Αυτό το άρθρο είναι 6 μηνών

«SOS Πεντάγωνο Καλεί Μόσχα» (1964), η σημαντικότερη πολιτική σάτιρα όλων των εποχών

17/10/2024
8' διάβασμα
sos-pentagono-kalei-moscha-1964-i-simantikoteri-politiki-satira-olon-ton-epochon-335358

Στη σάτιρα, ένα είδος που παραδοσιακά χρησιμοποιεί την υπερβολή ως μέθοδο είτε για να εμπαίξει είτε για να καταδείξει με πικρό τρόπο τα κακώς κείμενα των ημερών μας, η συγγραφική και η σκηνοθετική αστοχία διογκώνονται και εκείνες αναλόγως, εκθέτοντας τον δημιουργό πολύ περισσότερο από ό,τι θα γινόταν κανονικά.

Με αυτή την πρόκληση είναι υποχρεωμένοι να συμπορευθούν όσοι αποφασίζουν να καταπιαστούν με το συγκεκριμένο είδος, τόσο στο θέατρο ή στην τηλεόραση, όσο και στην έβδομη τέχνη. Εφόσον, λοιπόν, η σάτιρα δεν υφαίνεται από έναν διορατικό, αδέσμευτο και πάνω από όλα πνευματώδη και δεξιοτέχνη ιθύνοντα νου, συνήθως το παράγωγο έργο ολισθαίνει προς το χοντροκομμένο ή το κακόγουστο και καταλήγει να παρωδεί τον εαυτό του…

Η περίπτωση του «SOS Πεντάγωνο Καλεί Μόσχα» («Dr. Strangelove or: How I Learned to Stop Worrying and Love the Bomb», 1964), που αυτή την περίοδο προβάλλεται ελεύθερα στο ERTFLIX, συνιστά έναν επιπλέον λόγο για τον οποίο η σάτιρα, πόσω μάλλον στο Χόλιγουντ, είναι ένα από τα πιο «δύσκολα» είδη. Ο λόγος είναι ότι μέσω αυτής, ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ, υποβοηθούμενος από ένα ρεσιτάλ του Πίτερ Σέλερς, έθεσε τον πήχη τόσο ψηλά για τους επόμενους, που –από τότε και στο εξής– κάθε καινούργιο εγχείρημα σε επίπεδο πολιτικής σάτιρας μοιάζει καταδικασμένο σε μια διόλου κολακευτική σύγκριση με αυτό το «ιερό τέρας».

ΕΣΣΔ και ΗΠΑ: Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος

Το 1964, στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου, με τον πυρηνικό όλεθρο να προβάλλει ως ορατό ενδεχόμενο, η συγκεκριμένη μαύρη κωμωδία τόλμησε να πυροδοτήσει μια σπαρταριστή βόμβα ειρωνείας στην «καρδιά» των δύο μεγάλων δυνάμεων της εποχής.

Σε μία περίοδο που η ψυχροπολεμική πόλωση είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της και η αντισοβιετική προπαγάνδα κυριαρχούσε στην τέχνη, η χολιγουντιανή αυτή ταινία ήταν η μόνη που είχε τη διαύγεια να καταλογίσει ευθύνες και στη δική της παράταξη, αποδίδοντας «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι».

Στο «Dr. Strangelove», ο Κιούμπρικ θέτει στο στόχαστρο τις αντιμαχόμενες ΕΣΣΔ και ΗΠΑ, βρίσκοντας τον κοινό παρονομαστή στην αλαζονεία και το πείσμα των δύο πλευρών. Αγνοώντας τον κίνδυνο, η στάση τους υποθάλπει μια «επικίνδυνη» –έως εγκληματική– ηλιθιότητα· στοιχείο που χαρακτηρίζει τους εκατέρωθεν χειρισμούς, σε μια οριακή κατάσταση που βαδίζει στην κόψη του ξυραφιού.

Μάλιστα, εξετάζοντας αυτές τις λεπτές ισορροπίες, η ταινία έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι συχνά η τύχη της ανθρωπότητας εξαρτάται από τους –πολύ– λάθος ανθρώπους. Ένας τέτοιος είναι ο μεγαλομανής και αντικομουνιστής Αμερικανός στρατηγός… Τζακ Ρίπερ (Στέρλινγκ Χέιντεν), που καθοδηγούμενος από μιλιταριστική παραφροσύνη σπρώχνει τις δύο παρατάξεις σε ένα εφιαλτικό πυρηνικό ολοκαύτωμα, διατάζοντας επίθεση στη Σοβιετική Ένωση εν αγνοία των ανωτέρων του.

Χρησιμοποιώντας το ναζιστικό κατάλοιπο του Γερμανού επιστήμονα Dr. Strangelove, ο Κιούμπρικ υπαινίσσεται ότι, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, οι ΗΠΑ, η Ρωσία, αλλά και ο υπόλοιπος κόσμος μπορούν να φτάσουν στο σημείο να μην ξεχωρίζουν σε τίποτα από τη ναζιστική Γερμανία

Με το ρολόι να μετράει αντίστροφα, Πεντάγωνο και Μόσχα καλούνται να επικοινωνήσουν και να συντονιστούν, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αποφευχθεί η καταστροφή. Βέβαια, αυτή η επικοινωνία, που πιο πολύ με «σπασμένο τηλέφωνο» μοιάζει, θα οδηγήσει τελικά σε ένα γαϊτανάκι αποκαλύψεων, που θα περιπλέξουν ακόμη περισσότερο τα πράγματα.

