Τυροκομικά, αλλά και κατσικίσιο γάλα τραβάει η κινεζική αγορά

Η πανδημία επιτάχυνε την ανάπτυξη της τοπικής αγοράς γαλακτοκομικών, ανοίγοντας προοπτικές και για τις ελληνικές εξαγωγές

των Μαρίας Αντωνίου, Γιάννη Τσατσάκη

Μια αρκετά υποσχόμενη αγορά που, στο κοντινό μέλλον, ενδεχομένως να επιφυλάσσει ενδιαφέρουσες ευκαιρίες για τους Έλληνες παραγωγούς τυροκομικών, αλλά και γαλακτοκομικών προϊόντων εν γένει, λειτουργώντας ως ένας ακόμα εξαγωγικός προορισμός, μοιάζει να αναδύεται σταδιακά στην Κίνα.

Αν και το τυρί ομολογουμένως δεν αποτελεί μέρος της παραδοσιακής διατροφικής κουλτούρας της χώρας, τα τελευταία χρόνια οι Kινέζοι φαίνεται να έρχονται ολοένα και περισσότερο σε επαφή και να αποδέχονται τα «συνηθισμένα» για πολλές δυτικές χώρες τυροκομικά προϊόντα, κάτι που, πέρα από τη δυτικοποίηση του τρόπου ζωής, εν μέρει οφείλεται και στην ενεργό προώθησή τους από αναδυόμενες επιχειρήσεις.

Σύμφωνα με ενημερωτικό σημείωμα του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) του Πεκίνου που επικαλείται στοιχεία του κινεζικού portal «Chemlinked», ειδικά το 2021 η κινεζική αγορά τυροκομικών σημείωσε εκρηκτική ανάπτυξη με μεγάλες κινεζικές γαλακτοβιομηχανίες, όπως η Mengniu και η Yili, να παρουσιάζουν καινούργια προϊόντα και νέους παίκτες να κάνουν την εμφάνισή τους, ενώ το 2022 προβλέπεται να είναι ακόμα μία χρονιά ταχείας ανάπτυξης για τον κλάδο.

Τζίρος 17,6 δισ. έως το 2030

Αυτό αναμένεται να επιφέρει την παρουσία περισσότερων επιχειρήσεων, την εμπλοκή περισσότερων επενδυτών και την εμφάνιση νέων καινοτόμων προϊόντων. Μάλιστα, η κινεζική εταιρεία Εverbright Securities προβλέπει ότι η αξία της κινεζικής αγοράς τυροκομικών αναμένεται να αγγίξει τα 17,6 δισ. ευρώ το 2030.

Όπως αναφέρεται στο σημείωμα του γραφείου ΟΕΥ, τα τυροκομικά έχουν πλέον εισέλθει στην καθημερινή ζωή πολλών οικογενειών και αποτελούν τακτικό σνακ, ιδίως για τα παιδιά. Μεταξύ των διάφορων κατηγοριών, οι ράβδοι τυριού θερμοκρασίας δωματίου είναι εκείνη που παρουσιάζει τις μεγαλύτερες προοπτικές ανάπτυξης, καθώς δεν περιορίζεται από τα μέτρα της κινεζικής κυβέρνησης για τα προϊόντα ψυχρής αλυσίδας που δυσχεραίνουν τη διανομή πολλών τυροκομικών προϊόντων. Η αγορά των εν λόγω προϊόντων, σύμφωνα πάντα με την Everbright Securities, αναμένεται το 2030 να ανέρχεται σε 4,1 δισ. ευρώ, υπερβαίνοντας κατά 150% αυτήν των τυριών χαμηλής θερμοκρασίας.

Ζήτηση για «ειδικά» γάλατα

Μια εξίσου ενδιαφέρουσα και γρήγορα αναπτυσσόμενη κατηγορία αποτελεί αυτή των εξειδικευμένων γαλακτοκομικών προϊόντων, όπως το κατσικίσιο γάλα, το γάλα βουβαλιού, το γάλα καμήλας, το γάλα γιακ, καθώς και τα φυτικά ροφήματα.

Όπως αναφέρεται στο σημείωμα, η ζήτηση για τα συγκεκριμένα «ειδικά» γάλατα, ακόμα και αν προσφέρονται σε υψηλότερες τιμές, αυξάνεται, καθώς αναβαθμίζεται η καταναλωτική συμπεριφορά των Κινέζων, που πλέον αναζητούν προϊόντα που αφενός είναι καινοτόμα και ικανοποιούν την περιέργειά τους, αφετέρου θεωρούνται υψηλότερης διατροφικής αξίας.

