Δε σαλεύει φύλλο στην αγορά του ρυζιού

Απούλητο πάνω από το 80% της παραγωγής

Παράταση στην υποβολή δικαιολογητικών για τη συνδεδεμένη στο ρύζι ζητά ο Μ. Τζελέπης

Συνθήκες πλήρους βραχυκυκλώματος, που όμοιό του δύσκολα μπορούν να ανακαλέσουν στη μνήμη τους οι παραγωγοί, τουλάχιστον για το διάστημα της τελευταίας δεκαετίας, επικρατούν φέτος στην ελληνική αγορά του ρυζιού.

Λίγο πριν το κατώφλι του δεύτερου μήνα του έτους, και ενώ θεωρητικά θα έπρεπε να βρισκόμαστε στην κορύφωση της εμπορικής σεζόν, το μεγαλύτερο μέρος από τους 250.000 και πλέον τόνους της φετινής συγκομιδής παραμένει «εγκλωβισμένο» στις αποθήκες καλλιεργητών και συνεταιρισμών, περιμένοντας υπομονετικά τους αγοραστές, που όμως… δεν έρχονται. Στο μεταξύ, οι τιμές έχουν πάρει την κατιούσα, κινούμενες πλέον κατά μέσο όρο στα επίπεδα των 25-26 λεπτών το κιλό για τα μεσόσπερμα, τύπου japonica, και τα 28-29 λεπτά το κιλό για τα μακρύσπερμα, τύπου indica, όταν το καλλιεργητικό κόστος κυμαίνεται κατά μέσο όρο στα 25 λεπτά το κιλό.

Ούτε αυτές οι τιμές, όμως, φαίνονται ικανές να προσελκύσουν το ενδιαφέρον μύλων και μεταποιητών. «Δεν κουνιέται φύλλο» είναι η μόνιμη επωδός στα χείλη παραγωγών και εκπροσώπων συνεταιρισμών με τους οποίος ήρθε σε επαφή η «ΥΧ». Μας μετέφεραν μια πρωτόγνωρη και ασφυκτική κατάσταση, σε μια συγκυρία που οι οικονομικές και δη οι φορολογικές τους υποχρεώσεις «τρέχουν».

Εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα φαίνεται ότι αποτέλεσαν οι καρολίνες, που διοχετεύθηκαν κατά κύριο λόγο στην ελληνική αγορά και πωλήθηκαν από 30-32 έως και (σε ορισμένες περιπτώσεις) 40 λεπτά το κιλό. Ωστόσο, οι συγκεκριμένες ποικιλίες δεν αντιστοιχούν σε περισσότερο από το 10% της φετινής εγχώριας παραγωγής και σε καμία περίπτωση δεν αρκούν για να αλλάξουν τη συνολική εικόνα.

Με το σταγονόμετρο πουλά η Χαλάστρα

Με το σταγονόμετρο  πουλά η ΧαλάστραΛιγότερους από 1.500 -από τους συνολικά 40.000- τόνους που συγκόμισε φέτος έχει καταφέρει να πουλήσει μέχρι στιγμής ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Χαλάστρας Α’, όπως λέει στην «ΥΧ» ο πρόεδρος του συνεταιρισμού, Λεωνίδας Κουιμτζής. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι έφτασε να προσφέρει το προϊόν του έναντι 26 λεπτών το κιλό. Η σύγκριση, σε σχέση με το ίδιο διάστημα πέρυσι, είναι καταλυτική: Οι τιμές βρίσκονταν για τα japonica στα 42 λεπτά το κιλό και για τα indica στα 32, ενώ οι πωλήσεις είχαν ξεπεράσει τους 10.000 τόνους.

Η έλλειψη ρευστότητας δένει τα χέρια των μύλων

Ίδια η εικόνα και στον Β’ Συνεταιρισμό Χαλάστρας, όπου από τους 50.000 τόνους φετινής παραγωγής δεν έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να «διώξει» περισσότερους από 4.000 τόνους. Ο πρόεδρός του, Αχιλλέας Καμπούρης, στέκεται ιδιαίτερα στην έλλειψη ρευστότητας, η οποία δένει τα χέρια των μύλων. «Σήμερα, αν ένας έμπορος ή ένας βιομήχανος θέλει να αγοράσει ρύζι, πρέπει να καταβάλει τα λεφτά μπροστά στους παραγωγούς, να δουλέψει το ρύζι, δηλαδή να το αποφλοιώσει και στη συνέχεια να το πουλήσει. Όλη αυτή η διαδικασία, όμως, απαιτεί 4-5 μήνες και, ως εκ τούτου, κεφάλαια κίνησης, τα οποία όμως δεν υπάρχουν. Μιλάμε για εξωστρέφεια, αλλά δίχως τραπεζική στήριξη, εξαγωγές δεν μπορούν να γίνουν», τονίζει.

