Βαμβάκι: Αύξηση ζήτησης αλλά και πιέσεις από την συνθετική ίνα βλέπουν οι αναλυτές
Ισορροπία μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης στην παγκόσμια αγορά βάμβακος διαβλέπουν για την επόμενη δεκαετία FAO και ΟΟΣΑ στην έκθεση για τις Προοπτικές της Γεωργίας, που δόθηκε στη δημοσιότητα πριν από λίγες μέρες, οι προβλέψεις της οποίας βέβαια έχουν πάντα τον… αστερίσκο της μακροοικονομικής αβεβαιότητας.
Σύμφωνα με την ανάλυση των στοιχείων που παραθέτουν οι δύο οργανισμοί, το 2022, η παραγωγή βάμβακος σε παγκόσμιο επίπεδο έφτασε τους 24,1 εκατ. τόνους και η κατανάλωση τους 23,4 εκατ. τόνους. Φέτος, η ψαλίδα μεταξύ των δύο αναμένεται να κλείσει, με την παγκόσμια παραγωγή να διαμορφώνεται σε 23,9 εκατ. τόνους και την κατανάλωση σε 23,8 εκατ. τόνους, διαφορά που αναμένεται να διατηρηθεί μέχρι και το 2032 (τελευταίο έτος του εξεταζόμενου διαστήματος), όπου η κυρίαρχη εκτίμηση θέλει την παραγωγή να ανέρχεται σε 28,2 εκατ. τόνους και την κατανάλωση σε 28,1 εκατ. τόνους.
Στο μεσοδιάστημα, τα δύο θεμελιώδη μεγέθη μοιάζουν να πηγαίνουν… χέρι-χέρι, με την πλάστιγγα μάλιστα να γέρνει, έστω και οριακά, τις περισσότερες χρονιές προς την πλευρά της κατανάλωσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι, από το 2024 μέχρι το 2029, η κατανάλωση κάθε χρόνο φαίνεται να προσπερνά, έστω και με βραχεία κεφαλή την παραγωγή. Ακολουθεί μια διετία σχεδόν απόλυτης ισορροπίας (στους 27,7 εκατ. τόνους το 2030 και στους 28,2 εκατ. τόνους το 2031), προτού η παραγωγή «πάρει κεφάλι» το 2032.
Παράλληλα, βέβαια, προβλέπεται και μια αύξηση των αποθεμάτων, όχι τόσο της Κίνας (10,1 εκατ. τόνοι το 2032 έναντι 9,5 εκατ. τόνων το 2023), όσο του υπόλοιπου κόσμου (33,7 εκατ. τόνοι έναντι 31,4 εκατ. τόνων φέτος) που ενισχύονται κάθε χρόνο και στο τέλος της δεκαετίας αναμένεται να ανέρχονται σε 43,8 εκατ. τόνους, από 40,9 εκατ. τόνους το 2023.
Αυτό εξηγεί έως έναν μεγάλο βαθμό και την εκτίμηση των FAΟ-ΟΟΣΑ για ελαφρά πτώση των πραγματικών (δηλαδή προσαρμοσμένων στον πληθωρισμό) τιμών, παρά το γεγονός ότι οι ονομαστικές ενδέχεται να σημειώσουν άνοδο.
Σκληρός ο ανταγωνισμός από τον πολυεστέρα
Καταλυτικό ρόλο βέβαια στην τάση αυτή αναμένεται να διαδραματίσει ο ανταγωνισμός από τις –φθηνότερες– συνθετικές ίνες. Όπως αναφέρεται στην έκθεση, από το 1970 όταν οι τιμές του πολυεστέρα έγιναν ανταγωνιστικές, το βαμβάκι «αναγκάστηκε» να ακολουθήσει. Για παράδειγμα, στο διάστημα 1972-2009 οι τιμές του βάμβακος ήταν μεσοσταθμικά μόλις 5% υψηλότερες από εκείνες του πολυεστέρα.
Από το 2010, πάντως, οι τιμές του βάμβακος διατήρησαν μια απόσταση της τάξης του 40% και το άνοιγμα αυτό διευρύνθηκε την περσινή χρονιά, όταν «έτρεξαν» με υψηλότερους ρυθμούς σε σχέση με του πολυεστέρα. Για την επόμενη δεκαετία, FAO και ΟΟΣΑ δεν αναμένουν κάποια αξιοσημείωτη μεταβολή στην σχέση μεταξύ των δύο «ανταγωνιστών».
Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι οι συνθετικές ίνες αποτελούν την κινητήριο δύναμη πίσω από την ανάπτυξη που γνώρισε η αγορά νημάτων τις προηγούμενες δεκαετίες. Όπως σημειώνεται στην έκθεση, η ζήτηση σημείωσε κατακόρυφη άνοδο, ως αποτέλεσμα της αύξησης τόσο του πληθυσμού, όσο και της δαπάνης σε χώρες με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα και καλύφθηκε στο μεγαλύτερο ποσοστό της από συνθετικές ίνες στις οποίες έδειξε προτίμηση η βιομηχανία, αφενός λόγω του χαμηλότερου κόστους της, αφετέρου λόγω ορισμένων ιδιοτήτων και πλεονεκτημάτων τους έναντι του βαμβακιού (π.χ. αντοχή στον χρόνο και στο τσαλάκωμα).
Το 2007, η παγκόσμια κατανάλωση των συνθετικών ινών έφτασε στο υψηλότερο σημείο της, «πιάνοντας» τους 26,5 εκατ. τόνους, ωστόσο την τριετία 2020-2022 υποχώρησε στους 24,4 εκατ. τόνους.
Πάντως, από τις αρχές του 1990, οι μη βαμβακερές ίνες είχαν αποκτήσει τη μερίδα του λέοντος στη βιομηχανία ενδυμάτων. Το 2022 το ποσοστό τους ανήλθε στο 76,7%, αφήνοντας το βαμβάκι πολύ πίσω στο 23,3%. Αντίστοιχα, η κατά κεφαλήν κατανάλωση συνθετικών ινών ξεπέρασε κατά πολύ εκείνη του βάμβακος, η οποία για μεγάλο διάστημα παρέμεινε σταθερή, δείχνοντας κάποια σημάδια κορεσμού, ενώ τα τελευταία χρόνια μάλιστα παρουσίασε και κάποια πτώση.
Ορεξάτο το Βιετνάμ
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, η παγκόσμια κατανάλωση βάμβακος αναμένεται να αυξηθεί την επόμενη δεκαετία με ρυθμό 1,8% ετησίως κατά μέσο όρο με ώθηση κυρίως από τη ζήτηση στις αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες οικονομίες.
Η Κίνα από το 1960 είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής βάμβακος παγκοσμίως. Ωστόσο, την τελευταία δεκαετία, ένα σημαντικό κομμάτι της παραγωγής νήματος έχει σταδιακά μετατοπιστεί σε άλλες ασιατικές χώρες, κυρίως στο Βιετνάμ και στο Μπαγκλαντές. Στην Ινδία, η ταχύτατα αναπτυσσόμενη βιομηχανία ένδυσης, η οποία μάλιστα βασίζεται περισσότερο στο βαμβάκι και λιγότερο σε συνθετικές ίνες, σε συνδυασμό με τα ανταγωνιστικά εργατικά κόστη, αλλά και την κυβερνητική στήριξη στον κλάδο, αναμένεται να οδηγήσουν σε αύξηση της κατανάλωσης.
Ωστόσο, το Βιετνάμ είναι η χώρα όπου τα κλωστήρια θα καταγράψουν τη μεγαλύτερη ετήσια αύξηση στην κατανάλωση, αξιοποιώντας και την πρόσφατα (στα μέσα του 2020) αναθεωρημένη συμφωνία ελευθέρου εμπορίου με την ΕΕ. Την ίδια στιγμή, στο Μπαγκλαντές και στην Ινδονησία η ολοένα και πιο έντονη ζήτηση από τις τοπικές βιομηχανίες ρούχων προσελκύει επενδύσεις σε νέες κλωστοϋφαντουργικές μονάδες ή σε αύξηση της δυναμικότητας των ήδη υφιστάμενων. Στις δύο αυτές χώρες, η κατανάλωση βάμβακος αναμένεται να αυξηθεί με ρυθμούς 3,4% και 3,2% ετησίως αντίστοιχα.
Το παγκόσμιο εμπόριο εκκοκκισμένου βάμβακος αναμένεται να αυξηθεί κατά 15,8% στη δεκαετία, ξεπερνώντας τους 11,9 εκατ. τόνους το 2032. Μάλιστα, θα «τρέξει» με υψηλότερες ταχύτητες σε σχέση με την κατανάλωση, δεδομένου ότι χώρες με ισχυρή κλωστοϋφαντουργική βιομηχανία, όπως το Μπαγκλαντές και το Βιετνάμ, εξαρτώνται από την εισαγόμενη πρώτη ύλη. Η «απόσταση» αυτή θα καλυφθεί κυρίως από μεγάλες εξαγωγικές δυνάμεις, όπως η Βραζιλία και οι ΗΠΑ.
Διπρόσωπο με τις τιμές το 2022, σε χαμηλό δεκαετίας η ζήτηση τη σεζόν που κλείνειΤη σεζόν 2022/2023, που ολοκληρώνεται σύντομα (Αύγουστος 2022-Ιούλιος 2023), η κατανάλωση βάμβακος σημείωσε χαμηλό δεκαετίας. Η πτώση, που έγινε φανερή ακόμα και σε μεγάλες αγορές, όπως η Ινδία και το Πακιστάν, έχει να κάνει με την παγκόσμια οικονομική αβεβαιότητα και στην άνοδο του πληθωρισμού που επιβραδύνει τη ζήτηση και την κατανάλωση ειδών ρουχισμού, ενώ την κατάσταση δεν βοήθησε η ενίσχυση του δολαρίου έναντι των νομισμάτων των ασιατικών χωρών, οι οποίες εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές. Οι τιμές χαρακτηρίστηκαν από έντονη μεταβλητότητα. Αρχικά, η παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη, με τη συνακόλουθη αύξηση της ζήτησης, κράτησαν τις τιμές ψηλά μέχρι τον Μάιο του 2022, οπότε και έφτασαν σε υψηλό 11 ετών. Από τον Ιούνιο, ωστόσο, και καθώς η ζήτηση για βαμβάκι υποχωρούσε, η αγορά μπήκε σε μια πτωτική πορεία. Παρ’ όλα αυτά, FAO και ΟΟΣΑ σημειώνουν ότι στο σύνολο του 2022 οι τιμές παρέμειναν υψηλότερες 38% από τον μέσο όρο των προηγούμενων ετών, γεγονός που, μεταξύ άλλων, συνέβαλε στην αύξηση των εκτάσεων σε Ινδία και Βραζιλία. Η παγκόσμια παραγωγή το 2022 ήταν μειωμένη λόγω των ακραίων καιρικών συνθηκών. Στις ΗΠΑ, η ξηρασία στα πρώτα στάδια της καλλιέργειας στο Τέξας έφερε απώλειες 16%, ενώ στο Πακιστάν οι πλημμύρες στο τέλος της καλλιεργητικής περιόδου οδήγησαν την τοπική παραγωγή στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων σχεδόν 40 ετών. Οι μειώσεις αυτές δεν αντισταθμίστηκαν από τις αυξήσεις που κατέγραψαν Κίνα και Ινδία. Σε επίπεδο εμπορίου, η υποτονική ζήτηση για ενδύματα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των εισαγωγών από Βιετνάμ, Μπαγκλαντές και Τουρκία (η οποία βέβαια είχε να αντιμετωπίσει και τους καταστροφικούς σεισμούς), ενώ στο Πακιστάν, η υποτίμηση του τοπικού νομίσματος έναντι του δολαρίου συνέβαλε καθοριστικά στην σημαντική πτώση των εισαγωγών. |
ΑΠΟΔΟΣΕΙΣ
Ώθηση από νέες καλλιεργητικές πρακτικές, μοντέρνες ποικιλίες και γεωργία ακριβείας
Η παραγωγή βάμβακος αναμένεται να αυξηθεί με σταθερούς ρυθμούς την επόμενη δεκαετία, πλησιάζοντας τους 28,2 εκατ. τόνους το 2032, λόγω της αύξησης των αποδόσεων κυρίως και λιγότερο των στρεμμάτων. Το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης (29%) θα προέλθει από τις ΗΠΑ, ακολουθούμενες από την Ινδία (25%) και την Κίνα (7%). Οι πέντε μεγαλύτεροι παραγωγοί σήμερα, δηλαδή η Ινδία, η Κίνα, οι ΗΠΑ, η Βραζιλία και το Πακιστάν, αναμένεται να έχουν το 2032 αθροιστικά μερίδιο 78% στην παγκόσμια παραγωγή, με τις δύο πρώτες να αγγίζουν το 46%.
