Σπατάλη τροφίμων: H μάχη της γενιάς μας;

Food waste from Cedar Rapids and Marion Wal-Mart and Sam's Club stores will be worked into yard waste and composted at the Solid Waste Agency's compost site at the Site 1 landfill on Thursday, Sept. 8, 2011, in Cedar Rapids. (Liz Martin/SourceMedia Group News)

του Θεοφάνη Ζαχαράτου, οικονομολόγου και υποψήφιου διδάκτορα του Τμήματος
Διοίκησης Επιχειρήσεων Αγροτικών Προϊόντων και Τροφίμων, Πανεπιστήμιο Πατρών

Η σπατάλη τροφίμων σε επίπεδο νοικοκυριού (HFW) αποτελεί πλέον ένα αρκετά αναγνωρίσιμο πρόβλημα και στη χώρα μας. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα ερευνών, που διεξάγουμε ως εργαστήριο Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Αγροτικού Χώρου του Πανεπιστημίου Πατρών, οι καταναλωτές αποκρίνονται θετικότερα στο ερώτημα αν γνωρίζουν το πρόβλημα της σπατάλης τροφίμων σε σχέση με το παρελθόν.

Ενδεικτικά, σε έρευνά μας το 2014 οι θετικές απαντήσεις για τη γνώση του προβλήματος της σπατάλης τροφίμων έφταναν στο 40%, ενώ σήμερα, από τα αποτελέσματα αντίστοιχων ερευνών, έχουμε ποσοστά που ξεπερνούν το 70% με 80%! Τα παραπάνω αποτελούν τη μία όψη του νομίσματος, την αισιόδοξη πλευρά της ιστορίας. Σύμφωνα με αυτήν, οι καταναλωτές μπορούν να αναφέρουν και να περιγράψουν σε ικανοποιητικό βαθμό το πρόβλημα, ακόμα και πιθανές λύσεις και μεθόδους για να προλάβουν ή να μειώσουν τη σπατάλη τροφίμων.

Παράλληλα, η χρήση του ίντερνετ και η ευκολότερη διάχυση της πληροφορίας, σε συνδυασμό με την επικράτηση στον δημόσιο διάλογο των θεμάτων της κλιματικής αλλαγής, των περιβαλλοντικών προκλήσεων και της βιώσιμης ανάπτυξης, έχουν θετικό αντίκτυπο στην εμπέδωση του προβλήματος της σπατάλης τροφίμων από τους καταναλωτές.

Από την άλλη, όμως, έχουμε μια δυσάρεστη πραγματικότητα, η οποία περιλαμβάνει πολύ υψηλά ποσοστά σπατάλης τροφίμων στα ελληνικά νοικοκυριά (σύμφωνα με δημοσιευμένα στοιχεία βρισκόμαστε στην πρώτη θέση στην ΕΕ), έλλειμμα εκπαίδευσης των καταναλωτών, απουσία υποδομών, αλλά και δεδομένων για τις ποσότητες τροφίμων που τελικά απορρίπτονται στα σκουπίδια.

Σε αυτά μπορούμε να προσθέσουμε και όσα διαχρονικά παρατηρούμε μέσα από τις έρευνες τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, δηλαδή το γεγονός ότι η γνώση ενός προβλήματος δεν οδηγεί αυτόματα σε αλλαγές των στάσεων και της συμπεριφοράς μας ως καταναλωτών. Η αλλαγή της καταναλωτικής μας συμπεριφοράς και η υιοθέτηση πιο φιλικών προς το περιβάλλον στάσεων είναι μεν ζητούμενο, αλλά είναι και κάτι που χρειάζεται χρόνο, προσπάθεια και μέθοδο.

Μεγαλύτερη σπατάλη από τις «αγορές πανικού»

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αλλαγών στη καταναλωτική συμπεριφορά αποτελούν τα όσα καταγράφηκαν και κατά τη διάρκεια των lockdowns, λόγω της πανδημίας που προκάλεσε η COVID-19.

Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, αρχικά η πανδημία ενέτεινε το πρόβλημα της σπατάλης τροφίμων, καθώς οι καταναλωτές προχώρησαν σε αυτό που αναφέρουμε ως «αγορές πανικού», αυξάνοντας τις ποσότητες τροφίμων που αγόρασαν μπροστά στο «άγνωστο» που έφερνε η υγειονομική κρίση.

Στη συνέχεια, αυτή η κατάσταση ομαλοποιήθηκε, ενώ τελικά παρατηρήθηκε μείωση των ποσοτήτων των τροφίμων που κατέληγαν στα σκουπίδια των νοικοκυριών. Αυτό οφείλεται στο ότι οι καταναλωτές περνούσαν πολύ περισσότερο χρόνο στο σπίτι, με αποτέλεσμα την καλύτερη διαχείριση των τροφίμων.

