Το κυκλοκόνιο απειλεί την παραγωγή της ελιάς

Το κυκλοκόνιο αποτελεί για την ελιά μία από τις ύπουλες ασθένειες

Το κυκλοκόνιο αποτελεί για την ελιά μία από τις ύπουλες ασθένειες
Σοβαρά προσβεβλημένα δέντρα χρειάζονται μέχρι και τρία χρόνια να γίνουν παραγωγικά

Ένα μεγάλο ποσοστό ελαιοπαραγωγών δεν δίνει μεγάλη σημασία στο κυκλοκόνιο, διότι θεωρεί ότι δεν κάνει ζημιά στο δέντρο ή δεν τη γνωρίζει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μειωμένη παραγωγή του καρπού στο φυτό και κατ’ επέκταση στο εισόδημα του παραγωγού. Η πρόληψη της ασθένειας αυτής αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην προστασία του φυτού και στην καλή καρποφορία.

Για τη σημασία της προστασίας της ελιάς από το κυκλοκόνιο μίλησε στην «ΥΧ» ο γεωπόνος Θεόδωρος Χριστοδούλου από τη Βοιωτία: «Το κυκλοκόνιο μαζί με την κερκοσπορίαση αποτελούν τους βασικούς λόγους έντονης φυλλόπτωσης στα ελαιόδεντρα.

Είναι ασθένειες, οι οποίες ευνοούνται από την υψηλή σχετική υγρασία. Αυτό σημαίνει ότι σε χρονιές με βροχερούς χειμώνες και σε συνδυασμό με νυχτερινή δροσιά ή συχνή πρωινή ομίχλη παρουσιάζεται έξαρση των ασθενειών αυτών. Την κατάσταση μπορεί, επίσης, να επιδεινώσει η πυκνή φύτευση των δέντρων και ο κακός αερισμός τους».

Η μεγάλη απειλή του κυκλοκόνιου στη Στερεά Ελλάδα

Αναφερόμενος στα χαρακτηριστικά της ασθένειας του φυτού, ο κ. Χριστοδούλου τόνισε: «Το κυκλοκόνιο ξεχωρίζει, κυρίως, από τις χαρακτηριστικές μαύρες κηλίδες, τις οποίες συναντάμε στα πεσμένα φύλλα, αλλά και σε αυτά που βρίσκονται στα κατώτερα μέρη του δέντρου. Επίσης, προσβάλλει τους μίσχους των φύλλων, τους ποδίσκους των ανθέων, ταξιανθιών και καρπών και πιο σπάνια τους νεαρούς βλαστούς και τους καρπούς. Τα πιο συχνά φαινόμενα εκδηλώνονται στα φύλλα. Στους μίσχους των φύλλων και στους ποδίσκους των ανθέων, ταξιανθιών και καρπών οι κηλίδες είναι επιμήκεις και τεφροκαστανές. Η εξάπλωση ευνοείται από μέτριες θερμοκρασίες 16-20οC.

Η έντονη φυλλόπτωση προκαλεί μείωση της φυλλικής επιφάνειας και εξάντληση του δέντρου, καθώς και εμφάνιση μερικώς ‘’άδειων’’ κλάδων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ικανότητας του δέντρου να δημιουργήσει καρποφόρα όργανα. Συχνά, δε, παρατηρούμε τα δέντρα αυτά να ανθίζουν, αλλά να μη “δένουν” καρπό. Η ασθένεια λαμβάνει μεγαλύτερη έκταση όσο περνούν τα χρόνια, εφόσον δεν γίνεται η κατάλληλη αντιμετώπιση και μπορεί να οδηγήσει μέχρι την εκμηδένιση της παραγωγής στους ελαιώνες τους οποίους προσβάλλει.