Αξεπέραστοι Κιούμπρικ και Σέλερς

Η δράση του έργου εκτυλίσσεται σε τρία μέτωπα: Τη στρατιωτική βάση από όπου εξαπολύεται η πυρηνική επίθεση στην ΕΣΣΔ, το οπλισμένο αμερικανικό αεροσκάφος που κατευθύνεται ολοταχώς προς τα εκεί, αλλά και την αμήχανη σύσκεψη των Αμερικανών πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων στην «αίθουσα πολέμου». Ο κορυφαίος Αμερικανός σκηνοθέτης κινεί επιδέξια τα νήματα, δίνοντας την εντύπωση ότι περνά τα πάντα από τον στιβαρό του έλεγχο. Τα τεχνικά στοιχεία της ταινίας δείχνουν να είναι φιλτραρισμένα από την αισθητική του, όπως επίσης και το σενάριο, με σπαρταριστούς διαλόγους που ανήκουν στην κινηματογραφική ανθολογία και ρίχνουν «ατομική βόμβα» γέλιου στα «θεμέλια» του Ψυχρού Πολέμου. Ως προς τις ερμηνείες, ο πρωταγωνιστής Πίτερ Σέλερς κάθε άλλο παρά… μαριονέτα είναι. Στον τριπλό (!) ρόλο της καριέρας του (σ.σ. λοχαγός Μάντρεϊκ, πρόεδρος των ΗΠΑ και Dr. Strangelove), o μεγάλος Βρετανός κωμικός είναι απολαυστικός, αξιοποιώντας την αυτοσχεδιαστική ελευθερία που παραδοσιακά παρείχε ο Κιούμπρικ στους ηθοποιούς του.

Σαν να μην έφταναν αυτά, μέσα από την ενσάρκωση του –πρώην ναζί– Γερμανού επιστήμονα Dr. Strangelove φέρνει στην επιφάνεια πτυχές μιας φασιστικής ιδεολογίας που υποβόσκει στα δημοκρατικά κυβερνητικά σχήματα, όπως ένας ιός που βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση στο ανθρώπινο σώμα. Μπορεί η παράταξη του Dr. Strangelove να ηττήθηκε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και εκείνος, αποδυναμωμένος, να βρέθηκε μετανάστης στην Αμερική, να όμως που η επιστροφή του στο προσκήνιο αποδεικνύεται αναπόφευκτη.

Οι γέφυρες με το σήμερα

Όταν το γέλιο για τους κυβερνήτες του κόσμου μας και τους μέσους Αμερικανούς «χωριάτες» που εκτελούν επιτυχώς (;) την αποστολή τους καταλαγιάζει, οι γέφυρες του διαχρονικού αυτού έργου με το παρόν (σ.σ. ο σημερινός Δεύτερος Ψυχρός Πόλεμος μεταξύ Δυτικού Κόσμου και Ρωσίας, με τις Κίνα, Βόρεια Κορέα, Ιράν κ.ά. να προστίθενται στην εξίσωση) εγείρουν τη σκέψη και τον προβληματισμό.

Ζούμε σε μια εποχή, στην οποία ακραίες, μέχρι προσφάτως περιθωριακές, αντιλήψεις βρίσκουν ολοένα και μεγαλύτερο έρεισμα, μετασχηματιζόμενες σταδιακά σε κυρίαρχο ρεύμα. Χρησιμοποιώντας το ναζιστικό κατάλοιπο του Dr. Strangelove, ο Κιούμπρικ υπαινίσσεται ότι, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, οι ΗΠΑ, η Ρωσία, αλλά και ο υπόλοιπος κόσμος μπορούν να φτάσουν στο σημείο να μην ξεχωρίζουν σε τίποτα από τη ναζιστική Γερμανία.

Όλα τα πραγματικά ουσιώδη σατιρικά έργα διακρίνονται για τη διαχρονικότητά τους. Το «Dr. Strangelove» δεν αποτελεί εξαίρεση. Με τον ρυθμό που βαδίζει η ανθρωπότητα, μάλιστα, δύσκολα η ταινία θα θεωρηθεί παρωχημένη στο μέλλον. Στο φινάλε, ο Κιούμπρικ, με την πικρή του ειρωνεία, είναι λες και βγάζει την ετυμηγορία του για τον άνθρωπο· ένα είδος που αρέσκεται στον αυτοθαυμασμό και τη μεγαλομανία, όμως η ιδέα που έχει για τον εαυτό του, όπως και η αστείρευτη φιλοδοξία του, την οποία περιχαρακώνει με κάθε τρόπο και μέσο, σκιαγραφούν με όχι και τόσο κολακευτικά «χρώματα» την πραγματική του υπόσταση.

Ένα είδος που, τελικά, μένει μετέωρο και αβοήθητο μέσα στην κούφια αυταρέσκειά του, ανακυκλώνοντας τα λάθη του παρελθόντος του (σ.σ. η Ιστορία από την οποία ποτέ δεν διδασκόμαστε) και φαντάζοντας, πλέον, σαν θλιβερή παρωδία του εαυτού του.

ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΑΠΟ: