80 Ευρωπαϊκές ΜΚΟ ζητούν πλήρη απαγόρευση των Νεονικοτινοειδών

Συνασπισμός Σώστε Τις Μέλισσες

Τον Δεκέμβριο του 2013, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περιόρισε τη χρήση τριών ιδιαίτερα τοξικών νεονικοτινοειδών εντομοκτόνων, συγκεκριμένα της ιμιδακλοπρίδης, της κλοθειανιδίνης και της θειαμεθοξάμης. Κατά την 4η επέτειο της μερικής απαγόρευσης των ουσιών αυτών, οι νέες επιστημονικές γνώσεις επιβεβαιώνουν ότι αυτοί οι περιορισμοί δεν επαρκούν. Γι’ αυτό και  ενώνονται περισσότερες από 80 ΜΚΟ της ΕΕ για να ζητήσουν από τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων της ΕΕ να απαγορεύσουν πλήρως τα νεονικοτινοειδή χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση.

Μια πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για επέκταση της απαγόρευσης σε όλες τις υπαίθριες καλλιέργειες θα συζητηθεί στις 12-13 Δεκεμβρίου και ενδέχεται να ζητηθεί από τα κράτη μέλη να ψηφίσουν την πρόταση. Το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιρλανδία και η Γαλλία ανέφεραν πρόσφατα ότι υποστηρίζουν μια αυστηρότερη απαγόρευση, αλλά άλλα κράτη μέλη δεν έχουν γνωστοποιήσει τις θέσεις τους.

Η πρόταση της Επιτροπής βασίζεται στα συμπεράσματα της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) ότι οι μέλισσες κινδυνεύουν από τη χρήση νεονικοτινοειδών σε όλες τις υπαίθριες καλλιέργειες κι όχι μόνο από τη χρήση σε ανθοφόρες καλλιέργειες στις οποίες τρέφονται απευθείας. Αρκετές μελέτες δείχνουν επίσης πως τα νεονικοτινοειδή μολύνουν το περιβάλλον (καθώς διασπείρονται εύκολα και διασπώνται δύσκολα)  και μπορούν να βρεθούν στο χώμα, το νερό και τα αγριολούλουδα, θέτοντας σε κίνδυνο τους επικονιαστές και την άγρια ​​ζωή εν γένει.

Το 1994, όταν η ιμιδακλοπρίδη εγκρίθηκε για πρώτη φορά για τον ηλίανθο στη Γαλλία, οι Γάλλοι μελισσοκόμοι διαπίστωσαν αμέσως τις σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις αυτών των χημικών ουσιών στην υγεία των μελισσιών τους. Ο ηλίανθος μετατράπηκε από σημαντική πηγή παραγωγής γαλλικού μελιού σε παράγοντα παρακμής της γαλλικής μελισσοκομίας. Η γαλλική εμπειρία επεκτάθηκε στην ΕΕ και σε ολόκληρο τον κόσμο ακολουθώντας την εξάπλωση της χρήσης των νεονικοτινοειδών.

Μετά από 19 χρόνια κινητοποιήσεων των μελισσοκόμων και των περιβαλλοντιστών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε, το 2013, να απαγορεύσει τη χρήση τριών νεονικοτινοειδών στις καλλιέργειες που ελκύουν μέλισσες. Η  ΕΕ ζήτησε επίσης από τους παραγωγούς αυτών των ουσιών, Bayer και Syngenta, να παράσχουν τα αποκαλούμενα «επιβεβαιωτικά στοιχεία» προκειμένου να αξιολογηθεί καλύτερα η τοξικότητα αυτών των ουσιών.

Η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) αξιολόγησε αυτά τα επιβεβαιωτικά στοιχεία και δημοσίευσε τις αξιολογήσεις της το Νοέμβριο του 2016[1]. Η EFSA επιβεβαίωσε ότι αυτές οι ουσίες ήταν εξαιρετικά τοξικές για τις μέλισσες, τους βομβίνους και τις μοναχικές μέλισσες. Επιβεβαίωσε επίσης ότι εξακολουθούν να υπάρχουν κενά στα δεδομένα που εμποδίζουν την ορθή αξιολόγηση των κινδύνων, ιδίως για τις άγριες μέλισσες. Η EFSA προειδοποίησε επίσης ότι οι μέλισσες θα μπορούσαν να εκτεθούν στα νεονικοτινοειδή εκτός των καλλιεργειών, καθώς αυτά τα εντομοκτόνα εξαπλώθηκαν ταχέως στο περιβάλλον, μολύνοντας και τα άγρια λουλούδια.