Σύμφωνα με την έκθεση, μεσοσταθμικά οι αποδόσεις αναμένεται να ενισχυθούν κατά 8% λόγω της προόδου σε επίπεδο γενετικής, γεωργικών πρακτικών, αλλά και ψηφιοποίησης, οι οποίες υποστηρίζουν τη γεωργία ακριβείας και θα συμβάλουν στη βελτίωση της παραγωγικότητας και της βιωσιμότητας. Σημειωτέον εδώ ότι τις τελευταίες δύο δεκαετίες οι αποδόσεις σε παγκόσμιο επίπεδο παρουσίαζαν στασιμότητα, ενώ σε κάποιες από τις μεγάλες «δυνάμεις» του κλάδου κινούνταν και πτωτικά. Ενδεικτικά, το 2022, η Κίνα και η Βραζιλία είχαν διπλάσιες αποδόσεις του παγκόσμιου μέσου όρου την ώρα που η Ινδία κινούνταν σχεδόν στο 50%. Οι εκτάσεις σε παγκόσμιο επίπεδο αναμένεται να αυξηθούν 4% σε ορίζοντα δεκαετίας.
Στην Ινδία, η παραγωγή προβλέπεται να «τρέχει» με ρυθμό 2,5% ετησίως, ενώ στην Κίνα, που σήμερα κατέχει τα πρωτεία στις αποδόσεις, παρατηρείται από το 2016 επιβράδυνση στους ρυθμούς μείωσης των καλλιεργούμενων εκτάσεων, που πάντως θα συνεχίσουν να μειώνονται κατά 0,4% ετησίως μέχρι το 2032.
Την ίδια στιγμή, με ρυθμό 3,9% ετησίως αναμένεται να αναπτύσσεται στο ίδιο διάστημα η παραγωγή της Βραζιλίας, οδηγούμενη από τη διαρκή βελτίωση των αποδόσεων, μέρος της οποίας προέρχεται από τη χρήση γενετικά τροποποιημένων σπόρων. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει στη νοτιοαμερικανική χώρα σημαντικές επενδύσεις και σε επίπεδο εξοπλισμού σε ολόκληρη την αλυσίδα αξίας (φυτευτικές μηχανές, συλλεκτικές, εκκοκκιστήρια).
Σε πρώτο πλάνο η βιωσιμότητα
Όπως υπογραμμίζουν FAO και ΟΟΣΑ, τα ζητήματα βιωσιμότητας θα συνεχίσουν να επηρεάζουν σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό τις αγορές βάμβακος τα επόμενα χρόνια. Εν μέσω περιβαλλοντικών ανησυχιών και προβληματισμού για την κλιματική αλλαγή, έχουν εισαχθεί νέες πρωτοβουλίες που προωθούν τη βιωσιμότητα σε όλα τα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας. H πλέον γνωστή και καταξιωμένη είναι η πρωτοβουλία Better Cotton, που το 2021 αντιστοιχούσε στο 20% της βιώσιμης παραγωγής βάμβακος παγκοσμίως. Οι δύο οργανισμοί προβλέπουν ότι η ζήτηση για βαμβάκι που έχει παραχθεί με βιώσιμες πρακτικές θα συνεχίσει να εντείνεται τα επόμενα χρόνια, λόγω των σχετικών δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει αρκετά γνωστά brands ρούχων και της αυξημένης ευαισθητοποίησης, ιδίως από την πλευρά των νέων καταναλωτών.
Είναι σαφές ότι αυτό φέρνει σε πλεονεκτική θέση χώρες, όπως η Βραζιλία, όπου το 84% της συνολικής τοπικής παραγωγής πληροί τα κριτήρια βιωσιμότητας. Ωφελημένη εκτιμάται ότι θα είναι και η υποσαχάρια Αφρική, καθώς προγράμματα όπως το Cotton Made in Africa (CMIA) συγκεντρώνουν το 13% της παγκόσμιας παραγωγής βιώσιμου βαμβακιού.