Συνέντευξη στον Νίκο Γαργαλάκο

Έχοντας απέναντι μου τον Ηλία Λογοθέτη, έναν από τους πιο ταλαντούχους και αναγνωρισμένους Έλληνες ηθοποιούς, μα και ξεχωριστή προσωπικότητα –με τους απρόβλεπτους ελιγμούς που συνεπάγεται και επιτάσσει αυτή, μου ήταν ανεπιθύμητο να επιδιώξω την τέλεση μιας συνέντευξης με την τετριμμένη έννοια του όρου. Διαπιστώνοντας ότι η κάθε ερώτηση αποτελεί έναυσμα για την έγερση προβληματισμών και νέων ερωτημάτων, αποφάσισα να αποδεχθώ την πρόκληση διείσδυσης σε αυτόν τον ιδιότυπο «λαβύρινθο» σκέψεων, που εντέχνως μου ετίθετο. Έτσι κι έγινε, εκείνο το ήπιο χειμωνιάτικο απόγευμα στην Πλάκα.

Η προοπτική της υποκριτικής εισήλθε τυχαία στη ζωή του κ. Λογοθέτη, και για τον ηθοποιό είναι εξαιρετικά αμφίβολο ακόμα και σήμερα, ύστερα από μια μεγάλη καριέρα, εάν έκανε τη σωστή επιλογή. «Σπούδασα πολιτικές επιστήμες, νομική, πήγα να κάνω μαθηματικά, με γοήτευε πάρα πολύ και η φιλοσοφία. Είχα πολλές αγάπες. Σε μία καμπή της ζωής μου, ήμουν με έναν φίλο, ποιητή, ένα πρωινό στη Λευκάδα για διακοπές, και πλησίαζε η ώρα να φύγει το λεωφορείο. “Ξεφορτώνω και πάμε να δώσεις εξετάσεις στο θέατρο!” μου λέει. «Έτσι ξεκίνησα. Για αυτό και στην ερώτηση για το πώς ξεκίνησε το ταξίδι μου στο θέατρο, απαντώ: “Ένα πρωί πήρα το λεωφορείο για Αθήνα!” Δεν με γοήτευσε ο κόσμος της υποκριτικής.

Αμφιταλαντευόμουν για το τι θα κάνω. Αν θα γινόμουν επιστήμονας, υπάλληλος τράπεζας… Μέχρι σήμερα που μιλάμε, βέβαια, δεν έχω πιστέψει αρκετά ότι είμαι πιο κατάλληλος για αυτή τη δουλειά και όχι για κάποια άλλη. Τιμώ, λοιπόν, τη μνήμη του φίλου μου που με παρότρυνε, αλλά ταλαιπωρήθηκα πολύ εξαιτίας του. Δεν το έχω σε μεγάλη εκτίμηση αυτό το επάγγελμα, όχι όσον αφορά τη σκηνική λειτουργία, αλλά την υπόλοιπη. Μπορεί να είσαι ικανός και να μη σε αφήσουν να παίξεις ποτέ. Η δολοπλοκία, οι παρέες και όλο το σύστημα… Εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να μπω σε αυτή τη λογική. Είχα μια παιδεία ισχυρή από μικρός. Το θέμα “καριέρα” δεν με απασχόλησε καθόλου, δεν είναι κάτι που είναι μέσα στην ψυχοσύνθεσή μου. Και παραδόξως, όπως λέει και ένας φίλος μου, “πώς στο διάολο κατόρθωσες τόσα χρόνια και βρίσκεις δουλειά!” Δεν το επεδίωξα. Γιατί, αν ήθελα, θα είχα και δικό μου θέατρο, και πολλά άλλα».

