Ταμείο Εγγυήσεων: Ψάχνουν αντίδοτο στη στασιμότητα της χρηματοδότησης

Προωθείται λύση για να αξιοποιηθεί ο συνδυασμός του εργαλείου με τον Αναπτυξιακό

Εντείνονται οι διεργασίες για να τρέξει το χρηματοδοτικό εργαλείο του Ταμείου Εγγυήσεων Αγροτικής Ανάπτυξης (ΤΕΑΑ). Δεν έχουν περάσει παρά λίγες μέρες από τις δηλώσεις του υπουργού, Σπήλιου Λιβανού, ότι οι τράπεζες πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να επιταχύνουν τις διαδικασίες παροχής ρευστότητας στους παραγωγούς.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που παραθέτει το ΥΠΑΑΤ, οι αιτήσεις ένταξης στη χρηματοδότηση του ΤΕΑΑ έχουν φτάσει τα 111 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, οι εκταμιεύσεις είναι μόλις 10 εκατ. ευρώ. Η «ΥΧ» μίλησε με τους εμπλεκομένους στο εργαλείο, προσπαθώντας να εντοπίσει τα αίτια που ακόμη η στρόφιγγα της χρηματοδότησης δεν έχει ανοίξει.

Ασθενής η συμμετοχή ορισμένων τραπεζών

Όπως προκύπτει από το ρεπορτάζ της «ΥΧ», το ΥΠΑΑΤ έχει στη διάθεσή του δεδομένα, τα οποία προέρχονται από ερωτηματολόγιο που εστάλη σε αιτούντες στο ΠΣΚΕ. Πρώτο σημείο που προκύπτει από τις απαντήσεις είναι ότι οι ενδιαφερόμενοι δανειολήπτες δεν είναι ικανοποιημένοι από την πληροφόρηση που λαμβάνουν από τις τράπεζες ή τουλάχιστον από ορισμένες εξ αυτών.

Ερωτώμενος για το θέμα, ο διευθύνων σύμβουλος της Συνεταιριστικής Τράπεζας Καρδίτσας, Παναγιώτης Τουρναβίτης, δήλωσε στην «ΥΧ»: «Εμείς προχωράμε κανονικά και μπορώ να σας πω ότι η δανειοδότηση που έχουμε προσφέρει είναι 60% πάνω σε σχέση με μεγάλες τράπεζες που συμμετέχουν στο εργαλείο. Η δανειοδότηση αποκλειστικά με κεφάλαιο κίνησης, κάτι που είχαμε ζητήσει, έχει ζήτηση από μεμονωμένους παραγωγούς και πάει καλά».

Αξίζει να σημειωθεί ότι την κατάσταση παρακολουθεί και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, η οποία περιμένει καλύτερες επιδόσεις στο προσεχές διάστημα και πιο ενεργή συμμετοχή από κάποιες τράπεζες. Το χαρτοφυλάκιο που μοιράστηκε, άλλωστε, φτάνει έως τα 450 εκατ. ευρώ, με όρους που επιτρέπουν στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να περιορίσουν το ρίσκο τους, επομένως, όπως δήλωσε στέλεχος της EBI στην «ΥΧ», «θα πρέπει και οι τράπεζες να κάνουν αυτό που συμφώνησαν».

Η περικοπή της ενίσχυσης

Δεύτερο σημείο που αναδεικνύουν οι απαντήσεις των ερωτηθέντων είναι η απώλεια μέρους της ενίσχυσης ενός προγράμματος του ΠΑΑ. Πρόκειται για ένα σημείο, το οποίο είχε αναδείξει η «ΥΧ» ως δυνητικό εμπόδιο για τη χρήση του εργαλείου σε συνδυασμό με δράσεις προγραμμάτων του ΠΑΑ, όπως τα Σχέδια Βελτίωσης. Ωστόσο, όπως μας είπαν οι εκπρόσωποι των τραπεζών, ανάλογα με τις ανάγκες και τα χαρακτηριστικά μιας εκμετάλλευσης, αυτό διαφοροποιείται.

Σύμφωνα με τον κ. Τουρναβίτη, «σαφώς, υπάρχει ζήτημα με την περικοπή των ενισχύσεων σε παραγωγούς που είναι δικαιούχοι ενίσχυσης προγραμμάτων του ΠΑΑ. Υπήρξαν υπαναχωρήσεις από ενδιαφερόμενους, όταν είδαν ότι έχαναν πάνω από το 20% του ποσού, λόγω της δομής του εργαλείου.