Αφιέρωσαν περισσότερο χρόνο για την προετοιμασία των αγορών, τον τακτικό έλεγχο των ημερομηνιών λήξης και των προτεινόμενων ημερομηνιών ανάλωσης και γενικά για την καλύτερη οργάνωση του νοικοκυριού τους, των αγορών τροφίμων και την προετοιμασία των γευμάτων.

Σε αυτό το σημείο, μπορεί κάποιος να αναρωτιέται γιατί μας απασχολεί όλο και πιο έντονα αυτό το ζήτημα; Γιατί να αφιερώνονται άρθρα στον καθημερινό, αλλά και στον επιστημονικό τύπο, για τη σημασία της σπατάλης τροφίμων; Είναι οι επιπτώσεις της σπατάλης τροφίμων τόσο έντονες όσο συχνά πυκνά αναφέρεται;

Εν συντομία, μπορούμε να σταχυολογήσουμε τα παρακάτω και να υπερθεματίσουμε στο γιατί η πρόληψη και η μείωση της σπατάλης τροφίμων αποτελεί λύση ή μέρος της λύσης σε αρκετά από τα σύγχρονα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε.

  • Παγκοσμίως, πάνω από 820 εκατ. συνάνθρωποί μας βρίσκονται σε κατάσταση πείνας, ενώ βιώνουμε μια εντεινόμενη επισιτιστική κρίση, όχι ίδιας έντασης οριζοντίως, αλλά επικίνδυνη ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία. Την ίδια στιγμή, το 1/3 της συνολικής παραγωγής τροφίμων δεν φτάνει ποτέ στο πιάτο μας, καθώς «χάνεται» κατά μήκος της αλυσίδας εφοδιασμού.
  • Το περιβάλλον βρίσκεται σε κρίση, η βιοποικιλότητα απειλείται (από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, η βιολογική ποικιλότητα στον πλανήτη μας έχει μειωθεί κατά 40% και συνεχίζει να μειώνεται με ραγδαίους ρυθμούς) και η κλιματική αλλαγή μέσα από τις επιπτώσεις της δυσκολεύει πλέον την καθημερινότητά μας. Αν η σπατάλη τροφίμων ήταν χώρα, θα βρισκόταν στην τρίτη θέση μετά τις ΗΠΑ και την Κίνα στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.
  • Κάθε χρόνο, χρειαζόμαστε ενάμιση πλανήτη για να καλύψουμε τις όλο και αυξανόμενες ανάγκες μας, ενώ έως το 2030 θα χρειαζόμαστε δύο πλανήτες για να συντηρήσουν τον τρόπο ζωής μας και έως το 2050 σχεδόν τρεις πλανήτες. Επίσης, σήμερα βιώνουμε μία από τις μεγαλύτερες ενεργειακές κρίσεις των τελευταίων 50 ετών.
  • Τη σπατάλη τροφίμων συνοδεύει και μια τεράστια σπατάλη φυσικών πόρων, καλλιεργήσιμη γη, νερό, ενέργεια και εφόδια για τρόφιμα που ενώ παράχθηκαν δεν καταναλώθηκαν ποτέ.
  • Η παραγωγή τροφίμων έχει ένα κόστος ευκαιρίας. Ας αναλογιστούμε όλα όσα εναλλακτικά θα μπορούσαμε να έχουμε παραγάγει, αν είχαμε επενδύσει διαφορετικά τους πόρους που επενδύσαμε σε τρόφιμα που τελικά πετάχτηκαν στα σκουπίδια.

Μία σημαντική μάχη

Τα παραπάνω περιγράφουν τους λόγους για τους οποίους η ερευνητική μας ομάδα με επικεφαλής τον αναπλ. καθηγητή Μάρκετινγκ, Προκόπη Θεοδωρίδη, μελετά συστηματικά τη συμπεριφορά του καταναλωτή αναφορικά με το πρόβλημα της σπατάλης τροφίμων.

Πολύ περισσότερο, όλα τα παραπάνω στοχεύουν στο να αναδείξουν πώς η πρόληψη και η μείωση της σπατάλης τροφίμων αποτελεί μια σημαντική μάχη της γενιάς μας και απάντηση σε προβλήματα που αντιμετωπίζουμε τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.

Για αυτό άλλωστε και η μείωση της απώλειας και της σπατάλης τροφίμων (FLW) συμπεριλαμβάνεται και στους 17 Στόχους για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (SDGs) του ΟΗΕ, τον οδικό χάρτη που έχουμε στα χέρια μας για να μπορέσουμε να πετύχουμε ένα πιο δίκαιο και φιλικό προς τον άνθρωπο και το περιβάλλον μοντέλο ανάπτυξης αφήνοντας πίσω το «business as usual».