Αφορμή της συνάντησης «Το αμάρτημα της μητρός μου», η θεατρική διασκευή του ομώνυμου διηγήματος του Γεωργίου Βιζυηνού, στην οποία ο κ. Λογοθέτης πρωταγωνιστεί μαζί με τη σύζυγό του και επίσης καταξιωμένη ηθοποιό, Μαρία Ζαχαρή. Αυτή η παράσταση-φαινόμενο έχει γνωρίσει την απόλυτη επιτυχία και σύντομα θα κλείσει μια δεκαετία ζωής… «Είναι οριακό για μένα το έργο αυτό. Το μεγάλο του “ατού” είναι ότι δεν έχει υποστεί καμία μεταλλαγή. Έμεινε η αρχιτεκτονική του και η σειρά των προτάσεών του ως είχαν. Δεν το τόλμησε κανείς να το ανεβάσει όπως το ανεβάσαμε εμείς, κι αυτή είναι η δύναμή του. Ένα ερώτημα που με απασχολούσε στον ρόλο μου, ως αφηγητή, είναι τι γίνεται εάν κάνω λάθος. Σε αντίθεση λοιπόν με τον δύσκολο ρόλο της μάνας, που ενσαρκώνει απίστευτα η Ζαχαρή με φοβερές ψυχολογικές μεταπτώσεις, αλλά είναι πιο βατός ο λόγος, εάν κάνεις λάθος στο κείμενο δεν μπορείς να επιστρέψεις πίσω. Πρέπει να σταματήσεις την παράσταση και να ζητήσεις συγγνώμη από το κοινό. Εμένα ευτυχώς δεν μου έχει συμβεί· δεν θα μπορούσε κιόλας, γιατί ο τρόπος που διαβάζω και αποθηκεύω στα συρτάρια του μυαλού μου δεν είναι ο συνηθισμένος τρόπος αποστήθισης, της “παπαγαλίας”. Η δικιά μου η εκμάθηση είναι από στήθους, “καρδιακή” που λέμε. Είναι λίγο μεταφυσικό αυτό που νιώθω παίζοντας. Θα μπορούσα να πω όλο το κείμενο με μια αναπνοή».Ηλίας Λογοθέτης: Ζούμε μεγαλύτερη δουλεία από την τουρκική

Θα συνεχίσει έως…

Σε αυτά τα 10 χρόνια πολλά έχουν αλλάξει, με τον ίδιο να παίρνει τη σκηνοθετική μπαγκέτα και να κατορθώνει να «αναζωογονηθεί» καθολικά… «Είχα ανάγκη να το εντοπίσω όπως το ένιωθα. Έχουν φύγει τα περιττά. Κάτι τελετουργικά, ο χορός… Όλο αυτό πλάτιαζε. Από την ώρα που φύγαμε από το Θέατρο Τέχνης, το έργο άρχισε να μπαίνει σε μια βάση ξεσκαρταρίσματος των άχρηστων πραγμάτων. Με τον θεατή έχει χτιστεί τεράστια σχέση, την οποία δημιουργεί το συναρπαστικό κείμενο, που του προξενεί συγκίνηση. Επιπλέον, η ποιητικότητα της καθαρεύουσας τον μαγεύει. Έχουμε ασύλληπτες εκδηλώσεις, κλαίει ο κόσμος. Στο οδοιπορικό των 10 χρόνων έχω υλικό για ένα βιβλίο τεράστιο. Μας έχει δώσει τέτοια ευτυχία, που προσωπικά εμένα με κρατάει σε μια “νιότη”. Γι’ αυτό και στην ηλικία που είμαι έχω αυτή την ενέργεια. Δεν μπορεί εύκολα να δημιουργηθεί κάτι τέτοιο σε έναν άνθρωπο που πλησιάζει τα 80. Μετά από 10 χρόνια, αυτό το έργο έχει κόσμο, και, όσο έρχεται, έχω υποχρέωση απέναντί του να συνεχίσω. Δεν το περίμενα βέβαια, καθώς δεν είναι μια παράσταση που μιλάει για τη βία στο σχολείο, το “bullying” ή κάτι επαναστατικό. Μιλάει όμως με ειλικρίνεια και δεν υποκρύπτει αναλήθεια. Έχει άμεση σχέση με την ψυχή του κοινού, όχι με τη λογική του».

Όπερα, η μεγάλη του αγάπη

Είναι όμως αυτή η κορυφαία του στιγμή; «Διχάζομαι. Δεν θα απαντήσω με τον Βιζυηνό στο “Αμάρτημα”, αλλά με τον ρόλο μου στον “Τίτο Ανδρόνικο” του Σαίξπηρ (σ.σ. Τίτος), στο “Αμφιθέατρο” Ευαγγελάτου».

Η όπερα κατέχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά του. Τόση, που εκεί η υποκριτική μπαίνει σε δεύτερη ή και τρίτη μοίρα. Αμέσως φωτίζεται το πρόσωπό του όταν την αναφέρω. «Το θέμα που θίγεις είναι πολύ σοβαρό, γιατί μου έχει μείνει απωθημένο ακόμη και τώρα! Από παιδάκι ακούω όπερα και, πραγματικά, για αυτήν θα έκανα θαύματα. Σπούδασα, πήρα και υποτροφία, αλλά δεν έφυγα στο εξωτερικό. Πήγε η αδελφική μου φίλη και συντοπίτισσα (σ.σ. εκ Λευκάδος) Αγνή Μπάλτσα και μεγαλούργησε. Εμένα μου έχει μείνει αυτό… Και στα όνειρά μου ακόμη, πετάγομαι!»

Όπως επισημαίνει, η μέθοδος που ακολουθεί ώστε να κάνει «κτήμα» του τον χαρακτήρα που καλείται να υποδυθεί, είναι περισσότερο η διερεύνηση της ζωής του προσώπου, παρά του κειμένου που λέει. Το τι φοράει ο ηθοποιός είναι εξίσου σημαντικό. «Το ντύσιμο προσδιορίζει τον χαρακτήρα» τονίζει με νόημα.

Όσον αφορά το κομβικό σημείο στο καλλιτεχνικό του ταξίδι, αυτό είναι αναμφίβολα η φυγή του από το Θέατρο Τέχνης Κάρολου Κουν. «Εάν δεν φεύγαμε κάποιοι από το Θέατρο Τέχνης, μπορεί να ήταν καλύτερο. Όχι πως δεν είναι άξιο λόγου, αλλά δεν είναι αυτό που ήταν. Πιστεύω ότι, σε κάποια φάση, όσο και να αφήνεται ένα πράγμα, πρέπει να ξανεπιστρέφει στην αρχική του κατάσταση. Βέβαια, ήταν μεγάλη η κλίκα που μας έσπρωχνε προς φυγή. Μια συνωμοσία που γινόταν εις βάρος κάποιων ανθρώπων, πιστεύω απουσία του δασκάλου (σ.σ. Κάρολος Κουν)».

Ο αντάρτης του Θεάτρου Τέχνης

Στο κινηματογραφικό του ξεκίνημα, στη «Βαβυλωνία» το 1970, μας εξομολογείται ότι παραβίασε έναν άγραφο «νόμο» του Θεάτρου Τέχνης, σύμφωνα με τον οποίο απαγορευόταν να κάνει κανείς οτιδήποτε άλλο ταυτόχρονα. «Επι ποινή θανάτου! Εμείς εκεί ούτε τους δρόμους δεν ξέραμε. Από το πρωί μέχρι το βράδυ είμαστε σε ένα υπόγειο. Μιλάμε για σκληρή εκπαίδευση» σημειώνει.

Πάντως, το ντεμπούτο του ήταν ονειρικό, καθώς κέρδισε το βραβείο Β’ ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. «Εντάξει, τότε υποτίθεται πανηγύριζαν τα μέσα ενημέρωσης… Μπούρδες, όλα αυτά είναι για κατανάλωση» επισημαίνει, και η αποστροφή καθρεφτίζεται στο πρόσωπό του.

Νιώθει ότι στο σινεμά θα έπρεπε να έχει κάνει περισσότερα, εντούτοις οι ανεκπλήρωτοι πόθοι δεν περιορίζονται εκεί. «Θέλω να παίξω τον Βασιλιά Ληρ οπωσδήποτε. Είναι κάτι που με απασχολεί χρόνια τώρα».

Εάν συγκρίνεις τα χρόνια που μας σκλάβωσαν οι Τούρκοι με τα χρόνια αυτά, τώρα είναι μεγαλύτερη δουλεία από την τουρκική.

