Θάνος Ντούγκος: «Στις ξένες αγορές το προϊόν σου είναι το πρόσωπό σου»

Πώς ένα μικρό οινοποιείο από την κοιλάδα των Τεμπών έφτασε να έχει φανατικούς φίλους σε όλο τον κόσμο

Ο Θάνος Ντούγκος έχει πολλά να πει κάθε φορά που ερωτάται για τη διαδρομή που έφερε την οικογένειά του στον κόσμο του κρασιού, προσπαθεί, όμως, να είναι σύντομος και περιεκτικός.

«Oι παππούδες από την πλευρά της μαμάς μου ήταν Μετσοβίτες και είχαν δημιουργήσει ένα από τα πρώτα φυτώρια αμπέλου στην Ελλάδα. Η δουλειά πέρασε στα αδέλφια της μητέρας μου και μετά και ο πατέρας μου, Δημήτρης Ντούγκος, μπήκε στην επιχείρηση. Το 1991, όμως, επειδή έβλεπε ότι στην τρίτη γενιά της οικογένειας θα ήμασταν, πλέον, οκτώ συνέταιροι, σκέφτηκε ότι έπρεπε να κάνει κάτι άλλο. Έτσι, προχώρησε στην αγορά, αλλά και στη φύτευση αμπελώνων στη Ραψάνη», διηγείται.

Γιατί στη Ραψάνη συγκεκριμένα; «Γιατί ήταν ένας πολύ καλός αμπελότοπος, αλλά ήταν και κοντά στον μόνιμο τόπο κατοικίας μας, που είναι η Λάρισα», απαντάει. Αγοράστηκαν δύο αμπέλια με τις ποικιλίες του ΠΟΠ Ραψάνη, δηλαδή Ξινόμαυρο, Κρασάτο, Σταυρωτό και άλλα δύο που φυτεύτηκαν με ποικιλίες που δεν υπήρχαν στην περιοχή, δηλαδή Sauvignon, Ασύρτικο, Ροδίτη Αλεπού από τις λευκές και Λημνιώνας, Syrah, Grenache από τις κόκκινες. «Ο πατέρας μου είναι ένας διορατικός άνθρωπος και είδε μπροστά. Εκείνη την εποχή δεν ασχολούνταν πολύς κόσμος π.χ. με τον Λημνιώνα, ούτε με το Ασύρτικο στη Σαντορίνη», επισημαίνει ο οινοποιός.

Το 1994 χτίστηκε το Οινοποιείο δίπλα στον σταθμό των Τεμπών και το 1996, ο νεαρός τότε Θάνος Ντούγκος, τελειώνοντας τις σπουδές του στη Γεωπονική, επέστρεψε στα αμπέλια. Μία δεκαετία αργότερα, στην ομάδα προστέθηκε και η αδερφή του, Λουίζα, με σπουδές Χημείας και Οινολογίας και από τότε η επιχείρηση πέρασε στα δύο παιδιά που την «τρέχουν», με ό,τι συνεπάγεται αυτό για ένα μικρό οινοποιείο που έχει πολλές δουλειές, αλλά λίγο προσωπικό. 

Σήμερα, τα ιδιόκτητα αμπέλια του κτήματος εκτείνονται σε 73 στρέμματα, ενώ 20 ακόμα στρέμματα δεν έχουν φυτευτεί. Το οινοποιείο παίρνει, επίσης, πρώτη ύλη από κάποιους λίγους συνεργαζόμενους αμπελουργούς. Ο Δημήτρης Ντούγκος, ιδρυτής του οινοποιείου, συνεχίζει πλέον την επιχείρηση του φυτώριου. «Είμαστε 2η γενιά οινοποιοί και 3η γενιά φυτωριούχοι», λέει χαμογελώντας ο Θάνος Ντούγκος. Η καλλιέργεια από τη φύτευση των αμπελιών είναι πιστοποιημένη βιολογική, γεγονός που καθιστά τους ιδιοκτήτες από τους πιο παλαιούς αμπελουργούς-βιοκαλλιεργητές στη χώρα. 

Μονόδρομος οι εξαγωγές

«Παράγουμε 70.000 μπουκάλια, εκ των οποίων το 60% εξάγεται σε 15 χώρες», περιγράφει. Όπως εξηγεί, ξεκίνησαν τις εξαγωγές μετά το 2009, λόγω της οικονομικής κρίσης: «Έως τότε, ήμασταν ένα μικρό οινοποιείο, το οποίο πουλούσε την παραγωγή του στην εγχώρια αγορά – πάντα εμφιαλωμένο· δεν είχαμε ποτέ χύμα, ούτε ασκό. Τα 2/3 της παραγωγής μας έφευγαν στη Θεσσαλία».

