Ρόμπερτ Ρέντφορντ (1936-2025): Ο κινηματογραφικός θρύλος που «απέδρασε» από το στερεότυπο του ζεν πρεμιέ

Εκπρόσωπος μιας γενιάς αμφισβήτησης, ο ξανθομάλλης Αμερικανός άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στο σινεμά και την κοινωνία
19/09/2025
10'+ διάβασμα
robert-rentfornt-1936-2025-o-kinimatografikos-thrylos-pou-apedrase-apo-to-stereotypo-tou-zen-premie-362386

Την Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2025, με θλίψη πληροφορηθήκαμε τα νέα για το φευγιό του Ρόμπερτ Ρέντφορντ, σε ηλικία 89 ετών. Γεννημένος το 1936, ο εμβληματικός σταρ διέγραψε μια λαμπρή καριέρα στο Χόλιγουντ, καταφέρνοντας να διαφοροποιηθεί εμφατικά από το «ζεν πρεμιέ» στερεότυπο, ενώ φέρει ως παράσημο την ίδρυση του κινηματογραφικού φεστιβάλ του Σάντανς, που από το 1978 μέχρι σήμερα αποτελεί μια καίρια πλατφόρμα ανάδειξης ανεξάρτητων δημιουργών και έργων. Ένας ακρογωνιαίος λίθος του αμερικανικού σινεμά των περασμένων δεκαετιών και συνάμα μια πολυσχιδής καλλιτεχνική φιγούρα και προσωπικότητα, εκπροσώπησε επάξια μια ατίθαση γενιά, η οποία αμφισβήτησε μετά παρρησίας το status quo της εποχής της – αυτός ήταν ο Ρέντφορντ.

«Δεν υπάρχει κανείς που να συγκρίνεται με τον αντίκτυπο και τη δημοφιλία του Ρόμπερτ Ρέντφορντ στις δεκαετίες του ’60 και του ’70», έγραψε με την επιδέξια πένα του ο γνωστός κριτικός κινηματογράφου Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος στον απόηχο της είδησης του θανάτου του Αμερικανού αστέρα. Και συμπλήρωσε: «Οι αίθουσες αναστέναζαν με ένα βλέμμα του λιγομίλητου, χρυσαφένιου άνδρα και το Χόλιγουντ είδε στο όμορφο παρουσιαστικό του τον ιδανικό λευκό Αμερικανό, το τέλειο πακέτο σοβαρού ηθοποιού και καρδιοκατακτητή, που έχει την ικανότητα να μεταφέρει ρομαντική λαχτάρα με την ίδια αποτελεσματικότητα που εκπροσωπεί τον ανήσυχο συμπολίτη του στις πολιτικές τρικυμίες».

Αυτό το τελευταίο σκέλος είναι ίσως και η πιο σημαντική παρακαταθήκη του θρυλικού Αμερικανού, ο οποίος ταυτίστηκε σε πρωτοφανή βαθμό –για τα μέτρα ενός χολιγουντιανού αστέρα– με πολιτικές ανησυχίες και με έναν σκεπτόμενο κινηματογράφο που τάραξε τα νερά στις ΗΠΑ: Μετά την καθιέρωσή του στην πρώτη γραμμή της βιομηχανίας του θεάματος με κλασικές ταινίες, όπως τα αγαπημένα «Butch Cassidy and the Sundance Kid» («Οι Δύο Ληστές», 1969) και «The Sting» («Το Κεντρί», 1973), ακολούθησαν οι καθηλωτικά ατμοσφαιρικές «Τρεις Μέρες του Κόνδορα» («Three Days of the Condor», 1975), ένα κατασκοπικό φιλμ με πολιτικές προεκτάσεις, και το αποκαλυπτικό «Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου» («All the President’s Men», 1976), που πραγματεύθηκε τις έρευνες γύρω από το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ – βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο των δημοσιογράφων Καρλ Μπέρνσταϊν και Μπομπ Γούντγουορντ. Πρωτοπόρα πολιτικά θρίλερ, δηλαδή, που εξέθεταν σε κοινή θέα τη διαφθορά των ανώτατων πολιτικών κλιμακίων και τις εγκληματικές συνωμοσίες με συμμέτοχους τις υπηρεσίες του ομοσπονδιακού κράτους – φαινόμενα που ο Ρέντφορντ επέλεξε να θίξει, στρέφοντας πάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας που τον ακολουθούσαν μανιωδώς.