Την πρόσβαση των καταναλωτών σε εξειδικευμένα γάλατα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του εξωτερικού, διευκολύνει και το ανεπτυγμένο σύστημα ηλεκτρονικού εμπορίου της Κίνας. Ενδεικτικά, το 2021 η αξία των πωλήσεων εισαγόμενου φυτικού «γάλακτος» μέσω της πλατφόρμας «Tmall Global» αυξήθηκε κατά 176%, ενώ εκείνη του εισαγόμενου κατσικίσιου γάλακτος σε σκόνη αυξήθηκε κατά περισσότερο από 50%.

Επίσης, το γάλα καμήλας προέλευσης Ντουμπάι παρουσίασε ιδιαίτερη επιτυχία, αυξάνοντας τις πωλήσεις του κατά 400%, κατά την ημέρα εμπορικών προσφορών «11.11». Αξίζει να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με άλλες κατηγορίες «ανώτερων» και εξειδικευμένων προϊόντων, το αντίστοιχο γάλα προσελκύει μεγάλο ηλικιακό εύρος αγοραστών, γεγονός που καταδεικνύει την ισχυρή δυναμική του για το μέλλον.

Σε γενικές γραμμές, οι Κινέζοι καταναλωτές, λόγω της πανδημίας, φαίνεται ότι τροποποίησαν τη συμπεριφορά τους το 2021, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή σε προϊόντα που ενισχύουν το αίσθημα ευεξίας τους. Στο πλαίσιο αυτής της μεταβολής, ενισχύθηκε ο ανταγωνισμός μεταξύ των συναφών εταιρειών, καθώς προσπαθούσαν να προσελκύσουν την προσοχή των καταναλωτών.

Πέρα από τη ραγδαία ανάπτυξη των τυροκομικών και την αυξημένη δημοφιλία για τα γάλατα που απευθύνονται σε ειδικό κοινό, μπορούμε να διακρίνουμε μερικές ακόμα ενδιαφέρουσες τάσεις στην κινεζική αγορά, που φαίνεται πλέον να έχει καταστεί πιο δυναμική και περίπλοκη από ποτέ.

Κρασί χαμηλού αλκοόλ ζητούν οι νέοι

Μία από αυτές έχει να κάνει με την προτίμηση που δείχνουν οι νεαροί καταναλωτές για κρασιά και συναφή οινοπνευματώδη χαμηλού αλκοολικού βαθμού, όπως οι αφρώδεις οίνοι, τα μείγματα κρασιού σόδας, οι βιοτεχνικές μπύρες και τα κρασιά από φρούτα.

Το 2020, η πλατφόρμα ηλεκτρονικού εμπορίου Tmall φιλοξενούσε πάνω από 5.000 τέτοια προϊόντα, ενώ η εκρηκτική ανάπτυξη του κλάδου συνεχίστηκε και το 2021, γεγονός που προσέλκυσε αρκετούς επενδυτές, με αποτέλεσμα να υλοποιηθούν περισσότερες από 70 επενδύσεις. Η δυναμική αυτή, μάλιστα, δεν επηρέασε μόνο τις παραδοσιακές επιχειρήσεις κρασιού, αλλά και τις ζυθοποιίες. Χαρακτηριστικά, η Budweiser επένδυσε πρόσφατα στην αναδυόμενη επιχείρηση παραγωγής κρασιού χαμηλού αλκοολικού βαθμού Lanzhou, ενώ η China Resources Beer ανακοίνωσε την πρόθεσή της να διαφοροποιήσει περαιτέρω τα προϊόντα της, προχωρώντας, πλέον της μπύρας, στην παραγωγή αφρώδους οίνου, κρασιού με γιαούρτι και κρασιού χαμηλού αλκοολικού βαθμού.

Τέλος, στην αγορά έχουν εισέλθει ακόμα και εταιρείες αναψυκτικών, καθώς, το 2021, η Coca-Cola China παρουσίασε τρία κρασιά χαμηλού αλκοολικού βαθμού ιαπωνικού στυλ το 2021, ενώ η ΗΕΥ TΕΑ ανακοίνωσε την υλοποίηση επένδυσης στην κινεζική επιχείρηση προαναμεμειγμένου κρασιού WAT. Σύμφωνα με έρευνα της ιαπωνικών συμφερόντων Nomura Oriental International Securities Researce, η αξία της κινεζικής αγοράς οινοπνευματωδών ποτών χαμηλού αλκοολικού βαθμού αναμένεται να αγγίξει τα 35,7 δισ. ευρώ το 2035.

