Μια συζήτηση που δεν είναι καινούργια, επανέρχεται όμως δυναμικά στο προσκήνιο μετά από ψήφισμα στο Ευρωκοινοβούλιο –το οποίο πέρασε με μεγάλη πλειοψηφία–, είναι η προώθηση των πρωτεϊνούχων καλλιεργειών ως απάντηση στο πρόβλημα της μεγάλης εξάρτησης της ΕE από τις εισαγωγές ζωοτροφών με βάση τη σόγια. Σύμφωνα με το κείμενο που κατατέθηκε, το ευρωκοινοβούλιο κάλεσε την Κομισιόν να εκπονήσει «σχέδιο στρατηγικής για την προώθηση των πρωτεϊνούχων φυτών», το οποίο αναμένεται να είναι έτοιμο μέχρι το τέλος του 2018. Προς αυτή την κατεύθυνση, η Κομισιόν κάλεσε, τον Μάρτιο, σε δημόσιο διάλογο, κάθε ενδιαφερόμενο, ώστε να διατυπώσει τις θέσεις του.

Το μέγεθος του προβλήματος

Στο πολυσέλιδο ψήφισμά του, το Ευρωκοινοβούλιο εντοπίζει τις παθογένειες του οικοδομήματος που λέγεται «ζωοτροφές» στην ΕΕ, κάνοντας εκτενή αναφορά σε γεγονότα και παράγοντες που έχουν διαμορφώσει επί δεκαετίες μια κατάσταση εξαιρετικά ζημιογόνα σε οικονομικούς, περιβαλλοντικούς και διατροφικούς όρους. Εν συντομία, η κατάσταση συνοψίζεται ως εξής:

Τη στιγμή που οι ανάγκες για πρωτεϊνούχες ζωοτροφές αυξάνονται χρόνο με τον χρόνο, η ΕΕ δεν μπορεί να συμβαδίσει σε παραγωγή πρωτεϊνούχων υλών, παραμένοντας διαρκώς ελλειμματική. Χαρακτηριστικό είναι ότι, το 2014, το πρωτεϊνικό έλλειμμα στην Ευρώπη ανήλθε στους 20,8 εκατομμύρια τόνους, με τάση για περαιτέρω αύξηση. Όλα αυτά, μάλιστα, παρά το γεγονός ότι η παραγωγή υλών πλούσιων σε πρωτεΐνες αυξήθηκε 50% μέσα στη εικοσαετία 1994 – 2014. Κάθε άλλο παρά τυχαίος είναι, επομένως, ο αριθμός των 36 εκατομμυρίων τόνων σόγιας που καταναλώνονται σήμερα στην ΕΕ. Πρόκειται για παραγωγή που αντιστοιχεί σε 150 εκατομμύρια στρέμματα καλλιέργειας σόγιας, με την πλειονότητα των εκτάσεων αυτών να βρίσκεται στη Νότια Αμερική. Αφορά, δε, κυρίως καλλιέργειες γενετικά τροποποιημένης σόγιας. Να σημειωθεί ότι στη σόγια που εισάγεται στην Ευρώπη δεν επιβάλλονται δασμοί.

Από τα παραπάνω, γίνεται φανερή η οικονομική εξάρτηση της γηραιάς ηπείρου σε σόγια και σογιάλευρα για τις ευρωπαϊκές ζωοτροφές. Η Ευρωβουλή απευθύνει έκκληση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ώστε να βρεθούν τρόποι προώθησης της καλλιέργειας μη μεταλλαγμένης, ευρωπαϊκής σόγιας και πρωτεϊνούχων ψυχανθών, στα πλαίσια της διαμόρφωσης της ΚΑΠ μετά το 2020. Όπως τονίζει, πρόκειται για μια συζήτηση που ανακυκλώνεται τα τελευταία 15 χρόνια χωρίς αποτέλεσμα και δεν επιδέχεται πλέον άλλη καθυστέρηση.

