Τα συν και τα πλην του ελληνικού βαμβακιού και το εργαλείο της γεωργίας ακριβείας

Tα αποτελέσματα των ερευνών για την ποιότητα των ποικιλιών ελληνικού βάμβακος, που σποροπαράγονται στην Ελλάδα από το 2016 έως σήμερα, παρουσίασε στη διάρκεια της εσπερίδας της ΔΟΒ στη Θεσσαλονίκη ο πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Ποιοτικού Ελέγχου Ταξινόμησης και Τυποποίησης, Δρ. Μωχάμεντ Νταράουσε.

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της συνεργασίας του Κέντρου με τη ΔΟΒ, με κύριο στόχο τη δημιουργία μιας εθνικής βάσης δεδομένων για την πορεία της ποιότητας, αλλά και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των ποικιλιών που καλλιεργούνται στην Ελλάδα και σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας-ανταγωνιστικότητας του προϊόντος και την καλύτερη προώθησή του.

Σύμφωνα με όσα ανέφερε ο προϊστάμενος του Εθνικού Κέντρου, Δρ. Μωχάμεντ Νταράουσε, μεγάλο μειονέκτημα για την ποιότητα του ελληνικού βαμβακιού είναι ο μικρός κλήρος που φέρνει ανομοιομορφία στα χωράφια και δυσχεραίνει τη δημιουργία μετρήσιμων ποιοτικών ποσοτήτων για την αγορά. Για τον λόγο αυτόν, όπως είπε, είναι απαραίτητα τα συλλογικά σχήματα που θα μειώσουν το κόστος παραγωγής. Ακόμη ένας παράγοντας της ποιότητας είναι η κινητροδότηση για τον παραγωγό με την αντίστοιχη αμοιβή για την καλή ποιότητα του προϊόντος, η οποία θα τον κάνει να διαφοροποιηθεί έναντι των άλλων παραγωγών.

Βελτίωση σε μήκος ίνας και micronaire

Στο σκέλος των ερευνών καταγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι, σε επίπεδο χώρας, το βαμβάκι βρίσκεται σε πολύ καλά επίπεδα. Ειδικότερα, το μήκος των ινών (mm) καταγράφει σημαντική και συνεχή αύξηση από 37% το 2016 σε 82% το 2021, το micronaire μειώθηκε σταδιακά από 4,7 σε 4,4 το 2020, είναι ποιοτικά καλό, αλλά απαιτείται προσοχή, γιατί το 2021 αυξήθηκε σε 43% που οφείλεται πάντως στην ιδιαιτερότητα της χρονιάς και τις άστατες καιρικές συνθήκες ως συνέπεια της κλιματικής αλλαγής. Σημαντική και συνεχής αύξηση παρατηρήθηκε και στην αντοχή των ινών από 33% το 2016 σε 82% το 2021 και είναι ποιοτικά πολύ καλό.

Oι αδυναμίες

Από τις αδυναμίες που καταγράφονται για το προϊόν είναι το χρώμα (λόγω βροχών ή κακής διαχείρισης του προϊόντος από παραγωγούς και εκκοκκιστικές επιχειρήσεις) και η παρουσία ξένων υλών. Το χρώμα, όπως είπε ο κ. Νταράουσε, καθορίζει το 50% της τιμής του βαμβακιού. Ειδικότερα, το 2016 το λευκό κυτίο χρώματος ήταν σε χαμηλό επίπεδο (18%), το 2017 έφτασε 47%, ενώ το 2021 ήταν 24% (Μ.Ο. ετών).

Σε ό,τι αφορά τις ξένες ύλες και κυρίως τη λεπτή και αόρατη σκόνη που οφείλεται στην κακή διαχείριση του προϊόντος, η ποιότητα είναι μέτρια προς χαμηλή, αφού η αναλογία του leaf grade 1-3 κυμάνθηκε σε 20%-23% και το leaf grade 3-4 κυμάνθηκε 67%-76%. Σε επίπεδο περιφερειών, το καλύτερο βαμβάκι παράγεται στη Θεσσαλία, καθώς έχει τα καλύτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά σε μήκος, αντοχή και micronaire, η αναλογία του κυτίου χρώματος είναι χαμηλή (Μ.Ο. 40%), αλλά καλύτερο από άλλες περιφέρειες, ενώ έχει και αυξημένες ξένες ύλες.

Η Μακεδονία φέρει καλά ποιοτικά χαρακτηριστικά σε μήκος, αντοχή και micronaire, με αδυναμία όμως στο χρώμα (Μ.Ο. ετών 22%) –που ίσως οφείλεται στο θέμα της υγρασίας– και τις αυξημένες ξένες ύλες. Η Θράκη έχει καλύτερο κυτίο χρώματος σε σχέση με Μακεδονία και Στερεά Ελλάδα και χαμηλό ποσοστό ξένων υλών, όμως χαμηλότερο μήκος και αντοχή ινών σε σχέση με άλλες περιφέρειες, όπως και αυξημένη αναλογία micronaire. Η Στερεά Ελλάδα έχει καλά ποιοτικά χαρακτηριστικά, χαμηλότερο ποσοστό ξένων υλών, έχει όμως πολύ χαμηλή αναλογία λευκού κυτίου χρώματος (Μ.Ο. ετών 19%).

Ο κ. Νταράουσε τόνισε ότι υπάρχει πολύ καλό γενετικό υλικό στην Ελλάδα για να παραχθεί η ποιότητα και η καλή απόδοση σε ίνα, αρκεί να γίνει η σωστή επιλογή, λαμβάνοντας υπόψη τη σταθερότητα της ποικιλίας και την καταλληλόλητά της για την κάθε περιοχή.

Η στρατηγική συνεργασία ΔΟΒ με ΕΛΓΟ Δήμητρα

Από την πλευρά του, στη στρατηγική σύμπραξη του ΕΛΓΟ-Δήμητρα και της ΔΟΒ, αναφέρθηκε ο διευθύνων σύμβουλος του Οργανισμού, Παναγιώτης Χατζηνικολάου. Ειδικότερα, μίλησε για το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που υλοποιείται με άξονες την ποιότητα, την ταυτότητα/πιστοποίηση, το περιβάλλον και την εκπαίδευση των παραγωγών και με διαδραστικές ενέργειες εκκοκκιστών, παραγωγών και δομών του ΕΛΓΟ, του Εθνικού Κέντρου Βάμβακος, ερευνητικών ινστιτούτων και εκπαιδευτικών κέντρων Δήμητρα.

Πρωταρχικός στόχος αυτής της σύμπραξης είναι η υιοθέτηση γεωργίας ακριβείας στη βαμβακοκαλλιέργεια και την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών ακριβείας για τη βελτίωση της ποιότητας-ποσότητας του παραγόμενου προϊόντος και τη μείωση των εισροών. Για τον σκοπό αυτόν, και σύμφωνα με το έργο «προκαταρκτικές δράσεις σε πιλοτικούς αγρούς για ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών γεωργίας ακριβείας στη βαμβακοκαλλιέργεια» –και το οποίο αποτελεί τη βάση για επόμενο πολυετές έργο–, έχουν επιλεγεί πέντε παραγωγοί σε διάφορες περιοχές της χώρας, Λαμία, Κιλελέρ, Τρίκαλα Ημαθίας, Φανάρι Κομοτηνής και Καρδίτσα, οι οποίοι έχουν ψηφιοποιηθεί με παράλληλες προετοιμασίες των αγρών (ψηφιοποίηση των κατάλληλων αγροτεμαχίων, εγκατάσταση μετεωρολογικών σταθμών, ανάλυση εδάφους, προκαταρκτικός σχεδιασμός ζωνών διαχείρισης λιπαντικής πρακτικής με χρήση δορυφορικών εικόνων κ.λπ.), προκειμένου να δημιουργηθεί ένα ιστορικό και να ενσωματωθούν, σε ελεγχόμενες συνθήκες, γεωργικές πρακτικές και κυρίως σε ό,τι αφορά τη βελτίωση των απαιτήσεων σε άρδευση, καθώς υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης τόσο στην άρδευση όσο και στη λίπανση.

Στόχος θα είναι η περάτωση ειδικών τεχνικών μελετών που αφορούν την καταγραφή του αποτυπώματος του άνθρακα και του υδατικού αποτυπώματος, της οικονομικότητας της καλλιέργειας, της χρήσης τύπων συλλεκτικής μηχανής, της χρήσης συστημάτων καλλιέργειας σε στενή γραμμή και της χρήσης συστημάτων μειωμένης κατεργασίας.

Σκοπός αυτών των δράσεων, όπως είπε ο κ. Χατζηνικολάου, είναι η προετοιμασία των αγρών όχι μόνο στις απαιτήσεις της ΚΑΠ, μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων για την προσαρμογή και μετάβαση σε πιο αειφόρα συστήματα παραγωγής βαμβακιού, αλλά και των νέων προκλήσεων της εποχής. «Μακροπρόθεσμος στόχος του έργου είναι η δημιουργία μιας ικανής δεξαμενής παραγωγών, υψηλής κατάρτισης στην καλλιέργεια του βαμβακιού, των οποίων οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις θα λειτουργήσουν ως υποδειγματικά παραδείγματα διάχυσης γνώσης προς τους υπόλοιπους καλλιεργητές», κατέληξε ο κ. Χατζηνικολάου.