Γαλακτοκομία: Μεγάλη η απόσταση ανάμεσα στα πρωτόκολλα και την κτηνοτροφική πραγματικότητα

Το ερώτημα κατά πόσο μπορούμε σήμερα να μιλάμε για πιστοποιημένα γαλακτοκομικά προϊόντα παραμένει κεντρικό, όταν οι κανονισμοί και τα πρωτόκολλα που πρέπει να τηρούνται δεν ανταποκρίνονται στη σύγχρονη πραγματικότητα της κτηνοτροφίας. Η έλλειψη πραγματικού ελέγχου και η υποστελέχωση των μηχανισμών επιθεώρησης δημιουργούν ένα περιβάλλον αβεβαιότητας, όπου πολλοί μεταποιητές είτε δεν αντιλαμβάνονται είτε δεν θέλουν να αντιληφθούν τη «χιονοστιβάδα» απεντάξεων που πλησιάζει. Οι συνέπειες αναμένεται να είναι ιδιαίτερα οδυνηρές για την ελληνική κτηνοτροφία και τις τοπικές οικονομίες.
Οι κτηνοτρόφοι ελευθέρας βοσκής, και ιδιαίτερα όσοι δραστηριοποιούνται στην αιγοπροβατοτροφία, κρούουν για πολλοστή φορά τον κώδωνα του κινδύνου. Όπως τονίζουν, τα «κουδούνια των κοπαδιών τους» δεν έχουν ακουστεί ακόμη από την πολιτεία, τη στιγμή που ο κλάδος κινδυνεύει να μετατραπεί σε «μουσειακό είδος».
Ο Αργύρης Μπαϊρακτάρης, κτηνοτρόφος ελευθέρας βοσκής από τον Τύρναβο, επισημαίνει ότι «πάνω από 400.000 ζώα υψηλής παραγωγικότητας εντός της ελληνικής επικράτειας έχουν ήδη αποσυρθεί λόγω της ευλογιάς, ενώ παραδόξως τα στοιχεία δείχνουν αύξηση στην παραγωγή γάλακτος και φέτας». Παράλληλα, το σύστημα Άρτεμις 2, το οποίο υποτίθεται ότι αποτελεί βελτιωμένη έκδοση του Άρτεμις 1, παραμένει μη λειτουργικό λόγω ελλιπούς χρηματοδότησης.
Ελλιπείς έλεγχοι και αδιαφάνεια στις εισαγωγές
Ο κ. Μπαϊρακτάρης σημειώνει, με εμφανή απογοήτευση, ότι οι έλεγχοι στα σύνορα δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, συγκρίνοντάς τους ειρωνικά με τους ελέγχους για την πανώλη και την ευλογιά. «Οι ανεπάρκειες στη φύλαξη των συνόρων και στους ελέγχους ποιότητας επιτρέπουν την ανεξέλεγκτη διακίνηση γαλακτοκομικών προϊόντων αμφίβολης προέλευσης», τονίζει με νόημα.
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η μαρτυρία του Ηλία Μπαλαφούτη κτηνοτρόφου και μέλους του ΔΣ του Κτηνοτροφικού Συλλόγου Φθιώτιδας από τη Λαμία, ο οποίος υπογραμμίζει την έλλειψη πραγματικού ισολογισμού στις παραγόμενες ποσότητες γάλακτος και κρέατος.
Οι εισαγωγές, σύμφωνα με τον ίδιο, συχνά δεν καταγράφονται, βλάπτοντας την εγχώρια παραγωγή. «Η αδιαφάνεια στα τιμολόγια ζωοτροφών, καθώς και στις πωλήσεις γάλακτος και κρέατος, επιτρέπει σε ορισμένους να εμφανίζουν πλασματικά αυξημένες ποσότητες», αναφέρει και υποστηρίζει ότι η ψηφιοποίηση του ζωικού κεφαλαίου με σύγχρονα συστήματα «μπορεί να δώσει τη δυνατότητα του άμεσου ελέγχου και οι ενισχύσεις θα πηγαίνουν στους πραγματικούς κτηνοτρόφους. Αυτό, όμως, κάποιοι δεν το θέλουν».
Το de minimis και η αδικία σε βάρος της ελευθέρας βοσκής
Σχολιάζοντας για την ενίσχυση των κτηνοτρόφων λόγω της βιοασφάλειας για την προστασία από την ευλογιά, δηλώνει ότι το καθεστώς de minimis λειτουργεί δυσανάλογα εις βάρος των ζώων ελευθέρας βοσκής, καθώς οι αποδόσεις τους είναι φυσιολογικά χαμηλότερες σε σχέση με τα σταβλισμένα ζώα. «Με τους κανόνες βιοασφάλειας να περιορίζουν περαιτέρω τη δραστηριότητα των κοπαδιών, οι κτηνοτρόφοι ελευθέρας βοσκής αντιμετωπίζουν συνεχή υποβάθμιση του έργου και του ρόλου τους, αυξάνοντας το κόστος παραγωγής. Ο ρόλος τους δεν είναι μόνο παραγωγικός με υψηλής διατροφικής αξίας προϊόντα λόγω της πλούσιας χλωρίδας, αλλά είναι περιβαλλοντικός και πολιτιστικός, με σημαντική αναφορά στην ιστορία και την παράδοση», καταλήγει.










