Σκληρό σιτάρι: Τσίμπησε άλλα 10 ευρώ η Φότζια, κράτει σε νέες δουλειές από τους πωλητές

Σε αναζήτηση ενός νέου σημείου ισορροπίας βρίσκεται αυτό το διάστημα η αγορά του σκληρού σιταριού, αφήνοντας πίσω της ένα δίμηνο κατακόρυφης πτώσης που οδήγησε τις εξαγωγικές τιμές αρκετά κάτω από τα 300 ευρώ/τόνο FOB.

Το θετικό πρόσημο που εμφανίζουν εσχάτως οι λίστες βασικών εμπορικών κέντρων της Ιταλίας ήταν εν πολλοίς αναμενόμενο, αφού, όπως είχε γράψει σε προηγούμενο ρεπορτάζ η «ΥΧ», ήταν διάχυτη η αίσθηση ότι η αγορά είχε «πιάσει» το ναδίρ της και ότι μια διόρθωση προς τα πάνω βρισκόταν προ των πυλών. Για την ώρα, ωστόσο, και μέχρι αποδείξεως του εναντίου, η τάση αυτή μοιάζει να έχει περισσότερο τα χαρακτηριστικά μιας απόπειρας σταθεροποίησης στα χαμηλά, παρά μιας ανοδικής αντίδρασης με διάρκεια και βάθος – ιδίως από τη στιγμή που δεν υποστηρίζεται από τη φυσική αγορά, η οποία δεν εμφανίζει κινητικότητα.

Μετά την άνοδο 15 ευρώ/τόνο στην πρώτη ποιοτική κατηγορία και 5 ευρώ/τόνο στις άλλες δύο, η Φότζια κέρδισε αυτή την εβδομάδα άλλα 10 ευρώ, με αποτέλεσμα τα πλέον ποιοτικά σιτάρια (ειδικό βάρος 78 kg/hl, υαλώδη 70%, πρωτεΐνη 12%) να διαπραγματεύονται στα 340-345 ευρώ/τόνο επί αυτοκινήτου στην αποθήκη του εμπόρου. Αντίστοιχα, οι τιμές για τη δεύτερη κατηγορία (ειδικό βάρος 76 kg/hl, υαλώδη 50%, πρωτεΐνη 11%) κινούνται στα 315-320 ευρώ/τόνο και για την τρίτη (ειδικό βάρος 74 kg/hl, υαλώδη 30%, πρωτεΐνη 10,5%) στα 295-300 ευρώ/τόνο.

Στα 320-325 ευρώ η παράδοση στον μύλο στην Ιταλία

Σε γενικές γραμμές, οι ιταλικές αγορές φαίνεται ότι έχουν συντονιστεί σε ένα επίπεδο τιμών που αντιστοιχεί σε 320-325 ευρώ/τόνο για παράδοση στον μύλο. Ωστόσο, η άνοδος στη Φότζια, σε συνδυασμό με τη δημοσιοποίηση του νέου διαγωνισμού της Τυνησίας για τουλάχιστον 50.000 τόνους σκληρού σιταριού, παραδοτέου στο διάστημα 25 Απριλίου – 20 Μαΐου, που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί χθες, Πέμπτη 4 Απριλίου, τράβηξαν, όπως ήταν αναμενόμενο, την προσοχή και της ελληνικής αγοράς, που σε πρώτη φάση αντέδρασε με παύση πωλήσεων.

Έτσι, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία εικοσιτετράωρα υπήρχε ενδιαφέρον από αγοραστές για νέες δουλειές σε τιμές της τάξης των 290-295 ευρώ/τόνο FOB, οι πωλητές ήταν απρόθυμοι να προχωρήσουν.

Προβληματισμός για την ανομβρία

Tην ίδια στιγμή, έντονος είναι ο προβληματισμός στις τάξεις των παραγωγών για την ανομβρία των τελευταίων εβδομάδων, η οποία, εφόσον συνεχισθεί τις επόμενες δύο εβδομάδες, ενδεχομένως να αποδειχθεί καθοριστική για τις αποδόσεις, ιδίως στις πιο πρώιμες περιοχές της χώρας. Σημειωτέον ότι παρόμοιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν η Κεντρική και η Νότια Ιταλία και αυτό είναι το σημείο στο οποίο εστιάζουν το τελευταίο διάστημα οι παρατηρητές της αγοράς, καθώς από εκεί θα μπορούσε να προκύψει μια αλλαγή των δεδομένων σε ό,τι αφορά τα θεμελιώδη.

H τελευταία έκδοση (τέλη Μαρτίου) του ευρωπαϊκού συστήματος παρακολούθησης καλλιεργειών JRC MARS τοποθετεί τη μέση φετινή απόδοση στην ΕΕ στα 344 κιλά/στρέμμα, αυξημένη κατά 5% σε σχέση με πέρυσι, ωστόσο εκτιμάται ότι δεν αντανακλά τη σημερινή εικόνα, καθώς βασίζεται σε δεδομένα που έχουν αντληθεί πριν από 20 τουλάχιστον μέρες.

Προς νέο χαμηλό η σοδειά της ΕΕ;

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν, επίσης, και οι τελευταίες εκτιμήσεις της Κομισιόν, που τοποθετούν τη φετινή σοδειά της ΕΕ στους 6,7 εκατ. τόνους (-13,2% από τον μέσο όρο της πενταετίας). Το νούμερο αυτό, εφόσον επιβεβαιωθεί, θα συνιστά ιστορικό χαμηλό, ωστόσο απέχει αρκετά από τους 7,6 εκατ. τόνους που προβλέπει για την ΕΕ το IGC (+8,2% σε σχέση με πέρυσι).

Παράγοντες της αγοράς σχολιάζουν στην «ΥΧ» ότι πρόκειται για δύο εκτιμήσεις που επί της ουσίας αντανακλούν δύο διαφορετικά σενάρια για τον καιρό και το πιθανότερο είναι η φετινή παραγωγή να «κάτσει» κάπου στο ενδιάμεσο, όχι πολύ μακριά από τους 7 εκατ. τόνους που διαμορφώθηκε πέρυσι.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, πάντως, και υπό την προϋπόθεση «φυσιολογικών καιρικών συνθηκών» –που, όπως προαναφέραμε, δεν πρέπει να θεωρούνται δεδομένες–, το IGC αναμένει μια αύξηση 10,2% της παραγωγής στους 34,6 εκατ. τόνους, με τον Καναδά να ανακάμπτει στους 5,5 εκατ. τόνους (+36% σε σχέση με πέρυσι) και την Τουρκία να σημειώνει νέο ρεκόρ, ξεπερνώντας τους 4,5 εκατ. τόνους. Η παγκόσμια κατανάλωση τοποθετείται από το IGC στους 34,2 εκατ. τόνους, ενισχυμένη κατά 0,9% σε σύγκριση με την περσινή σεζόν, ενώ τα τελικά αποθέματα, αν και αυξημένα κατά 5,3%, θα παραμείνουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα της τάξης των 5,2 εκατ. τόνων.