Συλλογή σπόρου πεπονιού στο Τυχερό Έβρου με φυσική επιλογή

Ιδιαίτερα αυξητική είναι η τάση της καλλιέργειας πεπονιού στο Τυχερό Έβρου, γεγονός που οφείλεται στο έντονο ενδιαφέρον νέων ανθρώπων. Φέτος καλλιεργήθηκαν 700 στρέμματα, τα περισσότερα με τη διάσημη Χρυσή Κεφαλή και περίπου 100 από αυτά με Κρεμαστό. Οι αποδόσεις θεωρούνται καλές, κυμάνθηκαν στα 400-500 κιλά το στρέμμα, ενώ έφτασαν και μέχρι τους 1,5-1,8 τόνους.

Οι καιρικές συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές, λόγω των παρατεταμένων και υψηλών θερμοκρασιών που επικράτησαν, σχολιάζει ο γεωπόνος και καλλιεργητής Βαγγέλης Δέδογλου, εξηγώντας ότι λειτουργούν ανασταλτικά στην ανάπτυξη του φυτού. «Το πεπόνι χρειάζεται υψηλές θερμοκρασίες αλλά όχι τόσο, και μάλιστα διαρκείας. Ο καύσωνας ξεκίνησε στα μέσα Ιουλίου και έφτασε μέχρι τα τέλη Αυγούστου».

Ως προς την ανομβρία, θυμίζει ότι το πεπόνι δεν είναι υδρόφιλο, ενώ σημειώνει ότι ορισμένα χωράφια με υψηλές αποδόσεις δεν ποτίστηκαν καθόλου. Η φετινή σοδειά πουλήθηκε τοπικά στη Θεσσαλονίκη και μικρές ποσότητες στην Αθήνα.

Οι καλλιεργητές ολοκλήρωσαν και το τελευταίο στάδιο της καλλιέργειας, αυτό της συλλογής σπόρου, που απαιτεί εμπειρία, γνώσεις και ιδιαίτερη προσοχή, όπως αναφέρει ο ίδιος. «Η Χρυσή Κεφαλή και το Κρεμαστό είναι πληθυσμός, δεν είναι υβρίδιο. Συλλέγουμε μόνοι μας τον σπόρο, από πεπόνια που είναι απαλλαγμένα από ασθένειες. Είναι σημαντικό να έχει γίνει καλή γονιμοποίηση, να είναι τραγανό και γεμάτο. Πλένουμε και στεγνώνουμε τον σπόρο και κρατάμε τον καλύτερο, γιατί δεν έχουν όλοι φυτρωτική ικανότητα».

Στην ουσία ακολουθούν τη φυσική επιλογή των πλέον εύρωστων, για τη διαιώνιση του είδους. Ο σπόρος που αποθηκεύεται σωστά σε χώρο χωρίς υγρασία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμη και μετά από πέντε χρόνια.

Στον Έβρο, τον τοποθετούν σε μικρά υφασμάτινα σακιά που ταυτόχρονα επιτρέπουν τον αερισμό. Ο συγκεκριμένος σπόρος δίνεται και σε καλλιεργητές άλλων περιοχών, επί παραδείγματι στις Σέρρες, πλην όμως το αποτέλεσμα της καλλιέργειας εξαρτάται από τη γεωγραφική περιοχή.

Οι καλές αποδόσεις εκτιμά ότι θα αυξήσουν τις καλλιεργούμενες εκτάσεις τόσο από τους παλαιότερους, όσο και από τους νέους αγρότες.