Επιπλέον, η ανεξάρτητη επιστήμη έχει δείξει ότι η τοξικότητα των νεονικοτινοειδών πλήττει όχι μόνο τις μέλισσες και τις άγριες μέλισσες αλλά ολόκληρο τον κόσμο των εντόμων. Έχει αποδειχθεί πρόσφατα μια δραματική μείωση των εντόμων (75% μείωση της βιομάζας των εντόμων σε προστατευόμενες περιοχές της Γερμανίας μέσα σε διάστημα 27 χρόνων[2]) κάτι που οι συγγραφείς της έρευνας αποδίδουν στις εντατικές καλλιεργητικές πρακτικές, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης φυτοφαρμάκων. Στην πρόσφατη επικαιροποίηση της «Παγκόσμιας Ολοκληρωμένης Αξιολόγησης για τον αντίκτυπο των συστημικών φυτοφαρμάκων στη βιοποικιλότητα και τα οικοσυστήματα» αξιολογήθηκαν 500 επιστημονικές εργασίες που δημοσιεύθηκαν μετά το 2014 και επιβεβαιώνουν τον υψηλό κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν αυτές οι ουσίες όχι μόνο για τα έντομα αλλά και για τα σπονδυλωτά και την άγρια ζωή γενικότερα[3].

Μετά τη γνωμοδότηση της EFSA τον Νοέμβριο του 2016, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έστειλε τον Φεβρουάριο του 2017 ένα σχέδιο κανονισμού στα κράτη μέλη της ΕΕ, για την απαγόρευση αυτών των 3 νεονικοτινοειδών από τη γεωργία της ΕΕ, με εξαίρεση τη χρήση τους σε μόνιμα θερμοκήπια. Τα κράτη μέλη της ΕΕ θα συζητήσουν και ενδεχομένως θα ψηφίσουν αυτό το σχέδιο κανονισμού στη συνεδρίαση της 12ης-13ης Δεκέμβρη  της Μόνιμης Επιτροπής για τα Φυτοφάρμακα.

Περισσότερες από 80 ΜΚΟ της ΕΕ, που καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποτελούνται από μελισσοκόμους, περιβαλλοντολόγους και επιστήμονες ξεκινάμε σήμερα επίσημα το συνασπισμό Σώστε Τις Μέλισσες (Save The Bees Coalition)[4] ώστε να επιτύχουμε την απαγόρευση που έχει ανάγκη το περιβάλλον μας.

Ο Βασίλης Ντούρας, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδος που είναι μέλος του Συνασπισμού, δήλωσε: “Υπάρχει αφθονία επιστημονικών μελετών για να τεκμηριώσει την εμπειρία των μελισσοκόμων και να δικαιολογήσει την πλήρη απαγόρευση των νεονικοτινοειδών. Αυτού του είδους τα φυτοφάρμακα δεν είναι συμβατά με μια βιώσιμη παραγωγή τροφίμων και, κατά τη διάρκεια των τριών χρόνων της μερικής τους απαγόρευσης, αποδείχτηκε περίτρανα ότι δεν ήταν και τόσο απαραίτητα. Οι σοδειές δεν χάθηκαν, αντίθετα ήταν πάνω από το μέσο όρο. Οι μέλισσες και όλοι οι επικονιαστές γενικά πρέπει να προστατευθούν αν θέλουμε να εξασφαλίσουμε ένα μέλλον με το διατροφικό και φυσικό πλούτο που απολαμβάνουμε στο παρόν. Η Ελλάδα πρέπει να ψηφίσει υπέρ της επέκτασης της απαγόρευσης και, εφόσον έχει το δικαίωμα, να επιβάλλει πλήρη απαγόρευση της χρήσης νεονικοτινοειδών στο ελληνικό έδαφος».

Ο Συνασπισμός θα κινητοποιηθεί ώστε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ να υπερψηφίσουν την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να απαγορεύσει όλες τις χρήσεις των νεονικοτινοειδών για την προστασία των μελισσών, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης εντός θερμοκηπίων, καθώς τα στοιχεία δείχνουν ότι τα θερμοκήπια δεν είναι κλειστά συστήματα και δεν εμποδίζουν διαρροές και περιβαλλοντική μόλυνση.

Ο Συνασπισμός θα απαιτήσει επίσης να δοκιμαστούν κατάλληλα όλα τα άλλα χημικά εντομοκτόνα για την επίδρασή τους στις μέλισσες, έτσι ώστε όλα τα μελισσοτοξικά φυτοφάρμακα να απαγορευτούν στην ΕΕ. Συνεπώς, τα κράτη μέλη πρέπει να εγκρίνουν χωρίς καθυστέρηση το Έγγραφο Καθοδήγησης Για την Αξιολόγηση Κινδύνου στις Μέλισσες της  EFSA[5], που έχει κατατεθεί ήδη από το 2013.