Κάπως έτσι, ο ίδιος διαλάλησε το κοινό μυστικό ότι πράγματι υπάρχουν αυτές οι σκοτεινές πραγματικότητες –της κατάπτωσης των θεσμών και του πολιτικού συστήματος–, που μέχρι πρότινος εκλαμβάνονταν από μια πολύ μεγάλη μερίδα του αμερικανικού κοινού ως τμήμα μιας δήθεν φαντασιακής σφαίρας ακροαριστερών θεωριών συνωμοσίας. Οι ταινίες αυτές αποτέλεσαν προπομπό για μια σειρά από παρόμοια εγχειρήματα, που εξέφρασαν το ήδη αυξανόμενο κύμα λαϊκής αμφισβήτησης, εγείροντας ερωτήματα όχι μόνο για το κύρος των αμερικανικών θεσμών και της πολιτικής εξουσίας, αλλά και γενικότερα για τη θέση των ΗΠΑ ως κυρίαρχης παγκόσμιας δύναμης, με τραυματικά γεγονότα τόσο εντός των τειχών (σ.σ. πολιτικά σκάνδαλα) όσο και εκτός αυτών (σ.σ. ο πόλεμος του Βιετνάμ ως προέκταση του Ψυχρού Πολέμου). Ο Ρέντφορντ δεν επαναπαύθηκε ποτέ στο καλούπι του ζεν πρεμιέ – πεδίο στο οποίο πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις, ώστε να μακροημερεύσει άκοπα και αναίμακτα. Επίσης, δεν σταμάτησε ποτέ να πειραματίζεται και να εξελίσσεται ως φωνή του σινεμά μπροστά, πίσω από την κάμερα (ως σκηνοθέτης), αλλά και στο παρασκήνιο (ως παραγωγός και οραματιστής).

Κέρδισε Όσκαρ Σκηνοθεσίας για το «Ordinary People» του 1980 και, όπως προαναφέρθηκε, ήταν ιδρυτής του διάσημου και εμβληματικού Φεστιβάλ Κινηματογράφου Σάντανς (Sundance Film Festival), γεγονός που τον έχρισε πρεσβευτή του ανεξάρτητου κινηματογράφου, μεταξύ πολλών άλλων σημαντικών στιγμών στην τεράστια καριέρα του. Παράλληλα με την τέχνη, ανέπτυξε γενναία ακτιβιστική δράση, υπερασπιζόμενος με συνέπεια το φυσικό περιβάλλον και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτό που σίγουρα απέδειξε με την πορεία του στον χρόνο ήταν ότι ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης δεν μπορεί παρά να είναι ανήσυχο πνεύμα.

Η απόφαση απόσυρσης και το κύκνειο άσμα

Στα τέλη του 2016, ο Ρέντφορντ, τότε 82 ετών, ανακοίνωσε την πρόθεσή του να αποσυρθεί από την υποκριτική μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της ταινίας «Ο Κύριος & το Όπλο» («The Old Man & the Gun», 2018). Πράγματι, ο Αμερικανός τιτάνας θα τηρούσε την υπόσχεσή του, καθώς αυτός ήταν ο τελευταίος του πρωταγωνιστικός ρόλος (σ.σ. και ο τελευταίος γενικότερα, πέρα από ένα σύντομο πέρασμα στο υπερηρωικό μπλοκμπάστερ «Avengers: Endgame», που κυκλοφόρησε στις αίθουσες το 2019).

Η ταινία του ταλαντούχου Ντέιβιντ Λόουερι, με την οποία ο Ρέντφορντ έγνεψε αντίο στο σινεφίλ κοινό, ήταν από κάθε άποψη ένα πολύ ταιριαστό «ύστατο χαίρε», ιδανικά προσαρμοσμένο στον παλμό της εκλεκτής φιλμογραφίας του Ρέντφορντ (σ.σ. εύκολα παραπέμπεται κανείς σε στιγμές δόξας του παρελθόντος βλέποντάς την), αποδίδοντας τα δέοντα σε ένα τεράστιο κεφάλαιο του αμερικανικού σινεμά.

«Ο Κύριος & το Όπλο» βασίζεται στην πραγματική ιστορία του Φόρεστ Τάκερ (Ρόμπερτ Ρέντφορντ), του ανθρώπου που κατάφερε να αποδράσει συνολικά 18 (!) φορές από σωφρονιστικά ιδρύματα στα οποία είχε βρεθεί έγκλειστος. Στον πυρήνα του, αυτό το βιογραφικό crime drama αφηγείται το χρονικό της παράνομης δράσης του διάσημου ληστή τραπεζών, όταν πλέον εκείνος βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία.

Το αξιοπερίεργο της υπόθεσης, πέρα από τις πολυάριθμες και… πολυμήχανες αποδράσεις του Φόρεστ, είναι ότι ο συγκεκριμένος κακοποιός συμπεριφέρεται σαν αληθινός τζέντλεμαν, προξενώντας την περιέργεια των οργάνων της τάξης και τη σαγήνη του απλού κόσμου.

Σε αυτή την ύστερη φάση του, ο γηραιός ληστής αναπτύσσει δύο καινούργιους «δεσμούς», διαφορετικής όμως υφής. Ο πρώτος είναι με τον Τζον Χαντ (Κέισι Άφλεκ), έναν 40άρη ντετέκτιβ, ο οποίος βρίσκεται στο κατόπι του «κυρίου με το όπλο» και της συμμορίας του. «Μελετώντας» τον Φόρεστ επί το έργον, ο Τζον γοητεύεται από την ευθυμία, την αφοσίωση, αλλά και τη σχολαστικότητα του ηλικιωμένου κακοποιού στην τήρηση των κανόνων ευγενείας.