Ανοδικά σνακ και φυτικά τρόφιμα

Aνοδική είναι η τάση και για τα φυτικά τρόφιμα, ιδίως για το φυτικό «γάλα», του οποίου ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης, σύμφωνα με έκθεση του κινεζικού ερευνητικού ιδρύματος Qianzhan, αναμένεται υψηλότερος του 20% το προσεχές διάστημα, ενώ η σχετική αγορά εκτιμάται στα 41,5 δισ. ευρώ έως το 2025.

Εξίσου ευοίωνες είναι οι προοπτικές και για τα υγιεινά και, δη, τα παιδικά σνακ, που προσελκύουν ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον, κάτι στο οποίο έχει συμβάλει η εφαρμογή της «πολιτικής τριών παιδιών» από τις κινεζικές αρχές και η δημοσίευση των αντίστοιχων επίσημων εθνικών προτύπων.

Τέλος, η δέσμευση της κινεζικής κυβέρνησης για ένα ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα έως το 2060 δεν αφήνει ανεπηρέαστη τη βιομηχανία τροφίμων. Ήδη, μεγάλα ονόματα του κλάδου ανταγωνίζονται έντονα στον τομέα των φυτικών τροφίμων και άλλα προχωρούν σε «πράσινες» πιστοποιήσεις των εγκαταστάσεών τους ή δεσμεύσεις για ανακυκλώσιμα και βιοδιασπώμενα υλικά συσκευασίας.

Δεν χαλαρώνουν, παρά την Όμικρον, οι Αμερικανοί καταναλωτές

«Σφιγμένη» και άκρως επιφυλακτική απέναντι (και) στην παραλλαγή Όμικρον παραμένει η πλειονότητα των Αμερικανών καταναλωτών, σε ό,τι αφορά την αγοραστική της συμπεριφορά και τον τρόπο που κάνει τα ψώνια της.

Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε μέσω της δημοφιλούς εφαρμογής Shopkick σε δείγμα 8.500 καταναλωτών απ’ όλη τη χώρα στο διάστημα 6-13 Ιανουαρίου 2022, το 36% δηλώνει ότι νιώθει μεγαλύτερη ανησυχία σε σχέση με πριν, ενώ το 47% παραμένει το ίδιο ανήσυχο. Παρ’ όλα αυτά, το 59% εξακολουθεί να πραγματοποιεί τον ίδιο αριθμό επισκέψεων στα καταστήματα με τον προηγούμενο μήνα, ενώ πάνω από τους μισούς (53%) νιώθουν αρκετά άνετα, ώστε να συμμετέχουν σε δραστηριότητες σε κλειστούς χώρους.

Το ενδιαφέρον, ωστόσο, είναι ότι από αυτούς που δηλώνουν εξίσου ανήσυχοι για την Όμικρον, το 50% προσπαθεί να ψωνίζει όσο το δυνατόν λιγότερο σε φυσικό κατάστημα, ενώ το 31% στρέφεται με μεγαλύτερη συχνότητα στις διαδικτυακές αγορές.

Αυξημένα μέτρα προστασίας

Σε κάθε περίπτωση, το 73% εξακολουθεί να παίρνει αυξημένα προληπτικά μέτρα, όταν επισκέπτεται ένα σούπερ μάρκετ ή κατάστημα τροφίμων, όπως η χρήση μάσκας (90%), η απολύμανση καροτσιών και χεριών με αντισηπτικό (79%) και η επιλογή λιγότερο πολυσύχναστων ωρών (69%). Παρόμοιο (71%) είναι και το ποσοστό εκείνων που ζητούν από τους καταστηματάρχες να συνεχίσουν να λαμβάνουν μέτρα, όπως η υποχρεωτική χρήση μάσκας (84%), η τακτική απολύμανση των καροτσιών (72%) και η τήρηση των αποστάσεων (64%).

Αισθητά μειωμένο πάντως, αν και όχι ασήμαντο, είναι το ποσοστό αυτών που προετοιμάζονται για ένα ενδεχόμενο λοκντάουν (34% από 48% στα αρχικά στάδια της πανδημίας), με τη λεγόμενη «γενιά Ζ» (σ.σ. γεννηθέντες στο διάστημα 1997-2012) να εμφανίζεται πιο πρόθυμη να στοκάρει προϊόντα σε σχέση με τις μεγαλύτερες ηλικίες.

Τέλος, πάνω από τους μισούς καταναλωτές (53%) έχουν παρατηρήσει ελλείψεις σε ορισμένα αγαθά σε σύγκριση με έναν μήνα πριν, ενώ πάνω από επτά στους δέκα έχουν, επίσης, παρατηρήσει ελλείψεις σε προσωπικό και αύξηση του χρόνου αναμονής στα καταστήματα.