Στήριγμα στην εξωστρέφεια βρήκε η αποσταγματοποιία μέσα στην κρίση

Αύξηση 22% στις εξαγωγές το 2021, νέα λανσαρίσματα ετοιμάζουν οι επιχειρήσεις

Aύξηση 22% στις εξαγωγές των ελληνικών αποσταγμάτων καταγράφουν τα στοιχεία του ΣΕΑΟΠ (Σύνδεσμος Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων & Αλκοολούχων Ποτών), τη στιγμή που ο κλάδος επενδύει σε νέα προϊόντα, πολλά από τα οποία θα παρουσιαστούν στην εκδήλωση «Ελληνικό Απόσταγμα 2023», που θα πραγματοποιηθεί στο Ωδείο Αθηνών μεθαύριο, Κυριακή 29 Ιανουαρίου.

Ο στόχος, σύμφωνα με τους επιχειρηματίες του χώρου, είναι τα ελληνικά ποτά να μπουν με άλλη δυναμική στα μπαρ, ακολουθώντας και τη νέα μόδα των κοκτέιλ. Η εξωστρέφεια του κλάδου, πάντως, έχει σε μεγάλο βαθμό υποστηρίξει την ελληνική παραγωγή αποσταγμάτων και ποτών, η οποία περιλαμβάνει 330 παραγωγικές μονάδες από τις οποίες «βγαίνουν» ετησίως περί τις 67 εκατ. φιάλες. Το 72% είναι προϊόντα Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης ενώ τα έσοδα του κράτους από τον ΕΦΚ το 2021 ήταν 85,1 εκατομμύρια ευρώ.

Ο δείκτης εξωστρέφειας (εξαγωγές προς εγχώρια παραγωγή) αυξήθηκε κατά 9 μονάδες την τελευταία δεκαετία, καθώς το 2021 διαμορφώθηκε στο 71,2% από 62,3% που ήταν το 2012, όταν το 2010 ήταν 41,4%. Η αξία των εξαγωγών το 2021 για το οποίο ο ΣΕΑΟΠ διαθέτει πλήρη στοιχεία ανήλθε στα 86,4 εκατ. ευρώ από 78,6 εκατ. ευρώ το 2020, σημειώνοντας αύξηση 9,8% σε σύγκριση με το 2020. Διαχρονικά, η αξία των εξαγωγών του κλάδου εμφανίζει ανοδική πορεία: τη δεκαετία 2012-2021 η αύξηση φτάνει το 18%, καθώς το 2012 οι εξαγωγές ανέρχονταν σε 73,2 εκατ. ευρώ.

Το 43% των εξαγωγών κατευθύνεται στη Γερμανία και το 14% στο Ιράκ. Ακολουθούν με μερίδιο 9% η Βουλγαρία και από 3% η Τσεχία, οι ΗΠΑ, η Ολλανδία, η Κύπρος και η Πολωνία. Στο 2% είναι το μερίδιο των εξαγωγών για τη Λετονία, τη Γαλλία και τη FYROM και στο 1% για την Αυστρία, την Ισπανία, τη Ρουμανία, το Ισραήλ και την Αυστραλία.

Ο αριθμός των ποτοποιείων στην Ελλάδα (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι επιχειρήσεις που λειτουργούν αποκλειστικά ως αποσταγματοποιεία) είναι 239, εκ των οποίων το 12% στην Κεντρική Μακεδονία, το 12% στη Δυτική Ελλάδα, το 11% στο Βόρειο Αιγαίο και από 10% σε Θεσσαλία και Κρήτη. Γενικά, η παραγωγή καταγράφει αυξητική τάση, λόγω της στροφής που επέδειξαν οι επιχειρήσεις του κλάδου προς τις εξαγωγές, καταφέρνοντας να έχει μικρές απώλειες (ακόμα και το 2020) σε μια περίοδο που η εγχώρια ζήτηση υποχώρησε δραστικά.

Η εγχώρια παραγωγή αποσταγμάτων και άλλων αλκοολούχων ποτών διαμορφώθηκε το 2021 σε 18,8 εκατ. λίτρα αλκοόλης (+1% από το 2020), έπειτα από την υποχώρηση που εμφάνισε το 2020 έναντι του 2019 (-6,5%). Στη δεκαετία 2012-2021 εμφανίζει αύξηση 13,31% (+2,12 εκατ. λίτρα).

Σχεδόν 10% της παραγωγής πλέον το τσίπουρο

Το ούζο συνεχίζει να αποτελεί το κυρίαρχο και πλέον εξαγώγιμο ποτό της ελληνικής ποτοποιίας και αποσταγματοποιίας, με μερίδιο επί της παραγωγής που φτάνει το 62,5% του συνόλου. Η παραγωγή του το 2021 μειώθηκε μεν κατά 5,7% (από 12,5 εκατ. λίτρα άνυδρα το 2020, σε 11,8 εκατ. λίτρα το 2021), όμως η πορεία του την τελευταία 10ετία είναι ανοδική (αύξηση δεκαετίας περί το 13%). Το 70% των ποσοτήτων που παράγονται κατευθύνεται εκτός Ελλάδος.

Το τσίπουρο/τσικουδιά αυξάνει συνεχώς το μερίδιό του στο σύνολο της ελληνικής παραγωγής, φτάνοντας το 2021 το 9,13% από 6% το 2012. Το 2021 η παραγωγή του εμφάνισε αύξηση 11,5% στα 1,72 εκατ. λίτρα άνυδρα έναντι 1,54 εκατ. λίτρα το 2020. Στη 10ετία η αύξηση της παραγωγής φτάνει το 75%, καθώς από τα 0,98 εκατ. λίτρα το 2012 έφτασε, όπως προαναφέρθηκε, τα 1,72 εκατ. λίτρα το 2021.

Το μερίδιο των λικέρ παραμένει σταθερό στο 3,5%-4%, ωστόσο η παραγωγή τους αυξήθηκε σημαντικά σε ποσοστό 44,6% μέσα σε έναν χρόνο, καθώς από 0,55 εκατ. λίτρα αλκοόλης το 2020 έφτασε τα 0,8 εκατ. το 2021. Στη δεκαετία, η αύξηση φτάνει το 86%, καθώς το 2012 η παραγωγή περιοριζόταν σε 0,4 εκατ. λίτρα αλκοόλης.

Όπως σημειώνουν οι επαγγελματίες του κλάδου, τα ελληνικά αλκοολούχα ποτά υπερφολογούνται, καθώς ο ΕΦΚ αντιστοιχεί σε πάνω από το 1/3 της τελικής τιμής, ενώ συνδυαστικά και με τον ΦΠΑ οι φόροι αποτελούν πάνω από το 50% της τελικής τιμής.