Σε υψηλό δεκαετίας οι παγκόσμιες τιμές των τροφίμων

Τέσσερις κορυφαίοι αναλυτές σχολιάζουν το αυξανόμενο κόστος της ενέργειας και τις συνεχιζόμενες προκλήσεις της αλυσίδας εφοδιασμού

Η άνοδος των παγκόσμιων τιμών των τροφίμων σε υψηλό δεκαετίας κινδυνεύει να οδηγήσει σε ολοένα και πιο τσουχτερούς λογαριασμούς τροφίμων στα σούπερ μάρκετ, καθώς η ενεργειακή κρίση απειλεί να κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα, γράφει η Megan Durisin, δημοσιογράφος του Bloomberg με εξειδίκευση σε θέματα γεωργίας και εμπορευμάτων.

«Οι αποτυχίες συγκομιδής, η μεγάλη ζήτηση και οι διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας έχουν αυξήσει τον δείκτη τιμών τροφίμων του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO) κατά 1/3 τον τελευταίο χρόνο. Η πιο πρόσφατη άνοδος, που σημειώθηκε τον περασμένο μήνα, ήρθε φυσιολογικά, καθώς οι τιμές για σχεδόν όλα τα είδη τροφίμων αυξήθηκαν, εντείνοντας τους πονοκεφάλους για τους καταναλωτές και τις κεντρικές τράπεζες», εξηγεί η Durisin.

Το δημοσίευμα του Bloomberg αναφέρει ότι «οι αυξανόμενοι λογαριασμοί ρεύματος οξύνουν το πρόβλημα, κλιμακώνοντας το κόστος παραγωγής λιπασμάτων και μεταφοράς αγαθών σε όλο τον κόσμο, θυμίζοντας κάτι από τις αυξήσεις των τιμών που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια των επισιτιστικών κρίσεων το 2008 και το 2011».

Επιπλέον, επισημαίνει την προειδοποίηση του ΟΗΕ ότι «η ενεργειακή κρίση θα μπορούσε να ενθαρρύνει τη στροφή περισσότερων καλλιεργειών από την παραγωγή τροφίμων στην παραγωγή βιοκαυσίμων».

Πριν από μερικές μέρες, το πρακτορείο Reuters ανέφερε ότι «ο δείκτης τιμών τροφίμων του FAO, ο οποίος παρακολουθεί τις διεθνείς τιμές των πιο εμπορεύσιμων τροφίμων παγκοσμίως, ήταν κατά μέσο όρο 130 μονάδες τον περασμένο μήνα, φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο που είχε βρεθεί από τον Σεπτέμβριο του 2011, σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού».

Σε μια πιο επισταμένη ματιά της παγκόσμιας προσφοράς και ζήτησης σίτου, το Σύστημα Πληροφοριών για τις Αγροτικές Αγορές (AMIS) της ομάδας των G20 δήλωσε ότι «οι κακές καιρικές συνθήκες πλήττουν ιδιαίτερα τις καλλιέργειες σίτου αυτήν τη σεζόν σε πολλές βασικές χώρες παραγωγής, όπως ο Καναδάς (-38% σε σχέση με την παραγωγή της περασμένης σεζόν), η Ρωσία (-13%) και οι Ηνωμένες Πολιτείες (-7%).

Συνεπώς, δεν αποκλείεται τα παγκόσμια αποθέματα σίτου να πέσουν κάτω από τα αρχικά επίπεδα κατά την περίοδο εμπορίας 2021/2022. Με τις περισσότερες μειώσεις να συσσωρεύονται σε μεγάλες εξαγωγικές χώρες, τα σημάδια είναι ανησυχητικά, όσον αφορά την ισχνότητα της προσφοράς στις παγκόσμιες αγορές, αυξάνοντας την πιθανότητα για ακόμη υψηλότερες τιμές σίτου αυτήν τη σεζόν».

Γιατί οι τιμές «σκαρφαλώνουν»

Το AMIS υπογραμμίζει ότι η τρέχουσα στενότητα εφοδιασμού σίτου πρέπει να εκτιμηθεί υπό το φως σημαντικών και ταχέως μεταβαλλόμενων εξελίξεων στις αγορές ενέργειας και την εφοδιαστική αλυσίδα. «Η χαλάρωση των περιορισμών λόγω COVID-19 είναι πιθανό να διατηρήσει την οικονομική ανάκαμψη, αυξάνοντας τις τιμές του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και, ως εκ τούτου, των λιπασμάτων.

Επιπλέον, η συμφόρηση των λιμένων, όπως παρατηρήθηκε πρόσφατα στην Κίνα και στις ΗΠΑ, είναι επίσης ανησυχητική, συμβάλλοντας σε διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας, οι οποίες –μαζί με τα αυξημένα ναύλα– μπορεί να προσθέσουν μεγαλύτερη αστάθεια στις τιμές του σίτου και να αυξήσουν το κόστος εισαγωγής, κάτι που θα προσθέσει μεγάλα βάρη στις φτωχότερες χώρες του κόσμου».

Στο μεταξύ, ο αρθρογράφος της Wall Street Journal, Jesse Newman, αναφέρει ότι η κλιμάκωση του κόστους και οι προκλήσεις της αλυσίδας εφοδιασμού ασκούν πίεση στις μεγάλες αμερικανικές εταιρείες τροφίμων, αυξάνοντας το κόστος των τροφίμων και εμποδίζοντας τη ροή βασικών προϊόντων στα ράφια της λιανικής.

«Οι παρασκευαστές τηγανητών πατατών, κέτσαπ και τσιπς πατάτας δυσκολεύονται να στελεχώσουν τις γραμμές επεξεργασίας και να μεταφέρουν προϊόντα σε αυτοκινητόδρομους και λιμάνια, όπως ανέφεραν διάφορα στελέχη, ενώ το κόστος για προϊόντα, όπως το μαγειρικό λάδι, αυξάνονται. Οι εταιρείες αυξάνουν τις τιμές για να συμβαδίσουν με την κατάσταση, ενόσω προσπαθούν να διατηρήσουν τα προϊόντα στα καταστήματα».

Τα προβλήματα της αλυσίδας εφοδιασμού αυξάνονται για τους κατασκευαστές τροφίμων στις ΗΠΑ, τη στιγμή που οι καταναλωτές ξοδεύουν πολλά για τρόφιμα, σε σούπερ μάρκετ και εστιατόρια.

«Οι καταναλωτικές δαπάνες σε επιχειρήσεις λιανικής ήταν 4% υψηλότερες τον Αύγουστο σε σχέση με τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους, σύμφωνα με τα στοιχεία του Γραφείου Απογραφής των ΗΠΑ.

Οι πωλήσεις εστιατορίων αυξήθηκαν φέτος, καθώς μειώνονται οι περιορισμοί COVID-19, αν και οι ανησυχίες για τη μετάλλαξη Δέλτα έχουν διαβρώσει μέρος της ανάκαμψης τις τελευταίες εβδομάδες», επισημαίνει ο Newman.