Ο δεύτερος δεσμός συνάπτεται με την Τζούελ (η αειθαλής Σίσι Σπέισεκ), μία άγνωστη γυναίκα που ο Φόρεστ συναντά τυχαία, κατά τη διάρκεια της διαφυγής του ύστερα από μια επιτυχημένη απόπειρα ληστείας. Η μεταξύ τους ερωτική έλξη αναδεικνύει την εξαίρετη υποκριτική χημεία μεταξύ Ρέντφορντ και Σπέισεκ, ενόσω η απόφαση του πρώτου να αποκρύψει το πραγματικό ποιόν του περιπλέκει την κατάσταση. Τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα προωθούν τη διάπλαση αυτών των δεσμών, στον βαθμό που το επιτρέπει η μικρή διάρκεια της ταινίας (σ.σ. 93 λεπτά).

Το παλιομοδίτικο στυλ και το ανάλαφρο, ως επί το πλείστον, ύφος του «The Old Man & the Gun» συνιστούν σημαντική απόκλιση από ό,τι μας είχε δείξει έναν χρόνο νωρίτερα ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Λόουερι στο στωικό «A Ghost Story» (2017), ένα κινηματογραφικό φιλοσόφημα τεράστιας δυναμικής που δεν ήρθε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες.

Μοναδικοί κοινοί τόποι είναι οι χαμηλοί τόνοι, τουλάχιστον μέχρις ότου φτάσουμε στο σημείο όπου η ταινία του 2018 αποκτά κι εκείνη μια ελεγειακή διάσταση. Σε κάθε περίπτωση, στο επιδέξια μονταρισμένο πρώτο μέρος του έργου, παρατηρούμε ότι η δράση της τριμελούς συμμορίας των ηλικιωμένων ληστών παρουσιάζεται δίχως τις φανφάρες και τις περιττές φιοριτούρες που είθισται να συνοδεύουν το είδος των εμπορικών heist movies, ατόπημα που θα έβλαπτε ανεπανόρθωτα την εξιστόρηση και τις ερμηνείες.

Για τον πρωταγωνιστή, η ακατανίκητη γοητεία του ζην επικινδύνως είναι το «α και το ω». Το βασικό αυτό θέμα προσεγγίζεται συνειδητά με έναν αρκετά γλαφυρό τρόπο, επιλογή που έχει να κάνει περισσότερο με την ιδιόμορφη αντίληψη του ίδιου του Φόρεστ για το «επάγγελμά» του. Από τη δική του οπτική γωνία, δεν υπάρχει κανένας λόγος ώστε μία απόπειρα ληστείας να στιγματίσει –ως δυσάρεστη ή ακόμη και τραυματική εμπειρία– κάποιο από τα εμπλεκόμενα μέρη (σ.σ. δηλαδή τον ληστή και τα θύματα της ληστείας).

Επιπλέον, εκεί που όλοι οι υπόλοιποι κακοποιοί θα συμφωνούσαν ότι η σύλληψη είναι η πλέον απευκταία κατάληξη για τα σχέδιά τους, ο Φόρεστ αντιμετωπίζει το ανθρωποκυνηγητό που εξαπολύει εναντίον του η αστυνομία ως την κορύφωση ενός παιχνιδιού γεμάτου συγκινήσεις, ενώ είναι διατεθειμένος να αποδεχθεί με αρχοντιά ακόμα και την –προσωρινή– ήττα.

Έργο-αντανάκλαση μιας ολόκληρης σταδιοδρομίας

Όπως ακριβώς συμβαίνει με τον χαρακτήρα που υποδύεται στην ταινία, η πορεία του καλλιτέχνη Ρέντφορντ στον δικό του χώρο σκιαγράφησε έναν άνθρωπο που αγαπούσε την «τέχνη» του και υπηρέτησε με πίστη τα αντισυμβατικά πιστεύω του, δίχως να κάμπτεται από πάσης φύσεως μόδες. Ίσως για αυτό η ιστορία του ληστή Φόρεστ να ήταν ένα τόσο ταιριαστό κύκνειο άσμα για τον Αμερικανό ηθοποιό: Επειδή κατά κάποιον τρόπο τον αντικατόπτρισε. Σε αυτόν τον ρόλο, του ληστή τραπεζών και… καρδιών, ο βετεράνος Ρέντφορντ, ως αειθαλής σταρ του σινεμά, ξεδίπλωσε για τελευταία φορά την ικανότητά του να μαγνητίζει τα βλέμματα και, ταυτόχρονα, να εμπνέει σπάνια οικειότητα με την ευγενή του φιγούρα.

 

ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΑΠΟ: