Σε αγρότες και βιοµηχανία ο λογαριασµός για το «καλάθι του νοικοκυριού»

Διπλής ανάγνωσης η έντονη παρουσία της ιδιωτικής ετικέτας

Μπόλικο παρασκήνιο, αλλά και νέα σημεία τριβής στις ήδη τεταμένες σχέσεις λιανεμπόρων και προμηθευτών συνιστούν την άλλη πλευρά του «καλαθιού του νοικοκυριού», που έκανε πρεμιέρα αυτή την εβδομάδα στα σούπερ μάρκετ.

Η έντονη παρουσία της ιδιωτικής ετικέτας στις λίστες που παρουσίασαν οι περισσότερες αλυσίδες έχει διττή ανάγνωση: Από τη μία τούς επιτρέπει να παραμείνουν ή να μπουν πιο δυνατά στο παιχνίδι του ανταγωνισμού και να προσελκύσουν πελάτες, δίχως να μπουν στη διαδικασία της επαναδιαπραγμάτευσης των προωθητικών προγραμμάτων που «ήδη» τρέχουν, σε συνεννόηση με τους προμηθευτές τους. Άλλωστε, τα χρονικά περιθώρια για κάτι τέτοιο ήταν εκ προοιμίου στενά.

Στις λίστες με… βαριά καρδιά

Από την άλλη, η ένταξη περισσότερων private label προϊόντων σε αρκετές περιπτώσεις προέκυψε… εξ ανάγκης, αποτέλεσμα της απροθυμίας ή και της άρνησης κάποιων προμηθευτών να συμμετάσχουν στο εγχείρημα, είτε γιατί αδυνατούσαν να επωμιστούν το κόστος, είτε γιατί δεν ήθελαν να δεσμευθούν αναφορικά με την τιμολογιακή τους πολιτική. Αρκετές ήταν επίσης και οι επιχειρήσεις που μπήκαν στις λίστες με… βαριά καρδιά, προκειμένου να μην απωλέσουν μερίδια, αλλά και για να δείξουν εμπράκτως ότι στη δύσκολη συγκυρία στέκονται στο πλευρό του καταναλωτή.

Στην παρούσα φάση, πάντως, φαίνεται ότι η βιομηχανία είναι αυτή που θα κληθεί να «σηκώσει» το μεγαλύτερο βάρος της πρωτοβουλίας, τη στιγμή που από τον αγροτικό κόσμο εκφράζονται φόβοι ότι ένα μέρος τουλάχιστον του κόστους θα διαχυθεί προς τα κάτω, πιέζοντας τις τιμές παραγωγού. Ενδεικτικά, επικεφαλής μεγάλης κτηνοτροφικής οργάνωσης εξέφραζε πρόσφατα στην «ΥΧ» τη διαφωνία του με την ένταξη της φέτας στο «καλάθι», εκτιμώντας ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα από κάποιες βιομηχανίες για να ανακοπεί η ανοδική πορεία των τιμών του αιγοπρόβειου γάλακτος.

Οι μεταποιητές, από την πλευρά τους, εμφανίζονται καθησυχαστικοί, ταυτόχρονα όμως διαμηνύουν ότι αφενός τα περιθώρια ανόδου των τιμών δεν είναι απεριόριστα, αφετέρου ότι το «πάνω χέρι» στη διαπραγμάτευση ανήκει σχεδόν πάντα στους λιανεμπόρους. «Αν κάποιος από ολόκληρη την αλυσίδα παραγωγής μπορεί αυτήν τη στιγμή να επωμιστεί το μεγαλύτερο κόστος του εγχειρήματος, αυτός είναι οι αλυσίδες.

Δύσκολα, άλλωστε, συναντάει κανείς αλυσίδα σούπερ μάρκετ που δεν είναι κερδοφόρα, σε αντίθεση με τη βιομηχανία», σχολιάζει στην «ΥΧ» υψηλόβαθμο στέλεχος μεγάλης γαλακτοβιομηχανίας. «Αυτήν τη στιγμή, οι αυξήσεις στην πρώτη ύλη και στην ενέργεια είναι τόσο μεγάλες που δεν ξέρουμε πώς μπορούν να απορροφηθούν. Και το 2023 η κατάσταση αναμένεται να γίνει χειρότερη. Σε καμία περίπτωση δεν είναι επιδίωξη ή ευχή της βιομηχανίας να ανέβουν τα κόστη, δεν είναι δυνατόν όμως να τα επωμιστεί η ίδια εξ ολοκλήρου», συμπληρώνει.

Από την πλευρά του, ο διευθύνων σύμβουλος του ομίλου Ελληνικά Γαλακτοκομεία, Μιχάλης Σαράντης, δηλώνει στην «ΥΧ» ότι «η συγκυρία είναι εμφανώς δύσκολη όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, και κάθε επιχείρηση θα ήταν καλό να συνδράμει στο μέτρο του δυνατού. Γίνεται μια σοβαρή προσπάθεια από όλες τις πλευρές και εμείς, σαν Ελληνικά Γαλακτοκομεία, πήραμε την απόφαση να βοηθήσουμε την πρωτοβουλία του υπουργείου, η οποία ελπίζουμε να πετύχει», συμπληρώνει.

