Στα 2 ευρώ η τιμή χονδρικής του κοτόπουλου, όμως δεν «βγαίνει» το κόστος

Αυξημένη είναι τις τελευταίες μέρες η κινητικότητα στην αγορά του κοτόπουλου, με τις επιχειρήσεις του κλάδου, ωστόσο, να εξακολουθούν να πωλούν σε επίπεδα που δεν καλύπτουν τα δραματικά αυξημένα κόστη παραγωγής.

Όπως αναφέρει στην «ΥΧ» ο γεν. διευθυντής του Αγροτικού Πτηνοτροφικού Συνεταιρισμού Ιωαννίνων «Πίνδος», Λάζαρος Τσακανίκας, «η ζήτηση είναι σαφώς αυξημένη σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι, χωρίς βέβαια να μιλάμε για κάτι εξαιρετικό. Οι καταναλωτές φαίνεται να στρέφονται στο κοτόπουλο λόγω του ότι αποτελεί μια πιο οικονομική και προσιτή επιλογή σε σχέση με τη γαλοπούλα».

Μετά και τις αυξήσεις της τάξης του 7%, στις οποίες προχώρησαν οι πτηνοτροφικές επιχειρήσεις το δίμηνο Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου, η τιμή χονδρικής που πουλάνε αυτήν τη στιγμή τα εργοστάσια είναι περί τα 2 ευρώ/κιλό.

Ωστόσο, όπως εξηγεί ο συνομιλητής μας, «σε καμία περίπτωση δεν καλύπτουν το κοστολόγιο που, λόγω της ενέργειας, των ζωοτροφών κ.λπ., έχει ανέβει κατά τουλάχιστον 30%». Σύμφωνα με τον κ. Τσακανίκα, το αυξημένο κόστος αναγκαστικά επωμίζονται από κοινού οι βιομηχανίες και οι πτηνοτρόφοι.

Αισιοδοξεί για τον κλάδο η Κομισιόν

Στην τελευταία έκθεσή της για τις Προοπτικές του Αγροτικού Τομέα, η Κομισιόν εκτιμά ότι η κατανάλωση πουλερικών εντός της ΕΕ αναμένεται να συνεχίσει την ανοδική της πορεία, ωστόσο με σαφώς χαμηλότερους ρυθμούς από εκείνους που κατέγραψε την προηγούμενη δεκαετία (0,5% έναντι 2% ετησίως στο διάστημα 2011-2021).

Το διατροφικό προφίλ του κοτόπουλου ως μια πιο υγιεινή επιλογή έναντι π.χ. του χοιρινού, η ευκολία στη χρήση του και το γεγονός ότι η κατανάλωσή του είναι «απαλλαγμένη» από θρησκευτικούς περιορισμούς θα συμβάλουν στην κατεύθυνση αυτή. Ομοίως, η παραγωγή της ΕΕ θα αυξάνεται μεν, αλλά σε χαμηλότερο βαθμό σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία (0,4% έναντι 2,6% ετησίως).

Οι εξαγωγές, αν και παρουσίασαν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης 3,7 ετησίως τη δεκαετία 2011-2021, θα χαμηλώσουν ταχύτητα το επόμενο διάστημα λόγω του έντονου ανταγωνισμού, κυρίως από την πλευρά της Βραζιλίας, με το μερίδιο της ΕΕ να μειώνεται στο 13% το 2031 από 16% φέτος.

Οι αναλυτές της Κομισιόν προβλέπουν ότι, μετά την πτώση της διετίας 2020-2021, η οποία αποδίδεται στην υγειονομική κρίση, οι τιμές θα συνεχίσουν να ανακάμπτουν μέχρι το 2022. Από το σημείο αυτό και μετά θα αυξάνονται σε μικρό ποσοστό για να σταθεροποιηθούν περί τα 2.000 ευρώ/τόνο μέχρι το 2031.