In Memoriam: Τατσούγια Νακαντάι (1932-2025): Ο Ιάπωνας θρύλος που δεν θα πεθάνει ποτέ

Πρωταγωνιστής των Κουροσάβα και Κομπαγιάσι, ο ηθοποιός με το εκφραστικό βλέμμα, που έλαμψε σε πλειάδα αριστουργημάτων του σινεμά της Άπω Ανατολής, έφυγε πλήρης ημερών, σε ηλικία 92 ετών
21/11/2025
10'+ διάβασμα
in-memoriam-tatsougia-nakantai-1932-2025-o-iaponas-thrylos-pou-den-tha-pethanei-pote-367290
Ο Τατσούγια Νακαντάι (αριστερά) μαζί με τον Τοσίρο Μιφούνε στο «Yojimbo».

Για το παγκόσμιο σινεφίλ κοινό, ο Τατσούγια Νακαντάι αποτέλεσε επί πολλές δεκαετίες ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα πρόσωπα του ιαπωνικού σινεμά. Μέχρι σήμερα, όταν σκεφτόμαστε τις λέξεις «Ιαπωνία» και «σινεμά», οι πρώτες… φάτσες αρρένων πρωταγωνιστών που μας έρχονται στον νου είναι αυτές του Τοσίρο Μιφούνε και του Νακαντάι.

Οι δυο τους ήταν, μεταξύ άλλων, η ενσάρκωση του σαμουράι στην έβδομη τέχνη. Η ενσάρκωση του πολεμιστή. Σε πολλές ταινίες, οι ρόλοι τους τούς έφεραν «αντιμέτωπους». Σε αυτές τις μονομαχίες, ο Νακαντάι ήταν συνήθως ο ανταγωνιστής, ωστόσο μαγνήτιζε τα βλέμματα όπως ένας πραγματικός leading αστέρας, χάρη στα φωτογενή χαρακτηριστικά του προσώπου του, με αιχμή του δόρατος τα εκφραστικά του μάτια.

Ωστόσο, ο Νακαντάι ήταν κάτι –πολύ– παραπάνω από μια γοητευτική «φάτσα». Μπορούσε να είναι η ήρεμη δύναμη, που ερχόταν σε τέλεια αντίθεση με την ορμή και τη ρώμη του Μιφούνε, ακόμη κι αν δεν επρόκειτο για ταινίες σαμουράι (βλ. «High and Low», 1963). Βέβαια, όταν κλήθηκε να ερμηνεύσει ρόλους νταΐμιο (σ.σ. φεουδάρχες στη μεσαιωνική Ιαπωνία) που θα ταίριαζαν «γάντι» στον δεύτερο, στα «Kagemusha» (1980) και «Ran» (1985) του Κουροσάβα, έκανε τους αντίστοιχους ρόλους ολότελα δικούς του, σε σημείο να μη θέλουμε να φανταστούμε κανέναν άλλον να υποδύεται τους αντίστοιχους χαρακτήρες.

Το εύρος του ήταν αξιοθαύμαστο. Άκρως καταρτισμένος ηθοποιός τόσο της μεγάλης οθόνης όσο και του θεάτρου (σ.σ. σαγήνευσε στο σανίδι σε έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου, όπως «Ο Θάνατος του Εμποράκου», «Δον Κιχώτης», «Άμλετ» και «Μάκβεθ»), έλαμψε σε πολύ περισσότερα κινηματογραφικά αριστουργήματα από ό,τι οποιοσδήποτε άλλος συμπατριώτης του και έγινε ένα από τα σημεία αναφοράς της Χρυσής Εποχής του ιαπωνικού σινεμά.

Η πορεία του Νακαντάι μόνο τυχαία δεν ήταν. Αυτό που προέκυψε από τύχη ήταν το εναρκτήριο «λάκτισμα». Γεννημένος το 1932, μπήκε σε κινηματογραφικά μονοπάτια από… «σπόντα», όταν, ενόσω εργαζόταν ως υπάλληλος σε μαγαζί στο Τόκιο, τον συνάντησε ο κορυφαίος Μασάκι Κομπαγιάσι και αμέσως του προσέφερε ρόλο.

Κάπως έτσι άναψε η σπίθα μιας μακροχρόνιας συνεργασίας, η οποία επεκτάθηκε σε συνολικά έντεκα ταινίες του Κομπαγιάσι, με γνωστότερη όλων το εκπληκτικό «Harakiri» (1962), στο οποίο ο Νακαντάι ερμηνεύει έναν περιπλανώμενο ρόνιν (σ.σ. «ατιμασμένος» σαμουράι χωρίς αφέντη), ο οποίος επισκέπτεται έναν αρχοντικό οίκο και ζητά την άδεια να πεθάνει έντιμα με χαρακίρι (σ.σ. ιαπωνικός τελετουργικός σφαγιαστικός τρόπος αυτοκτονίας). Παρ’ όλα αυτά, η χρονολογικά πρώτη εμφάνιση του Νακαντάι στη μεγάλη οθόνη ήταν ένα πέρασμα από το εμβληματικό «Οι 7 Σαμουράι» (1954) του Ακίρα Κουροσάβα, κάτι που διατηρεί από μόνο του μια ξεχωριστή σημειολογία – με βάση όσα ακολούθησαν.

Πριν από λίγες εβδομάδες, παρουσιάσαμε στην «ΥΧ» το «Ran» (1985) του Κουροσάβα, επαινώντας μία από τις κορυφαίες στιγμές στην καριέρα του Νακαντάι – αν όχι την κορυφαία. «Η σπαρακτική ερμηνεία του μάς κάνει κυριολεκτικά να “ζούμε” τον ηλικιωμένο πατέρα φεουδάρχη, που γίνεται μάρτυρας της βίαιης κατάρρευσης του πανίσχυρου οίκου του, καθώς παρακολουθεί ανήμπορος όλα τα παραπάνω να βυθίζονται σταδιακά στο χάος, να εξωθούνται σε μια κατάληξη για την οποία ο ίδιος εν πολλοίς είχε καλλιεργήσει τις συνθήκες με τους σπόρους του μίσους που είχε σπείρει παλαιότερα.

Ένα ένα, τα στάδια αυτής της πτώσης καθρεφτίζονται τρομακτικά στο ημίτρελο βλέμμα του κορυφαίου Ιάπωνα ηθοποιού, με τρόπο που κάνουν τον θεατή να εμπεδώνει τις τεράστιες ευθύνες του [πρωταγωνιστή] Χιντετόρα –οι οποίες οδηγούν τη μοίρα στο κατόπι του– και τη συντριβή του μπροστά στο βίαιο τσουνάμι από όλα όσα έρχονται να τον στοιχειώσουν και να τον καταβαραθρώσουν, υπογράφοντας την τιμωρία του», είχαμε γράψει.

Η τριλογία «The Human Condition» συνοψίζει την περίπτωση του Νακαντάι

Ωστόσο, όχι το επικό «Ran», αλλά η αντίστοιχης κλίμακας τριλογία «The Human Condition» (σ.σ. του μακροχρόνιου συνεργάτη Κομπαγιάσι) είναι εκείνη που συνοψίζει το ποιος πραγματικά ήταν υποκριτικά ο Τατσούγια Νακαντάι. Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζουμπέι Γκομικάβα, με τον Κομπαγιάσι να υπογράφει το σενάριο μαζί με τον Ζένζο Ματσουγιάμα, πρόκειται αναμφίβολα για μία από τις σημαντικότερες τριλογίες στα παγκόσμια κινηματογραφικά χρονικά.

Ξεκινώντας από το πρώτο μέρος («The Human Condition I: No Greater Love», 1959), ο Νακαντάι ενσαρκώνει τον Κάτζι, έναν Ιάπωνα αντιρρησία συνείδησης με σοσιαλιστικά πιστεύω, ο οποίος κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εργάζεται ως επιβλέπων ενός στρατοπέδου αιχμαλώτων στη Μαντζουρία και πασχίζει να βελτιώσει τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των Κινέζων που κρατούνται εκεί.

Η στάση του θα τον φέρει σε ρήξη με το αμείλικτο, ενίοτε σαδιστικό και συχνά διάτρητο και εξόχως διεφθαρμένο σύστημα και ο ίδιος θα πέσει σε δυσμένεια, φθάνοντας τελικά στο σημείο να χάσει τη θέση του και να πάρει χαρτί στράτευσης από την πατρίδα του.

Έστω και αν πορευόμαστε σε μυθιστορηματικές «ράγες», πρόκειται για μία από τις σπάνιες φορές που παρακολουθούμε την Ιστορία από την πλευρά μίας εκ των τριών μεγάλων δυνάμεων του φασιστικού Άξονα – και δη από τη σκοπιά της μόνης εξ αυτών που συνέχισε μέχρι το τέλος τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οδηγούμενη κι εκείνη εν τέλει στην άνευ όρων συνθηκολόγηση.

Το έργο αντανακλά το αδιέξοδο μιας ολόκληρης γενιάς που θυσιάστηκε στον βωμό του πολέμου, ενώ συνάμα αποτελεί μια «ακτινογραφία» του διχασμένου κοινωνικοπολιτικού σκηνικού και των διεργασιών που λάμβαναν χώρα εντός της εμπόλεμης Ιαπωνίας, για να περάσουμε σταδιακά στην ολοκληρωτική αποσύνθεση – του υψηλού εθνικού φρονήματος, των μεγάλων ιδεών, της χώρας ολόκληρης.

Στο δεύτερο μέρος της τριλογίας («The Human Condition II: Road to Eternity», 1959), ο ανθρωπιστής Κάτζι, μετά από την αποτυχία του να εξασφαλίσει καλύτερη μεταχείριση στους αιχμαλώτους του ιαπωνικού στρατοπέδου, μεταπηδά στη στρατιωτική εκπαίδευση και κατόπιν στα χαρακώματα του πολέμου, βιώνοντας τη φρίκη σε πρώτο πρόσωπο και εξωθούμενος, τελικά, να λιποτακτήσει, παρότι δεν του λείπει καθόλου η ανδρεία.

Αντιθέτως, είναι η «αγιάτρευτη» απανθρωπιά και η γενικότερη σαπίλα που τον περιβάλλουν εκείνα τα στοιχεία που τον τρέπουν, σχεδόν αλλόφρονα, σε φυγή. Η τήρηση της υπόσχεσης που είχε δώσει στη στοργική σύζυγό του (σ.σ. το «καταφύγιο» της γυναίκας-συμπαραστάτιδας ως πανανθρώπινο σύμβολο πασιφισμού) να επιστρέψει σώος στο σπίτι τους είναι το μοναδικό κίνητρο που τον κρατά –με νύχια και με δόντια– στη ζωή.

Σε αυτή την ταινία, μετά την αποτυχημένη προσπάθειά του να διορθώσει τα κακώς κείμενα, ο Κάτζι καλείται πλέον να αγωνιστεί όχι για να κάνει τον κόσμο καλύτερο, αλλά για να επιβιώσει στον καταπιεστικό κόσμο του απολυταρχικού καθεστώτος της Ιαπωνίας, κατά την εποχή που εξακολουθεί να μαίνεται ο Β’ Παγκόσμιος. Τελικά, στο συγκλονιστικό τρίτο μέρος («The Human Condition III: A Soldier’s Prayer», 1961), αφότου περιπλανηθεί ανάμεσα σε «στάχτες» και «λαβυρίνθους» στην επαύριον της συνθηκολόγησης, ο Κάτζι θα καταλήξει αυτήν τη φορά ο ίδιος στον ρόλο του αιχμαλώτου πολέμου, όταν θα συλληφθεί από τους νικητές Σοβιετικούς.

Εκεί, μπαίνοντας πια στα «παπούτσια» των Κινέζων κρατουμένων που κάποτε διαχειριζόταν τη μοίρα τους, θα βιώσει μια κυνική διάψευση των όποιων προσδοκιών έτρεφε –λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων– για την άλλη πλευρά, εγκλωβισμένος στους κόλπους μιας αντίστοιχα αυταρχικής και απάνθρωπης διοίκησης με εκείνη της φασιστικής Ιαπωνίας, την οποία ο ίδιος στο παρελθόν είχε αποπειραθεί να μεταρρυθμίσει και να «εξυγιάνει».

Στην προκειμένη περίπτωση, αυτό που μένει ως συμπέρασμα είναι ότι όσο διαφορετικές μεταξύ τους κι αν είναι δύο ιδεολογίες, ο ανθρώπινος παράγοντας είναι τελικά εκείνος που «χαλάει» –ή σε ελάχιστες περιπτώσεις διαφυλάττει– ακόμα και μια καλή –στη θεωρία– συνταγή.

Συνολικά, η τριλογία της «Ανθρώπινης Κατάστασης» αντιπροσωπεύει μια μαραθώνια δοκιμασία, που μέσα από τη συντριβή οδηγεί στην κάθαρση, τόσο του πρωταγωνιστή όσο και ενός λαού ολόκληρου – στην προκειμένη περίπτωση του ιαπωνικού λαού. Εμβαθύνει στα αντιφατικά χαρακτηριστικά του ανθρώπινου είδους και πραγματεύεται τη διάψευση του ιδεατού οράματος ενός πασιφιστή, ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις εξαναγκάζεται να υποταχθεί σε όσα απεχθάνεται και να κυλιστεί στον «βούρκο» τους.

Ωστόσο, παρά τις «κηλίδες», τις ενοχές και τα τραύματά του, ο ίδιος καταφέρνει να περισώζει μέχρι τέλους ό,τι έχει απομείνει από τον ιδεαλισμό και την –τσακισμένη– ανθρώπινη πλευρά του.

Στη συνολική διάρκεια των περίπου 10 (!) ωρών του –χωρισμένου σε τρία μέρη– επικού πολεμικού δράματος, εντός του οποίου η άψογη ύφανση των χαρακτήρων συναγωνίζεται στα ίσα την τεχνική αρτιότητα και το κάλλος της ασπρόμαυρης εικόνας, η στοιχειωτική ερμηνεία του Νακαντάι περνά από διάφορα στάδια, γι’ αυτό και το συγκεκριμένο δείγμα θα πρέπει να θεωρείται το πιο αντιπροσωπευτικό, ώστε να μυηθεί κάποιος στην άρτια και πολυεπίπεδη υποκριτική στόφα του Ιάπωνα ηθοποιού (σ.σ. το δε ελεγειακό φινάλε συμπεριλαμβάνεται κατά πάσα πιθανότητα στο top 5 με τα αγαπημένα του υπογράφοντος).

Ειδικής μνείας χρήζει, επίσης, η ερμηνεία του στο «The Face of Another» (1966) του Χιρόσι Τεσιγκαχάρα, όπου γίνεται η προσωποποίηση της κρίσης –ταυτότητας– από την οποία πάσχει η ίδια του η χώρα μεταπολεμικά, ούσα σε αναζήτηση της εθνικής της ταυτότητας στον σύγχρονο κόσμο.

Πριν από λίγα 24ωρα έγινε γνωστό ότι ο Τατσούγια Νακαντάι, ο άνθρωπος που ηγήθηκε πάμπολλων αριστουργημάτων –τόσων πολλών, που είναι αδύνατον να χωρέσουν μέσα σε λίγες αράδες–, έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών, σε ηλικία 92 ετών, μετά από νοσηλεία σε νοσοκομείο του Τόκιο (σ.σ. ως αιτία θανάτου αναφέρεται η πνευμονία).

Το παραπάνω κείμενο είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής στην κληρονομιά που αφήνει πίσω του· και αυτή είναι πάρα πολύ μεγάλη. Εάν, λοιπόν, το όνομά του δεν ηχεί τόσο οικεία στα αφτιά σας, αξίζει να περιηγηθείτε στη φιλμογραφία του και να γνωρίσετε με τη σειρά όλα τα «διαμάντια» της, τα οποία θα συνεχίσουν να τον κρατούν ολοζώντανο στις μνήμες μας.


Γεννημένος το 1932, μπήκε σε κινηματογραφικά μονοπάτια από… «σπόντα», όταν, ενόσω εργαζόταν ως υπάλληλος σε μαγαζί στο Τόκιο, τον συνάντησε ο κορυφαίος Μασάκι Κομπαγιάσι και αμέσως του προσέφερε ρόλο

ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΑΠΟ: