Σχεδόν 7.500 ευρώ πληρώνει η μέση ευρωπαϊκή εκμετάλλευση για λιπάσματα

Πριν από λίγες μέρες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε έκθεση για την ευρωπαϊκή αγορά λιπασμάτων. Σε αυτήν καταγράφονται ενδιαφέροντα στοιχεία και διαπιστώσεις, καθώς και οι τελευταίες εξελίξεις στο νομοθετικό πλαίσιο της αγοράς. Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, η ΕΕ παραμένει από το 2014 καθαρός εισαγωγέας λιπασμάτων. Αύξηση έχουν σημειώσει οι τιμές των λιπασμάτων τα τελευταία χρόνια, εξαρτώμενες σε μεγάλο βαθμό από τις αντίστοιχες εξελίξεις της αγοράς ενέργειας.

Επιπλέον, παρατηρείται μια επιβράδυνση του ρυθμού μείωσης της χρήσης των λιπασμάτων εντός ΕΕ. Στην έκθεση αναφέρεται η γεωργία ακριβείας ως λύση για ταυτόχρονη αύξηση της παραγωγικότητας και μείωση της χρήσης των λιπασμάτων.

Ορισμένα από τα κυριότερα σημεία της έκθεσης είναι τα ακόλουθα:

Τιμές λιπασμάτων: Οι τιμές στα αζωτούχα λιπάσματα (η μεγάλη δηλαδή πλειονότητα, ή το 60% του όγκου των λιπασμάτων παγκοσμίως) συνδέονται άμεσα με τις εξελίξεις τιμών στην αγορά ενέργειας. Αντίθετα, στα λιπάσματα που η παραγωγή τους βασίζεται σε πετρώματα, όπως ο φώσφορος και το ποτάσιο, η ανωτέρω σχέση είναι ασθενέστερη.

Σύμφωνα με την έκθεση, το 2018 οι τιμές των λιπασμάτων ήταν αυξημένες κατά 40% σε σχέση με τις τιμές το 2006. Ακόμα ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της ευρωπαϊκής αγοράς λιπασμάτων είναι ότι οι τιμές διαφέρουν σημαντικά από χώρα σε χώρα ή ακόμα και ανά περιοχές της ίδιας χώρας της ΕΕ. Η λίπανση καταλαμβάνει το 10% της ενδιάμεσης κατανάλωσης, ενώ μπορεί να φτάνει ακόμα και στο 19% στις εκμεταλλεύσεις με αροτραίες καλλιέργειες. Το 2016, το κόστος της λίπανσης εκτιμήθηκε σε 7.500 ευρώ ετησίως/εκμετάλλευση.

Χρήση λιπασμάτων: Μετά από μια ισχυρή μείωση της χρήσης λιπασμάτων τις δεκαετίες 1990 και 2000 λόγω των μεταρρυθμίσεων της ΚΑΠ, η συνολική χρήση σταθεροποιήθηκε την τελευταία δεκαετία. Από το 2005, η αξία της ευρωπαϊκής αγοράς των λιπασμάτων αυξάνεται 3% ετησίως, αν και η αύξηση αυτή φθίνει τα τελευταία χρόνια. Το 2017, η αξία της ευρωπαϊκής αγοράς λιπασμάτων έφτασε τα 17 δισ. ευρώ.

Γαλλία, Γερμανία και Μεγάλη Βρετανία αντιπροσωπεύουν το 40% της αγοράς. Ο όγκος των χρησιμοποιούμενων λιπασμάτων στην ΕΕ αντιστοιχεί στο 10% των χρησιμοποιούμενων λιπασμάτων παγκοσμίως. Στην έκθεση σημειώνεται ότι η χρήση λιπασμάτων μειώνεται στην ΕΕ των 15, αλλά αυξάνεται στην ΕΕ των 13, των κρατών-μελών δηλαδή που εισήλθαν στην Ένωση μετά το 2004. Από το 2006 έως το 2016, η μεγαλύτερη αύξηση σημειώθηκε στη Βουλγαρία (8,5%) και τη Ρουμανία (5,9%), αλλά με χαμηλό σημείο εκκίνησης σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ.

Περιβαλλοντικές επιπτώσεις: Εδώ, σύμφωνα με την έκθεση, το νόμισμα έχει δύο όψεις: Από τη μία, η παραγωγή αζωτούχων λιπασμάτων προϋποθέτει τη χρήση μεγάλων ποσοτήτων ορυκτών καυσίμων (φυσικό αέριο και άνθρακα), επομένως έχει αρνητικό αντίκτυπο στο παραγωγικό ισοζύγιο των αερίων του θερμοκηπίου του αγροτικού τομέα. Από την άλλη πλευρά, η χρήση λιπασμάτων προσδίδει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στη φυτική παραγωγή. Δηλαδή, υψηλότερη παραγωγή μπορεί να παραχθεί σε μικρότερη επιφάνεια γης.