Η σημασία των ψεκασμών

Τα παθογόνα της ασθένειας βρίσκονται στα προσβεβλημένα φύλλα του δέντρου και όχι σε αυτά που έχουν πέσει στο έδαφος. Με την υγρασία του χειμώνα αρχίζουν να παράγουν σπόρια, τα οποία μεταφέρουν ο αέρας και η βροχή και φτάνουν στα υγιή φύλλα, μολύνοντάς τα και αυτά». Για τον τρόπο καταπολέμησης της ασθένειας, ο κ. Χριστοδούλου δήλωσε τα εξής: «Για την αντιμετώπιση της ασθένειας συνιστώνται δύο προληπτικοί ψεκασμοί:

ένας το φθινόπωρο και ένας την άνοιξη. Μπορεί, επίσης, να γίνει ένας τρίτος ψεκασμός μετά τη συλλογή της ελιάς, όταν αναμένονται έντονες βροχοπτώσεις. Προληπτικά συνιστώνται χαλκούχα σκευάσματα. Τα τελευταία χρόνια, έχει παρατηρηθεί ότι καλύτερο αποτέλεσμα έχουν κάποια υγρά χαλκούχα σκευάσματα, τα οποία παρουσιάζουν ελαφρά διελασματική δράση, με αποτέλεσμα να μην ξεπλένονται εύκολα από τη βροχή. Καλή πρακτική αποτελεί η χρήση τους σε συνδυασμό με κάποιο καλό επιφανειοδραστικό – προσκολλητικό σκεύασμα.

Στην περίπτωση κατά την οποία η προσβολή έχει ξεκινήσει, τότε χρησιμοποιούμε κάποιο σκεύασμα με θεραπευτική δράση (difenoconazole, teruconazole, trifloxystrobin κ.ά.), καθώς και σκευάσματα με συνδυασμό δύο δραστικών ουσιών, τα οποία πετυχαίνουν καλύτερο αποτέλεσμα. Τα φυτοπροστατευτικά σκευάσματα πρέπει να χρησιμοποιούνται πάντα από επαγγελματίες ψεκαστές, τηρώντας προσεκτικά τις οδηγίες της ετικέτας της συσκευασίας.

Ένα δέντρο, το οποίο βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο της προσβολής, ίσως χρειαστεί δύο και τρία χρόνια για να επανέλθει στην αρχική του κατάσταση. Το δέντρο επανέρχεται σταδιακά, όπως σταδιακή είναι και η εξάπλωση της ασθένειας με τον χρόνο. Αρκεί να γίνεται σωστά η αντιμετώπισή της με κατάλληλους ψεκασμούς και κατάλληλα σκευάσματα. Επίσης, ακόμη και σε χρονιές με λιγότερη υγρασία, καλό θα ήταν να γίνεται τουλάχιστον ένας ψεκασμός. Έτσι, οι πληθυσμοί των μολυσμάτων παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα.

Για τις βιολογικές καλλιέργειες, εφαρμόζουμε σε όλους τους ψεκασμούς μόνο χαλκούχα σκευάσματα και αυξάνουμε τον αριθμό των επαναλήψεών τους, όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο από την ένταση της προσβολής».

Κλείνοντας, ο κ. Χριστοδούλου εστίασε στον σημαντικό ρόλο που παίζει η ορθολογική λίπανση του φυτού. «Ένα δέντρο παρουσιάζει μεγαλύτερη αντοχή στην προσβολή, όταν βρίσκεται σε καλή θρεπτική κατάσταση. Λιπαίνετε τα ελαιόδεντρα, κάνοντας τουλάχιστον μία εφαρμογή κάποιου κατάλληλου σύνθετου λιπάσματος στα τέλη του χειμώνα έως και τις αρχές της άνοιξης. Αυτό θα βοηθήσει το δέντρο να αναπτύξει περισσότερη βλάστηση, να αναπληρώσει τα τμήματα εκείνα του ριζικού του συστήματος που δεν είναι πλέον αποτελεσματικά και, τέλος, να καρποφορήσει δίνοντας μια καλή παραγωγή».