Μακρινό όνειρο η περσινή χρονιά

Μακρινό όνειρο  η περσινή χρονιάΣτα χαμηλότερα επίπεδα ενδεχομένως και της τελευταίας δεκαετίας κυμαίνονται αυτή τη στιγμή οι τιμές, σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΑΣ Μεσολογγίου, Σπύρο Καραχάλιο. «Τα indica κινούνται στα 25-26 λεπτά το κιλό, ενώ πέρυσι βρίσκονταν στα 33-34 λεπτά, με ανοδική, μάλιστα, δυναμική. Αντίστοιχα, τα japonica πωλούνται 27-28 λεπτά, όταν πέρυσι ήταν 31-32 λεπτά. Οι μόνες που ξέφυγαν κάπως ήταν οι καρολίνες, που πουλήθηκαν έως 40 λεπτά», σημειώνει. Ωστόσο και εδώ η διαφορά με πέρυσι είναι μεγάλη καθώς οι περυσινές ποσότητες «έπιαναν» έως και 50 λεπτά το κιλό.

Η αποχή των Τούρκων

Εκτός από την έλλειψη ρευστότητας, τρεις φαίνεται ότι είναι οι βασικοί λόγοι πίσω από την άπνοια που παρατηρείται φέτος στην αγορά. Ο πρώτος έχει να κάνει με την «εξαφάνιση» των Τούρκων αγοραστών. Όπως λέει στην «ΥΧ» o Σταύρος Μπέγκας, πρόεδρος της Begas Agro, «η Τουρκία είναι ο βασικότερος αγοραστής του μεσαίου ρυζιού. Όμως, λόγω της κρίσης που διέρχεται, οι εταιρείες της χώρας δε διαθέτουν οικονομική ευχέρεια και, εξαιτίας της κατάστασης στη Μέση Ανατολή, δυσκολεύονται και στις εξαγωγές», επισημαίνει. «Η ισοτιμία της τουρκικής λίρας βρίσκεται σήμερα στο 1 προς 3,5 σε σχέση με το ευρώ, από 1 προς 2,5 πέρυσι, ενώ είχαμε και μια αύξηση 30% της παραγωγής συνολικά στην Ελλάδα και τους γείτονες σε σύγκριση πάλι με πέρυσι», προσθέτει ο κ. Καμπούρης.

Ο βραχνάς των εισαγωγών

Ο κ. Μπέγκας υπογραμμίζει και τον παράγοντα «εμπορεύματα». «Όταν το πετρέλαιο από τα 1,10 δολάρια το βαρέλι πέρυσι έχει υποχωρήσει στα 0,28 δολάρια, είναι αυτονόητο ότι επηρεάζονται όλα τα εμπορεύματα», τονίζει.

Τα δύο αυτά στοιχεία έρχονται να προστεθούν στο πρόβλημα των πάμφθηνων εισαγωγών από την Ασία . «Τα επεξεργασμένα ρύζια που έρχονται π.χ. από την Καμπότζη είναι πολύ φθηνά, συγκριτικά με αυτά που εμείς έχουμε βάλει σαν “κόκκινη γραμμή”», σημειώνει.

Ο ρόλος Γερμανών και Ασίας

«Οι Βόρειοι, και δη οι Γερμανοί, δεν ενδιαφέρονται για τη ζημιά που υφίστανται χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, παρά μόνο να έχουν οι ίδιοι φθηνό ρύζι», εξηγεί ο πρόεδρος της Begas Agro, ενώ ο κ. Καμπούρης προσθέτει μια ακόμα διάσταση: «Είναι γνωστό ότι υπάρχει μια σχέση δούναι και λαβείν του Βερολίνου με τις χώρες αυτές, προκειμένου οι γερμανικές εταιρείες να παίρνουν τα σημαντικότερα τεχνικά έργα που προκηρύσσονται».

Όλα αυτά, σε μια χρονιά που οι καλλιεργούμενες εκτάσεις στη χώρα μας έφτασαν σε επίπεδα-ρεκόρ αγγίζοντας τα 300.000 στρέμματα, το 70% αυτών με japonica, το 20% με indica και το υπόλοιπο 10% με καρολίνες.

Γιάννης Τσατσάκης