Υπό απειλή η ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών οπωροκηπευτικών

Με πρόσφατη επιστολή του προς την Κομισιόν, ο φορέας που αντιπροσωπεύει την ευρωπαϊκή εφοδιαστική αλυσίδα οπωροκηπευτικών, Freshfel Europe, προειδοποιεί την ΕΕ για τον ενδεχόμενο αντίκτυπο –άμεσο και έμμεσο– που μπορεί να έχει για τον τομέα η προτεινόμενη ανακατανομή κονδυλίων για την επόμενη τριετία, η οποία περικόπτει σημαντικά πόρους από τις δραστηριότητες προώθησης. Ο φορέας ζητά, μάλιστα, από την Επιτροπή να αναθεωρήσει την πρότασή της και να μην υπονομεύει την αποτελεσματικότητα της ίδιας της ΚΑΠ.
Σύμφωνα με όσα επισημαίνει η Freshfel Europe, η πρόταση της Επιτροπής θα έχει ως αποτέλεσμα την περικοπή 281,7 εκατ. ευρώ, περιορίζοντας τον προϋπολογισμό κατά περισσότερο από 50% για τις πολιτικές της ΚΑΠ.
Η πρόταση των περικοπών έρχεται σε μία χρονική περίοδο που ο τομέας προσπαθεί να ενδυναμώσει την κατανάλωση φρέσκων φρούτων και λαχανικών, καθώς εντός των ευρωπαϊκών συνόρων έχει υποχωρήσει αισθητά, απομακρυνόμενη και από τα 400 γρ. ημερησίως που συστήνει ο ΠΟΥ
Καταγγέλλοντας, ουσιαστικά, την Επιτροπή για «έλλειψη συνέπειας, συνοχής και φιλοδοξίας», γεγονός που αντίκειται στην εμβληματική Πράσινη Συμφωνία και όσα προβλέπει, καθώς και σε άλλες ευρωπαϊκές στρατηγικές που στοχεύουν στην προώθηση της υγείας των καταναλωτών, παράλληλα με τη Στρατηγική «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο», ο φορέας εκπροσώπησης των ευρωπαϊκών οπωρολαχανικών υπογραμμίζει την αναγκαιότητα ύπαρξης τέτοιων ισχυρών πολιτικών, ειδικότερα σε ένα περιβάλλον πολλαπλών κρίσεων που καλείται να αντιμετωπίσει ο αγροτικός τομέας.
Χάνονται ουσιαστικά τα «πολύτιμα» πολλαπλά προγράμματα
Οι προϋπολογισμοί για τα «πολλαπλά προγράμματα», τα οποία περιλαμβάνουν πολλά κράτη-μέλη, καθώς και οι ίδιες οι δραστηριότητες προώθησης της Κομισιόν προς τρίτες χώρες, εξαλείφονται, αφήνοντας μόνο τα λεγόμενα «απλά προγράμματα», τονίζει η Ένωση, επισημαίνοντας τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει αυτό στην ανταγωνιστικότητα του τομέα, αλλά και τη συνέχεια των απαραίτητων δραστηριοτήτων προώθησης που συγχρηματοδοτεί η ΕΕ.
Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των προκλήσεων που υπάρχουν σε διεθνές επίπεδο, η Freshfel Europe επισημαίνει την «ιδιαίτερη ανησυχία» της, ειδικά με το δυσανάλογο των μειώσεων σε ό,τι αφορά τα «πολλαπλά» έργα. Κι αυτό, καθώς ο τομέας των νωπών ανέκαθεν έδειχνε αυξανόμενο ενδιαφέρον γι’ αυτά, σε όλα τα κράτη-μέλη. Ενδεικτικά, μεταξύ 2023/2024 καταγράφηκε αύξηση των αιτήσεων κατά 52%.
Κόντρα στις προσπάθειες ενίσχυσης της κατανάλωσης
Πέραν όσων αναπτύσσονται παραπάνω, η πρόταση αυτή των περικοπών έρχεται, μάλιστα, σε μία χρονική περίοδο που ο τομέας προσπαθεί να ενδυναμώσει την κατανάλωση φρέσκων φρούτων και λαχανικών, καθώς εντός των ευρωπαϊκών συνόρων έχει υποχωρήσει αισθητά, απομακρυνόμενη και από τα 400 γρ. ημερησίως που συστήνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ). Με περίπου 350 γρ. κατ’ άτομο ημερησίως κατά μέσο όρο στην ΕΕ το 2022, όπως περιέγραφαν τα τελευταία στοιχεία της Freshfel Europe, η ποσότητα αυτή απέχει πολύ περισσότερο από τα 800 γρ. που συστήνει το Σκανδιναβικό Συμβούλιο, συνυπολογίζοντας τα οφέλη για την υγεία και το περιβάλλον. «Ενώ η ΕΕ μειώνει τον προϋπολογισμό για την προώθηση, παγκόσμιοι ανταγωνιστές, όπως οι ΗΠΑ, συνεχίζουν να επενδύουν εκατομμύρια για να προωθήσουν τις αμερικανικές εξαγωγές αγροδιατροφικών προϊόντων», δηλώνει, σύμφωνα με το fruitnet, ο Philippe Binard, γενικός εκπρόσωπος της Freshfel Europe. Όπως τονίζει, «αυτό αναδεικνύει την επείγουσα ανάγκη για διατήρηση μίας ισχυρής πολιτικής προώθησης προκειμένου να κρατήσουμε το ανταγωνιστικό μας πλεονέκτημα παγκοσμίως».
Παράλληλα, παραθέτει και το εξίσου σημαντικό ζήτημα της ενημέρωσης του καταναλωτικού κοινού για ζητήματα υγείας και περιβάλλοντος που σχετίζονται με τη διατροφή, το οποίο και θα επηρεαζόταν αρνητικά υπό το ενδεχόμενο μίας «υποτονικής πολιτικής προώθησης».
«Ο ρόλος των νωπών προϊόντων ως “απαραίτητων” και “δημόσιων αγαθών” πρέπει να εκφραστεί σωστά», προσθέτει o κ. Binard. Σε άλλο σημείο της τοποθέτησής του, ο ίδιος υπενθυμίζει, μάλιστα, τις εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (WEF), βάσει των οποίων απαιτούνται 2 ευρώ για κάθε ευρώ που δαπανάται σε τρόφιμα, προκειμένου να διορθωθεί το κόστος μιας ακατάλληλης διατροφής, κάνοντας λόγο για μία ανακατανομή που μεσοπρόθεσμα, αλλά και μακροπρόθεσμα θα είναι οικονομικά πολύ επιζήμια για την κοινωνία.