Είμαστε ένας λαός που υπομένουμε τη σκλαβιά

«Εάν συγκρίνεις τα χρόνια που μας σκλάβωσαν οι Τούρκοι με τα χρόνια αυτά, τώρα είναι μεγαλύτερη δουλεία από την τουρκική. Άραγε τι χαρτιά έχουμε υπογράψει μέχρι σήμερα, ξέρει κανείς; Εδώ υπάρχει ένας λαός που δεν τον νοιάζει να φύγει από τη σκλαβιά. Τον νοιάζει να νιώθει καταπιεσμένος. Σε λίγο θα λένε: “100 ευρώ σύνταξη. Έλα, καλά είναι, δεν βαριέσαι. Μη μιλάς!” Κι ένα κοινοβούλιο που δεν τολμάει να πει την αλήθεια και καλύπτεται κάτω από τις συνωμοσίες και τα πολιτικά κόστη. Ένα ψέμα που διαιωνίζεται. Ήμουν προετοιμασμένος (σ.σ. για την κρίση), το ‘ξερα ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Με είχε υποψιάσει όλη αυτή η ευδαιμονία. Είχα από καιρό διαβάσει το περίφημο δοκίμιο του Πλούταρχου “Οι συμφορές του δανεισμού”, που αν το δίδασκαν στα σχολεία δεν θα αναρωτιόταν κανείς. Δεν μπορούμε όμως να επικαλούμαστε συνεχώς τους αρχαίους ημών προγόνους ως άλλοθι. Θα σου πει κι ο άλλος: “Καλά ρε κερατά, γιατί δεν κάνεις και τίποτα; Όλο τους αναφέρεις, τους αναφέρεις…” Οι εκτός Ελλάδος (σ.σ. οι δανειστές) μάς έχουν παραμυθιάσει. “Εσείς, οι απόγονοι” και τα λοιπά. Έτσι μας κρατάνε σε νεκροφάνεια! Το φταίξιμο είναι ένας συνδυασμός του ιδεολογικού προσανατολισμού της μάζας και αυτών που την ελέγχουν. Και δεν το έχει θέσει κανείς αυτό το ερώτημα, ότι δηλαδή η αριστερή ιδεολογία είναι κατ’ εξοχήν υπεύθυνη για αυτό. Εγώ, που είμαι σε χειρότερη κατάσταση από όλους, γιατί δεν χρεώθηκα; Γιατί δεν με γοήτευε ο δανεισμός. Όταν έχω, αγοράζω τοις μετρητοίς. Όταν δεν έχω, δεν αγοράζω. Δεν επηρεάζομαι, είμαι “Σπαρτιάτης”».

Για τον αγροτικό κόσμο και τη ζωή στην ύπαιθρο: «Εγώ έχω ένα κτήμα μεγάλο, 800 στρέμματα, στα Χανιά. Είναι ένα όνειρο. Είμαστε μια χώρα λουσμένη στον ήλιο, που τα προϊόντα της θα έπρεπε να είναι στις γκουρμέ βιτρίνες όλου του κόσμου. Να πουλιούνται φθηνά εδώ, που παράγονται, και ακριβά έξω. Αντίθετα, εμείς εδώ παράγουμε πράγματα, τα πετάμε, και αγοράζουμε τα πανάκριβα αυτοκίνητα των Γερμανών. Εάν από μικρός έχεις μάθει να υπηρετείς συμφέροντα, τα παιδιά σου θα ακολουθήσουν αυτή την πορεία. Να κάνουμε ένα “φλάμπουρο” για το οικοσύστημα όλο, μια συγκέντρωση της υπαίθρου, και να ζητήσουμε το μηδέν πληρωμής στη ΔΕΗ, όταν έχουμε τέτοιο ήλιο. Το κράτος πρέπει να υποστηρίξει τον μικροκτηματία, όχι τους τσιφλικάδες. Το όλο πρόβλημα εξακολουθεί να είναι ότι απαλάσσεται ο πλούσιος, και ο φτωχός πρέπει να πληρώσει. Εκεί εστιάζεται, και δεν νομίζω ότι θα αλλάξει».

«Επομένως, βλέπετε μια δυσάρεστη κατάσταση για όλους μας» αποφάνθηκα, απευθυνόμενος προς αυτόν. 

Ηλίας Λογοθέτης: Ζούμε μεγαλύτερη δουλεία από την τουρκική

«Όχι. Εδώ μεταξύ μας που συνομιλούμε, δεν νιώθουμε ότι μας κυβερνάει κάποιος» απαντά με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Στο τέλος της συνομιλίας μας μου εξομολογήθηκε ότι προσβλέπει σε μια κοινωνία που θα αποτάξει την υποκρισία, θα αποδεχθεί την διαφορετικότητα και θα άρει οποιαδήποτε μορφή καταπίεσης, αξιοποιώντας στο μέγιστο την κλίση του κάθε ανθρώπου, δίχως να καλύπτεται πίσω από τον αποδιοπομπαίο τράγο ώστε να διαπράττει τα χειρότερα. Αυτή η προσμονή ωρίμανσης νοοτροπιών, αντιπροσωπευτικό δείγμα ελεύθερης και ώριμης σκέψης, αποτέλεσε την ιδανική κατακλείδα για τη συνέντευξή μας.