Ωστόσο, εκείνη την εποχή, ο κόσμος σταμάτησε να αγοράζει εμφιαλωμένο. «Έγινε ένα πισωγύρισμα, λόγω, βέβαια, των οικονομικών δυσκολιών. Έτσι, εμείς δεν είχαμε επιλογή: Ή έπρεπε να προσανατολιστούμε σε πιο φθηνά προϊόντα, κάτι το οποίο δεν θέλαμε, ή να βρούμε άλλες αγορές. Επιλέξαμε το δεύτερο», επισημαίνει ο ίδιος.

Ο κ. Ντούγκος παραδέχεται ότι τα πράγματα στην αρχή δεν ήταν εύκολα και ότι χρειάστηκε χρόνος για να αναπτυχθεί η εξαγωγική δραστηριότητα. «Για τέσσερα χρόνια κάναμε προσπάθειες και μπορώ να πω ότι από το 2013 και μετά, που ξεκινήσαμε με την Αμερική, άρχισαν να αποδίδουν. Από τότε, δεν ξανακοιτάξαμε πίσω», τονίζει. Σήμερα, το οινοποιείο εξάγει κρασί από τις ΗΠΑ, την Αγγλία, τη Γερμανία, την Ολλανδία, το Βέλγιο και την Αυστρία, μέχρι την Κίνα και τη Λετονία.

Συγκριτικό πλεονέκτημα οι γηγενείς ποικιλίες

 Η επιτυχία στις εξαγωγές έφερε και τη συνειδητοποίηση ότι «το κρασί, και ειδικά αυτό από γηγενείς ποικιλίες –τρομερό συγκριτικό πλεονέκτημα–, είναι ένα προϊόν που μπορεί να ταξιδέψει και να πουληθεί παντού. Όπου καταναλώνεται κρασί μπορείς να πουλήσεις, όλος ο πλανήτης είναι δυνητικοί πελάτες».

Τέλος, ο ίδιος τονίζει ότι «στην εξωτερική αγορά, το πρόσωπό σου είναι το προϊόν σου, γιατί κανένας δεν ξέρει συγκεκριμένους παραγωγούς, ώστε να εκμεταλλευθείς την όποια υπεραξία μπορεί να φέρει η αναγνωρισιμότητά σου στην Ελλάδα. Έξω, ο καθένας δοκιμάζει το “ζουμί”, σε ρωτάει τι ζητάς οικονομικά γι’ αυτό και σου απαντά “ναι” ή “όχι”». 

«Δεν πρέπει να επενδύσουμε στην ποσότητα, αλλά στην ποιότητα»

Ρωτάμε τον κ. Ντούγκο πόσο εύκολο είναι να εντοπίσεις και να ανοίξεις νέες αγορές. «Τότε που ξεκινήσαμε γίνονταν τα road shows με τον Ελληνικό Οργανισμό Εξωτερικού Εμπορίου – ΟΠΕ, που ήταν μια προσιτή λύση για έναν μικρό παραγωγό, ώστε να μπορέσει να βγει προς τα έξω», σημειώνει.

«Στις μεγάλες εκθέσεις, ένας μικρός παραγωγός δεν μπορεί να πάει γιατί στοιχίζουν αρκετές χιλιάδες ευρώ. Γι’ αυτό και λέμε ότι τα προγράμματα προώθησης είναι κομμένα και ραμμένα στα μέτρα των μεγάλων οινοποιείων. Μόλις κερδίσεις τις δύο-τρεις πρώτες αγορές, μετά, το ένα φέρνει το άλλο». Υπάρχει, λοιπόν, ανάγκη για περισσότερο προϊόν; «Δεν είμαστε αυτής της λογικής, δεν επενδύουμε στην ποσότητα.

Και θεωρώ ότι αυτό είναι και το μοντέλο που πρέπει να επενδύσουμε γενικά ως χώρα στον πρωτογενή τομέα και στη μεταποίηση. Δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε στην ποσότητα, αλλά μπορούμε να είμαστε ανταγωνιστικοί σε παγκόσμιο επίπεδο στην ποιότητα», καταλήγει ο κ. Ντούγκος, ο οποίος είναι και επικεφαλής του Συνδέσμου Μικρών Οινοποιών (ΣΜΟΕ) από την ίδρυση του, το 2018.