγωγούς και «απαλλαγμένα» από μεταφορικά βάρη, προκειμένου να καλυφθούν άμεσες ανάγκες μέχρι τα τέλη του καλοκαιριού.