«Ναι» με αστερίσκους από τον αγροτικό κόσμο

Θετικά διακείμενος σε γενικές γραμμές απέναντι στο «καλάθι του νοικοκυριού» εμφανίζεται και ο αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας και εκπρόσωπος της χοιροτροφίας, Γιώργος Διδάγγελος. «Το γεγονός ότι το χοιρινό βρίσκεται στη λίστα με τα 51 προϊόντα έχει δύο πλευρές. Από τη μία υπάρχει η ελπίδα ότι θα αυξηθεί η κατανάλωση, έστω και με τις τιμές της 3ης Οκτωβρίου. Ταυτόχρονα, όμως, είναι πιθανό να δημιουργήσει μια δυσκολία στη διάθεση από τα συνοικιακά κρεοπωλεία. Ελπίζω το σενάριο αυτό να μην επαληθευτεί», εξηγεί στην «ΥΧ». Παρόμοιες ανησυχίες έχουν εκφράσει και οι εκπρόσωποι των κρεοπωλών, όπως και των αρτοποιών, οι οποίοι κάνουν λόγο για αθέμιτο ανταγωνισμό που οδηγεί τους καταναλωτές στα σούπερ μάρκετ, εις βάρος των μικρών καταστημάτων της γειτονιάς.

«Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να βρεθεί μια ισορροπία, ώστε να στηριχθεί ο καταναλωτής αλλά, παράλληλα, να μη φτάσει ο παραγωγός να πουλάει κάτω από το κόστος, γιατί, σε αυτή την περίπτωση, το μέτρο θα δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα από αυτά που θα έλυνε», υπογραμμίζει ο κ. Διδάγγελος. Ο ίδιος προσθέτει ότι η πρωτοβουλία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εφαλτήριο για να αντιμετωπιστούν και χρόνια προβλήματα της αγοράς και του κλάδου ειδικότερα. «Από τη στιγμή που θα ενταθούν, όπως λέγεται, οι έλεγχοι για να διασφαλιστεί ότι πράγματι οι τιμές σε αυτά τα 51 προϊόντα διατηρούνται στα επίπεδα της 3ης Οκτωβρίου, γιατί να μην ενεργοποιηθούν αντίστοιχες πρωτοβουλίες και για τις ελληνοποιήσεις;», διερωτάται.

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο επικεφαλής της Διεπαγγελματικής Ρυζιού, Λεωνίδας Κουιμτζής, τονίζει ότι «ως κλάδος ευρύτερα, αλλά και ως ορυζοκαλλιεργητές, έχουμε όλη τη διάθεση να σταθούμε στο πλευρό του καταναλωτή». Περιγράφοντας την κατάσταση που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι παραγωγοί, εξηγεί ότι «αυτήν τη στιγμή η τιμή του Ρονάλντο, που αποτελεί και το μεγαλύτερο ποσοστό της εγχώριας παραγωγής, είναι στα 47-48 λεπτά το κιλό, με τη μέση απόδοση να υπολογίζεται στα 900 κιλά/στρέμμα.

Παράλληλα, το κόστος έχει ανέβει από τα 350 ευρώ/στρέμμα πέρυσι, στα 500 ευρώ φέτος. Επομένως, ένας παραγωγός, για να ανταπεξέλθει στα έξοδά του και να μπορέσει να καλλιεργήσει ρύζι την επόμενη χρονιά, θα έπρεπε να πουλά 55 λεπτά/κιλό, αρκετά πάνω δηλαδή από την τιμή που ισχύει σήμερα». Την ίδια στιγμή, προσθέτει, «βλέπουμε ότι οι αυξήσεις στο ράφι είναι γενικά συγκρατημένες, κάτι που σημαίνει ότι παραγωγοί και επιχειρήσεις του κλάδου έχουν καταφέρει να κρατήσουν μια ισορροπία».

«Το μείζον ζήτημα, επομένως, δεν είναι να κατέβει η τιμή λιανικής λίγα λεπτά ή μισό ευρώ, αλλά να αντιμετωπιστούν στρεβλώσεις όπως, για παράδειγμα, οι ελληνοποιήσεις. Υπάρχουν σήμερα επιχειρήσεις που φέρνουν μεγάλες ποσότητες ρυζιού από ασιατικές χώρες, κατά κανόνα “βομβαρδισμένου” με φάρμακα, τα οποία στην Ευρώπη δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούμε. Στη συνέχεια, το αναμειγνύουν με λιγοστό εγχώριο και το πουλάνε στο ράφι ως ελληνικό. Αυτό συνιστά εξαπάτηση του καταναλωτή», υπογραμμίζει ο κ. Κουιμτζής και προσθέτει:

«Μάλιστα, τελευταία, παρουσιάστηκε και το φαινόμενο να μεταφέρεται, για λόγους κόστους, μεταποιημένο ρύζι σε χύμα μορφή, με όσους κινδύνους εγκυμονεί αυτό. Στο τέλος της ημέρας, λοιπόν, σαν παραγωγοί και κλάδος ρυζιού είμαστε διατεθειμένοι να βάλουμε πλάτη. Δεν δεχόμαστε όμως την κοροϊδία στο ράφι γιατί, πέρα από εμάς, θύμα της είναι και ο καταναλωτής», καταλήγει.