Το αιγοπρόβειο κρέας και οι σοβαρές προκλήσεις στην εποχή μας
γράφει ο Ανδρέας Γεωργούδης, εντεταλμένος σύμβουλος ΕΔΟΚ, καθηγητής Γεωπονικής σχολής ΑΠΘ
Η αιγοπροβατοτροφία είναι ο κύριος παραδοσιακός κλάδος της κτηνοτροφίας μας και συμβάλλει στην οικονομία της χώρας, στην περιφερειακή αγροτική ανάπτυξη και στη διατήρηση του κοινωνικού ιστού της υπαίθρου. Παράγει εξαιρετικά ποιοτικά προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας, πολλά από οποία είναι ΠΟΠ, µε κυριότερα το τυρί φέτα (ΠΟΠ) και το γιαούρτι. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μεγάλο ποσοστό η αιγοπροβατοτροφία (85% των ζώων και 80% των εκμεταλλεύσεων) ασκείται στις ορεινές και μειονεκτικές περιοχές της χώρας, οι οποίες αποτελούν το 85% του συνόλου της επιφάνειάς της. Παράλληλα, χιλιάδες επιχειρήσεις –κύρια μικρομεσαίες– δραστηριοποιούνται στη μεταποίηση, στο εμπόριο, στις μεταφορές, εξαρτώμενες από τα προϊόντα της.
Τα εγγενή, όμως, προβλήματα του κλάδου –σε συνδυασμό με τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης– και τα σχετικά μέτρα που επηρεάζουν άμεσα και έμμεσα την κτηνοτροφική παραγωγή, δεν συμβάλλουν στην ανατροπή του υφιστάμενου αρνητικού κλίματος και στην έναρξη μιας δυναμικής ανάπτυξης.
Το κόστος των ζωοτροφών είναι πολύ υψηλό, ιδιαίτερα, μάλιστα, για όσους παράγουν σε εντατικές εκτροφές ή σε νησιωτικές περιοχές. Με ημερήσιο κόστος διατροφής από 0,50 έως 0,75 ευρώ, είναι φανερό πως τα περιθώρια κέρδους είναι οριακά ή ανύπαρκτα, σε ένα περιβάλλον, όπου υπάρχει τάση για μείωση της τιμής του γάλακτος, πολύ χαμηλή αξία του σφαγίου, έλλειψη ρευστότητας, αυξημένα χρέη, λόγω δανείων, και αύξηση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών.
Οι ενισχύσεις, ενώ είναι απαραίτητες για τη συνέχιση της επιβίωσης του κλάδου, έχουν μειωθεί σημαντικά, εξαιτίας της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί με τον περιορισμό των βοσκοτόπων. Στην περίπτωση, μάλιστα, της εξισωτικής, με την αλλαγή των κριτηρίων, αυξήθηκε ο αριθμός των δικαιούχων, με συνέπεια να χάσει –πλέον– τον σημαντικό υποστηρικτικό χαρακτήρα της. Σημειώνουμε, επίσης, πως η σύνδεση της εξισωτικής με τον αριθμό των ζώων –εάν, δηλαδή, καταβαλλόταν στους κατά κύριο επάγγελμα κτηνοτρόφους– θα οδηγούσε στην παραμονή των πραγματικών παραγωγών στις μειονεκτικές περιοχές.
Από τα παραπάνω, είναι φανερό πως η έξοδος προς την ανάπτυξη θα προέλθει από ένα σύνολο συγκεκριμένων μέτρων, τα οποία θα αντιμετωπίζουν τα προβλήματα που παρατέθηκαν, έχοντας, ως βάση, τα κύρια προϊόντα του κλάδου, που είναι το γάλα και το κρέας.
Η Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Κρέατος (ΕΔΟΚ) υπέβαλε και επέτυχε, πρόσφατα, την έγκριση από την ΕΕ του γνωστού μεγάλου προγράμματος MEET THE LAMB για την προβολή του πρόβειου κρέατος στην ελληνική, ιταλική και ισπανική αγορά.
Το αιγοπρόβειο κρέας αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις στην εποχή μας, οι οποίες συνδέονται με την οικονομική δυσχέρεια των νοικοκυριών, παράγωγο της οικονομικής κρίσης, καθώς οι καταναλωτές στρέφονται προς πιο φθηνά είδη κρέατος και μικρότερες ποσότητες.
Παρά το γεγονός ότι το κρέας των αιγοπροβάτων είναι προϊόν υψηλής διατροφικής αξίας, δεν έχει ενταχθεί αποτελεσματικά στις υφιστάμενες καταναλωτικές τάσεις και βρίσκεται πίσω από τα βασικά είδη κρέατος, καθώς η ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση βρίσκεται κάτω από τα 7 κιλά περίπου, με τάση μείωσης. Έχει, όμως, ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι πρόκειται για το μόνο κρέας θηλαστικού, του οποίου η κατανάλωση δεν περιορίζεται από θρησκευτικές πεποιθήσεις, όπως συμβαίνει με το βόειο ή το χοίρειο.
Meet the lamb
Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, η Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Κρέατος (ΕΔΟΚ) υπέβαλε και επέτυχε, πρόσφατα, την έγκριση από την ΕΕ του γνωστού μεγάλου προγράμματος MEET THE LAMB για την προβολή του πρόβειου κρέατος στην ελληνική, ιταλική και ισπανική αγορά.
Παράλληλα, η ΕΔΟΚ επιθυμεί να αρχίσει τις κατάλληλες διαδικασίες για την αναγνώριση και πιστοποίηση του αιγοπρόβειου κρέατος ως ειδικού παραδοσιακού προϊόντος υψηλής ποιότητας, σύμφωνα με το υφιστάμενο πλαίσιο κανονισμών. Στόχος είναι το προϊόν να αποκτήσει το Ελληνικό Σήμα και να φέρει επισήμως τον τίτλο «Ελληνικό πρόβειο/αίγειο κρέας».
Η φέτα αναγνωρίστηκε ως προϊόν ΠΟΠ με μεγάλη προσπάθεια και αποτελεί στυλοβάτη της κτηνοτροφίας μας και σημείο αναφοράς για την ανάπτυξη και την απασχόληση στον κλάδο της αιγοπροβατοτροφίας, αλλά και γενικότερα.
Σε όλα τα παραπάνω, οι οργανώσεις παραγωγών, οι συνεταιρισμοί και οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να έχουν στρατηγικό ρόλο για την ανασυγκρότηση της κτηνοτροφίας, τη μείωση του κόστους παραγωγής και την αντιμετώπιση από κοινού των προκλήσεων της αγοράς, όπως συμβαίνει σε όλες τις ανεπτυγμένες κτηνοτροφικά χώρες της ΕΕ.