Ποια τα εμπόδια σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τι λένε οι συνεταιρισμοί

Για να βρει αντίδοτο στο πρόβλημα, η Ευρώπη προκρίνει τη λύση της προώθησης των πρωτεϊνούχων φυτών –ψυχανθών και οσπρίων– που μπορούν μελλοντικά να αντικαταστήσουν ένα μέρος της σόγιας στις ζωοτροφές. Παρά την πασίδηλη ανάγκη της ΕΕ να απεμπλακεί από την εισαγόμενη σόγια, σημειώνεται ότι οι εκτάσεις πρωτεϊνούχων φυτών που καλλιεργούνται σήμερα, περιορίζονται μόλις στο 3% των συνολικών εκτάσεων της ΕΕ (180 εκατ. στρέμματα καλλιεργειών λούπινου, μπιζελιού και φασολιού το 2017-2018). Όπως σημειώνει το ψήφισμα, αυτό συμβαίνει διότι οι καλλιέργειες δεν δίνουν οικονομικά κίνητρα με τη μορφή των ενισχύσεων της ΚΑΠ στους παραγωγούς. Συγκεκριμένα, στο ψήφισμά της, η Ευρωβουλή ζητεί από την Κομισιόν να ενταχθούν οι καλλιέργειες οσπρίων στις περιοχές οικολογικής εστίασης και στα συστήματα αμειψισποράς, ώστε οι παραγωγοί τους να μπορούν να παίρνουν την Πράσινη Ενίσχυση.

Ελλάδα και Ευρώπη βλέπουν λύση στα πρωτεϊνούχα φυτά. Υπάρχουν όμως αρκετά εμπόδια.
Ελλάδα και Ευρώπη βλέπουν λύση στα πρωτεϊνούχα φυτά. Υπάρχουν όμως αρκετά εμπόδια

Όπως αναφέρεται επίσης στο ψήφισμα, πτωτική είναι η πορεία των πόρων που διατίθενται για τη βελτίωση των αποδόσεων των πρωτεϊνούχων καλλιεργειών στην ΕΕ. Όπως σημειώνουν οι Copa-Cogeca, παίρνοντας θέση στον δημόσιο διάλογο που άνοιξε η Κομισιόν πάνω στο ζήτημα, μια σειρά από προκλήσεις στις οποίες καλείται να ανταπεξέλθει η ΕΕ, ώστε να αναβαθμιστεί ο ρόλος των πρωτεϊνούχων καλλιεργειών στις ζωοτροφές είναι:

  1. οι περιορισμοί και τα παγιωμένα συμφέροντα της βιομηχανίας ζωοτροφών που, σε παγκόσμιο επίπεδο, βασίζεται στην χαμηλού κόστους παραγωγής γενετικά τροποποιημένη σόγια,
  2. η ανάγκη οι κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις να παράγουν εκ των έσω τις ζωοτροφές τους,
  3. το μικρό μέγεθος της αγοράς πολλαπλασιαστικού υλικού πρωτεϊνούχων φυτών,
  4. οι δυσκολίες καταπολέμησης των ζιζανίων και των μυκήτων σε ορισμένες περιοχές της ΕΕ
  5. η ασταθής και πολυποίκιλη απόδοση αυτών των καλλιεργειών, λόγω κλιματικών συνθηκών, που έχει ως αποτέλεσμα μειωμένες αποδόσεις σε ορισμένες περιοχές και μειωμένα εισοδήματα σε σχέση με το σιτάρι και την ελαιοκράμβη.

Στάσιμα τα ψυχανθή στην Ελλάδα

Με μια ματιά στα διαθέσιμα στοιχεία, μπορεί κάποιος να διαπιστώσει μια υποτυπώδη αύξηση στις καλλιέργειες των κτηνοτροφικών ψυχανθών στη χώρα μας. Ενδεικτικός είναι ο πίνακας που ακολουθεί και συγκρίνει το 2011 με το 2015 σε τρεις βασικές καλλιέργειες, οι οποίες θεωρούνται βιώσιμες ως προς την προώθησή τους για την παρασκευή ζωοτροφών:

Έτος

Βίκος

Λαθούρια

Λούπινα

Σύνολο εκτάσεων

2011

76.374

1.300

2.474

119.763

2015

126.544

1.358

21.361

377.664

 

Για την ίδια περίοδο σύγκρισης, το κτηνοτροφικό (μαζί με το βρώσιμο) μπιζέλι ακολούθησε αντιστρόφως ανάλογη πορεία: Από τα 5.209 στρέμματα το 2011 έπεσε στα 1.900 το 2015. Γεγονός είναι, πάντως, ότι και στην Ελλάδα οι εν λόγω καλλιέργειες δεν είναι ελκυστικές για τους παραγωγούς. Αν και η χώρα μας χορηγεί το πακέτο της προαιρετικής συνδεδεμένης ενίσχυσης στους παραγωγούς κτηνοτροφικών οσπρίων, γίνεται αντιληπτό ότι ουδεμία σύγκριση μπορεί να γίνει με το εισόδημα που προσφέρουν άλλα ανταγωνιστικά προϊόντα, γεγονός που οφείλεται και στην οικονομική ενίσχυση μέσω ΚΑΠ.

Σκεπτικοί οι παραγωγοί, μικρά αλλά σταθερά βήματα από τους τολμηρούς

Αναφορικά με τους παραγωγούς και τους παράγοντες της αγοράς, φαίνεται ότι οι απόψεις για τη βιωσιμότητα των πρωτεϊνούχων καλλιεργειών διίστανται. Σε επικοινωνία μας με τον προϊστάμενο του εργοστασίου ζωοτροφών της ΕΑΣ Μεσολογγίου, Απόστολο Ζιόβα, ως προς την πιθανότητα αντικατάστασης της σόγιας από πρωτεϊνούχες καλλιέργειες στις ζωοτροφές, η απάντησή του ήταν κατηγορηματική: «Στη μονάδα μας εξαρτόμαστε σε ποσοστό κατά 70% στην εισαγόμενη σόγια για την παρασκευή ζωοτροφών για ζώα γαλακτοπαραγωγής. Υπάρχει μια σειρά από παραμέτρους οι οποίες μας δείχνουν ότι στην Ελλάδα η σόγια δε μπορεί να αντικατασταθεί από τα ψυχανθή. Πρώτον, είναι ασύμφορο για τους παραγωγούς να τα καλλιεργήσουν, λόγω του ότι δεν παίρνουν κάποια αξιόλογη ενίσχυση. Δεύτερον, μπορεί οι καλλιέργειες αυτές να μην απαιτούν πολλά νερά ή λιπάσματα, ωστόσο ορισμένες από αυτές συνεπάγονται ένα σημαντικό κόστος σε ζιζανιοκτονία. Τρίτον, καθώς δεν υπάρχουν πολλοί παραγωγοί που να ενδιαφέρονται για πιστοποιημένο σπόρο, το κόστος της αγοράς σπόρου είναι υψηλό. Τέταρτον, εάν υποθέσουμε ότι θα ξεκινήσουμε να βάζουμε ψυχανθή σε ευρεία κλίμακα, θα χρειαστούν και οι ανάλογοι τύποι μηχανημάτων, που τώρα δεν υπάρχουν. Επιπλέον, διατηρώ τις επιφυλάξεις μου κατά πόσον το ΥΠΑΑΤ μπορεί να δώσει την κατάλληλη κατεύθυνση στους παραγωγούς. Πάντως, εάν αύριο το πρωί υποθετικά υπήρχε απόφαση από την ΕΕ να απαγορευτεί η σόγια και να αντικατασταθεί με κάτι άλλο, θα αντιμετωπίζαμε τεράστιο πρόβλημα», ανέφερε ο κ. Ζιόβας.

Μια πιο αισιόδοξη προσέγγιση μας έδωσε ο πρόεδρος της ΕΑΣ Αρκαδίας, Θανάσης Τσιοτίνας: «Η συμβολή των ζωοτροφών στη διαμόρφωση του κόστους εκτροφής, ειδικά στα μεγάλα ζώα, αγγίζει το 70%. Συνεπώς, η εν λόγω εισροή είναι καταλυτικής σημασίας. Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης κινείται ιδέα προς τη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο θα χρειαστεί χρόνο για να αποδώσει. Εμείς πειραματιστήκαμε πέρσι με το λούπινο, το οποίο είναι ιδιαίτερα πλούσιο σε περιεκτικότητα πρωτεϊνών. Ωστόσο, οι ακραίες κλιματικές συνθήκες της περασμένης χρονιάς, σε συνδυασμό ότι δε γνωρίζαμε πολλά για την καλλιέργεια, δεν μας έδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Παρόλα αυτά, φέτος, σε συνεργασία με το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, θα επανέλθουμε με άλλες καλλιέργειες. Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι πέρσι ήταν η πρώτη μας χρονιά παραγωγής 2 τόνων σπόρων σποροπαραγωγής βίκου, για τον οποίο πληρώσαμε τους παραγωγούς με 1,2 ευρώ / κιλό».

Σε υψηλά επίπεδα οι τιμές των πιστοποιημένων σπόρων

Η «Ύπαιθρος Χώρα» μίλησε με τον νεαρό σε ηλικία παραγωγό κτηνοτροφικού μπιζελιού στον Βόλο, Γιάννη Αντωνίου, ο οποίος αποφάσισε να εγκαταλείψει την καλλιέργεια ως μη συμφέρουσα. «Τα τελευταία χρόνια, οι κλιματικές συνθήκες έχουν αλλάξει δραστικά στην περιοχή, με αποτέλεσμα από τη μία να έχουμε παρατεταμένη ξηρασία και από την άλλη έντονες βροχοπτώσεις.

Φθηνές και εύκολες καλλιέργειες ως απάντηση στη σόγια ως ζωοτροφή

Αυτός ο συνδυασμός ήταν καταστροφικός για την καλλιέργεια. Έπειτα, η συνδεδεμένη ανέρχεται σε 8,7 ευρώ το στρέμμα, ποσό ιδιαίτερα χαμηλό. Καλλιεργούσα το μπιζέλι για σποροπαραγωγή, οπότε οι κτηνοτρόφοι δεν το έπαιρναν απευθείας από μένα. Πάντως, είναι αλήθεια ότι σε σχέση με την τιμή που το έδινα εγώ μέχρι πέρσι για σποροπαραγωγή, 40-45 λεπτά/κιλό, οι παραγωγοί το αγόραζαν εν συνεχεία αρκετά ακριβότερα, στα 1,1-2 ευρώ.

Το παραπάνω φαινόμενο δεν είναι κάτι που σπανίζει στην αγορά πολλαπλασιαστικού υλικού, όπως μας επιβεβαίωσε και ο Δημήτρης Βλαχοστέργιος, εντεταλμένος ερευνητής του Τμήματος Φυτικής Παραγωγής του ΕΛΓΟ – «Δήμητρα», αναφέροντας το παράδειγμα του κτηνοτροφικού ρεβιθιού: «Εδώ οι παραγωγοί αναγκάζονται και αγοράζουν με 2 ευρώ το κιλό σπόρο που οι εταιρείες εισάγουν από το Μεξικό σαν όσπριο για κατανάλωση, πληρώνοντας 60 λεπτά/κιλό. Πρόκειται για μια στρεβλότητα που υπάρχει αλλά δεν απαντάται σε όλα τα κτηνοτροφικά όσπρια. Για παράδειγμα στη φακή, η τιμή του σπόρου μπορεί να είναι μεν ακριβή, ωστόσο προσφέρει πράγματα που δεν τα προσφέρει ο χύμα σπόρος».

«Δέσμιος» της σόγιας ο κτηνοτροφικός τομέας στην Ελλάδα

Aν για τα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ η εξάρτηση από τη σόγια αποτελεί πρόβλημα, στην Ελλάδα πρόκειται για… Γολγοθά. Όπως καταδεικνύουν οι παρακάτω πίνακες, χρόνο με τον χρόνο οι εισαγωγές σόγιας και σογιάλευρου στη χώρα μας αυξάνονται.

Από την καταγραφή της πορείας των εξαγωγών από το 2012 έως το 2017, μπορούμε να σημειώσουμε τα εξής:

  • Τεράστιες είναι οι ετήσιες εισαγωγές σόγιας της χώρας, τόσο σε αξία όσο και σε ποσότητα, με αύξουσα πορεία.
  • Είναι εμφανής η μονόπλευρη εισαγωγική «εξάρτηση» της χώρας σε σόγια από Αργεντινή και Παραγουάη. Ραγδαία είναι η άνοδος της εισαγόμενης σόγιας από Ουκρανία, κάτι που τονίζεται από το ευρωκοινοβούλιο, με τη σύσταση να γίνει προσέγγιση για αμοιβαία επωφελείς συμφωνίες με την εν λόγω χώρα.
  • Τη στιγμή που οι τάσεις εισαγωγής σόγιας είναι αυξητικές, η ελληνική κτηνοτροφία βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία και η Ελλάδα ευαγγελίζεται ότι εφαρμόζει «συστήματα ανάπτυξης».

Τα top 3 χωρών εισαγόμενης σόγιας / σογιάλευρων στην Ελλάδα

Σογιάλευρα

Χώρες

2017 – Αξία (χιλ. €)

Αργεντινή

97.732

Ιταλία

5.817

Βραζιλία

4.790

Όλες οι χώρες

111.236

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ

Σόγια

Χώρες

2017

 

Αξία (χιλ. €)

 

Παραγουάη

97.732

Ουκρανία

5.817

ΗΠΑ

4.790

Όλες οι χώρες

118.858

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ

Η πορεία των εισαγωγών σόγιας σε μια 6ετία

Έτος

2012

2013

2014

Εισαγωγές Σόγιας

Αξία (χιλ.€)

 

Ποσότ. (τόνοι)

Μέση τ. (€/τ.)

Αξία

Ποσότ.

Μέση τ.

Αξία

Ποσότ.

Μέση τ.

127.072

282.788

449

126.316

285.169

443

114.281

276.866

413

Εισαγωγές Σογιάλευρων

96.664

271.794

356

118.714

262.795

452

116.125

263.718

440

Σύνολο

 223.736

554.582

 

245.030

547.964

 

230.406

540.584

 

 

Έτος

2015

2016

2017

Εισαγωγές Σόγιας

Αξία (χιλ.€)

 

Ποσότ. (τόνοι)

Μέση τ. (€/τ.)

Αξία

Ποσότ.

Μέση τ.

Αξία

Ποσότ.

Μέση τ.

116.243

301.903

385

115.696

315.431

367

118.858

317.754

374

Εισαγωγές Σογιάλευρων

112.030

278.642

402

104.569

293.481

356

111.236

331.254

336

Σύνολο

228.273

580.545

 

220.265

608.912

 

230.094

649.008

 

Πηγή και επεξεργασία στατιστικών: ΕΛΣΤΑΤ

Η Ελλάδα συντάσσεται στην προσπάθεια απεξάρτησης από τη σόγια

Η ανάγκη των ευρωπαϊκών χωρών να απεξαρτηθούν από τις εισαγωγές και τη χρήση πρωτεϊνούχων προϊόντων στις ζωοτροφές και να επενδύσουν σε τοπικές ποικιλίες ψυχανθών, διαφαίνεται και στα επιλέξιμα προγράμματα προς χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το True, το οποίο έχει στον πυρήνα του την καλλιέργεια των ψυχανθών. Η Ελλάδα, διοργανώνοντας πριν λίγες μέρες στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών την Πανευρωπαϊκή Συνδιάσκεψη για τα Ψυχανθή, επιβεβαιώνει πως αναζητεί στρατηγικές για να μειώσει την εξάρτηση από εισαγόμενα πρωτεϊνούχα προϊόντα, όπως η σόγια, και να αυξήσει τη βιώσιμη παραγωγή και κατανάλωση των ψυχανθών, τόσο ως ζωοτροφές, όσο και για ανθρώπινη κατανάλωση. Ο μεγάλος αριθμός φορέων που συμμετέχουν (24) από 11 ευρωπαϊκές χώρες, αποδεικνύει την κατεύθυνση που θέτει η Ευρώπη.

Εντείνεται το ενδιαφέρον για τα ψυχανθή

Ένας από τους στόχους της συνδιάσκεψης ήταν να γίνει κατανοητό πως το πρόγραμμα είναι έτσι διαμορφωμένο ώστε να δώσει λύσεις σε όλο το μήκος της αγροδιατροφικής αλυσίδας σχετικά με τα ψυχανθή, από την παραγωγή, τη μεταποίηση και την εμπορία, έως την τελική κατανάλωση.

Ο Δημήτρης Σάββας, επικεφαλής της ελληνικής ομάδας από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, που συμμετέχει στο πρόγραμμα, τονίζει στην «ΥΧ» πως «Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αν και άργησε λίγο να καταλάβει την αξία των ψυχανθών, έχει αρχίσει να ενδιαφέρεται σημαντικά για την αύξηση της παραγωγής τους. Το πρόγραμμα εστιάζει, λοιπόν, στο πώς θα δοθούν κίνητρα στους ίδιους τους παραγωγούς να καλλιεργήσουν ψυχανθή και να έχουν ένα αξιοπρεπές εισόδημα». Μέσω των ομάδων που έχουν σχηματιστεί κατά τη διάρκεια του προγράμματος, έχουν δημιουργηθεί βιώσιμα παραδείγματα καλλιέργειας ψυχανθών. «Τα ψυχανθή είναι από τις μόνες καλλιέργειες που χρειάζονται ελάχιστη λίπανση, καθώς έχουν την ιδιότητα να δεσμεύουν το άζωτο. Επίσης, χρειάζονται λιγότερο νερό, οπότε αυτό τα καθιστά κατάλληλα για περιοχές όπου αντιμετωπίζουν πρόβλημα με το νερό. Όλα τα παραπάνω, μαζί με τα οικονομικά κίνητρα που δίνονται, πλέον, καθώς στη νέα ΚΑΠ προβλέπονται ενισχύσεις για τα ψυχανθή, τα καθιστούν μια βιώσιμη καλλιέργεια, που αν αυξηθεί, θα συμβάλλει και στη μείωση των εισαγωγών από τρίτες χώρες αλλά και στη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων», τονίζει ο κ. Σάββας.

Ο επικεφαλής του προγράμματος True, Pietro Lannetta, από το James Hutton Institute της Σκωτίας, αναφέρει στην «ΥΧ» πως «κάθε χώρα θα πρέπει να κρατήσει μια ισορροπία ανάμεσα στα παραδοσιακά συστήματα παραγωγής και τις καινούργιες επιρροές που δέχεται. Η Ελλάδα, λόγω των ποικιλιών της, μπορεί να επενδύσει στην καλλιέργεια των ψυχανθών».

 

 Γράφουν: Αντώνης Ανδρονικάκης, Βικτωρία Αποστολοπούλου