Ωστόσο, αυτά προβλέπονται από το ευρωπαϊκό πλαίσιο, επομένως δεν υπάρχει ευελιξία ως προς τα ισχύοντα. Από την άλλη, υπάρχουν παραγωγοί, όπως νέοι αγρότες, αγρότες σε ημιορεινές ή μειονεκτικές περιοχές που βρήκαν ελκυστικό το εργαλείο και προχώρησαν. Επίσης, υπάρχουν περιπτώσεις που προτίμησαν να αποκτήσουν πρόσβαση στην αναγκαία για την επένδυσή τους ρευστότητα, ακόμα και αν έχαναν ένα μέρος της ενίσχυσης».

Για το θέμα, ο πρόεδρος ΔΣ της Συνεταιριστικής Τράπεζας Θεσσαλίας, Αναστάσιος Λάππας, σχολίασε: «Το όλο πρόγραμμα των δανείων με την εγγύηση του Ταμείου Εγγυήσεων δεν έχει ανταπόκριση στον αγροτικό κόσμο, ο οποίος είναι εθισμένος στις επιδοτήσεις. Το συνολικό ποσό δανείων στο πρόγραμμα που έχει διαθέσει η τράπεζά μας ανερχόταν μέχρι 30/09/2021 σε 612.800 ευρώ».

Ελλιπής η ενημέρωση στις επιχειρήσεις

Πέραν της ανωτέρω διάστασης, έχει ανακύψει μια γενικότερη έλλειψη ενημέρωσης ή ακόμα και άγνοια των δυνατοτήτων ρευστότητας που προσφέρει το ΤΕΑΑ. Αυτή εντοπίζεται και στα μελετητικά γραφεία, εκτός από τους παραγωγούς. Μάλιστα, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της «ΥΧ» από το Λουξεμβούργο, αλλά και από την Αθήνα υπάρχει προβληματισμός γιατί ούτε οι επιχειρήσεις έχουν συμμετάσχει μέχρι στιγμής σε επίπεδο ενδιαφέροντος αξιοποίησης του εργαλείου.

Εδώ, μια ερμηνεία που δίνεται από τους εμπλεκόμενους είναι ότι λόγω της διαθεσιμότητας πληθώρας λύσεων ρευστότητας, όπως για παράδειγμα η εγγυοδοσία του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων προς τις επιχειρήσεις που πλήττονται από την COVID-19, προτιμώνται άλλα εργαλεία, έναντι του συγκεκριμένου.

Η «ΥΧ» συνομίλησε με εκπρόσωπο θεσσαλικής επιχείρησης, που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του. Σύμφωνα με τον ίδιο, υπάρχει έλλειμμα ως προς την πληροφόρηση που παρέχεται στις επιχειρήσεις του αγροδιατροφικού τομέα: Όπως μας είπε, προσπαθεί να ενταχθεί στο ΤΕΑΑ χωρίς επιτυχία μέχρι στιγμής: «Έχουμε ενταχθεί στον Αναπτυξιακό και η επένδυση που σχεδιάζουμε αφορά δημιουργία θερμοκηπιακών καλλιεργειών μανιταριών, ύψους
1 εκατ. ευρώ. Μαζί με την επιχορήγηση του Αναπτυξιακού, έχουμε βάλει ίδια κεφάλαια περίπου 450.000 ευρώ, ενώ έχουμε ήδη λάβει έγκριση για τραπεζικό δάνειο. Το πρόβλημα είναι ότι για να εξασφαλίσουμε το δάνειο μας ζητήθηκε να συμπεριλαμβάνονται και εμπράγματες εγγυήσεις, δηλαδή δικά μας ακίνητα. Κάναμε αίτηση για να χρησιμοποιήσουμε το εργαλείο του ΤΕΑΑ ακριβώς για να μη χρειαστεί να βάλουμε ως εξασφαλίσεις αυτά τα ακίνητα».

Ενέργειες για να τρέξει ο συνδυασμός εργαλείου – Αναπτυξιακού

Παράλληλα με το γενικότερο έλλειμμα πληροφόρησης, ζήτημα έχει ανακύψει και για συγκεκριμένες περιπτώσεις δανεισμού, όπως στην περίπτωση συνδυασμού του εργαλείου του ΤΕΑΑ με τον Αναπτυξιακό. Ο Θεσσαλός επιχειρηματίας μας είπε: «Απευθυνθήκαμε σε δύο τράπεζες και το συμπέρασμα ήταν ότι δεν υπάρχει σίγουρη απάντηση ως προς το αν θα χάσουμε μέρος του ποσού.

Μας είπαν ότι το εργαλείο δεν θα μας κόψει από την επιχορήγηση του Αναπτυξιακού, ωστόσο υπάρχει ενδεχόμενο να συμβεί το αντίστροφο. Υπάρχει έλλειμμα πληροφόρησης και μεγάλη γραφειοκρατία σε περίπτωση που μια αγροδιατροφική επιχείρηση θελήσει να εκμεταλλευτεί εργαλεία που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά. Λένε ότι ο πρωτογενής τομέας είναι ο πυλώνας της οικονομίας μας, όμως η αντιμετώπιση που υπάρχει προς τους επενδυτές δείχνει ότι αυτό δεν ισχύει στην πράξη».

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της «ΥΧ», υπάρχουν επιχειρήσεις που έχουν ενδιαφερθεί να συνδυάσουν την επιχορήγηση του Αναπτυξιακού με δανεισμό από το ΤΑΕΕ, κάτι που είναι καθόλα νόμιμο. Το ζήτημα έγκειται στο ότι δεν έχουν απαντηθεί κάποια ερωτήματα.

Όπως δήλωσε στην «ΥΧ» πηγή από το ΥΠΑΑΤ, «το κρίσιμο ερώτημα είναι με ποιον τρόπο θα γίνεται ο έλεγχος από την αρμόδια αρχή του Αναπτυξιακού, ώστε να δίνεται μια ξεκάθαρη απάντηση, εάν θα κόβεται κάποιο ποσό. Το πιο πιθανό είναι ότι θα υπάρχει κάποια περικοπή, ωστόσο θα πρέπει να ξεκαθαριστεί αυτό για να γνωρίζουν και οι τράπεζες τι να πουν στους ενδιαφερόμενους».

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της «ΥΧ», το ΥΠΑΑΤ έχει απευθυνθεί στη γενική γραμματεία ιδιωτικών επενδύσεων, ώστε να επιλυθεί το θέμα έως το τέλος του Οκτωβρίου.

Αισιοδοξία για μεταστροφή της κατάστασης

Από το υπουργείο εκφράζεται συγκρατημένη αισιοδοξία ότι σύντομα θα εισρεύσει χρήμα στους αιτούντες δανειοδότηση. Αυτό διότι δεκάδες παραγωγοί και μελετητές έχουν γνωστοποιήσει, μέσω των απαντήσεών τους στο ερωτηματολόγιο, ότι βρίσκονται κοντά στο να πάρουν τη χρηματοδότηση. Βεβαίως, άπαντες εκτιμούν ότι αυτό δεν είναι αρκετό και ότι απαιτείται μια σειρά ενεργειών, ώστε να… απογειωθεί η παροχή ρευστότητας.

Πηγή που βρίσκεται κοντά στο ΥΠΑΑΤ και γνωρίζει τη διαδικασία υλοποίησης του εργαλείου επισημαίνει ότι θα πρέπει να βελτιωθεί η ενημέρωση του κόσμου της αγροδιατροφής για τις δυνατότητες, αλλά και τους περιορισμούς του εργαλείου, καθώς μέχρι σήμερα οι ενδιαφερόμενοι δηλώνουν, σε μεγάλο ποσοστό, ότι έχουν ενημερωθεί κυρίως μέσω του αγροτικού Τύπου.

Όσοι γνωρίζουν, πάντως, το ΤΕΑΑ και προχωρούν, αρχίζουν και χτίζουν ένα συγκεκριμένο προφίλ δανειολήπτη. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε στην «ΥΧ» τράπεζα που συμμετέχει στο εργαλείο, ο μέσος δανεισμός ανέρχεται από 50.000 έως 60.000 ευρώ και αφορά, σε σημαντικό ποσοστό, αγορά γεωργικού εξοπλισμού (τρακτέρ και παρελκόμενα, όπως σπαρτικές μηχανές) σε συνδυασμό με επιχορήγηση από τα Σχέδια Βελτίωσης.

Σχετικά με τους παραγωγούς που έχουν κάνει χρήση του εργαλείου, αρκετοί δραστηριοποιούνται σε εντατικές καλλιέργειες, όπως το βαμβάκι και οι θερμοκηπιακές μονάδες.