Το αλαλούμ στις μεταφορές αβαντάρει το ελληνικό ρύζι

Πεσμένες λόγω των ακριβών ναύλων οι εισαγωγές από Καμπότζη και Μιανμάρ

Από σαφώς καλύτερη αφετηρία ξεκινά η φετινή εμπορική σεζόν για το ελληνικό ρύζι, καθώς οι αναταραχές στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα ωθούν τους Ευρωπαίους αγοραστές να στραφούν στα παραγωγικά κέντρα της Μεσογείου, προκειμένου να αποφύγουν τα υψηλά κόστη, αλλά και το γενικότερο ρίσκο που συνεπάγονται οι εισαγωγές από την Ασία.

«Ό,τι δεν έγινε τόσα χρόνια με τους δασμούς, για τους οποίους “φωνάζαμε” ότι πρέπει να επιβληθούν στις εισαγωγές από τις τρίτες χώρες, φαίνεται ότι επιτυγχάνεται λόγω της κρίσης στις μεταφορές», λέει χαρακτηριστικά στην «ΥΧ» ο Χρήστος Γκαντζάρας, πρόεδρος του Α’ Αγροτικού Συνεταιρισμού Χαλάστρας.

Όπως προσθέτει ο ίδιος, αν και βρισκόμαστε νωρίς στη σεζόν, υπάρχει έντονη ζήτηση για το ελληνικό ρύζι «όχι μόνο από τα Βαλκάνια, αλλά και από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες που δεν έχουν δική τους παραγωγή».

Όπως σημειώνει στην «ΥΧ» επικεφαλής μεγάλης εμπορικής επιχείρησης του χώρου, το κόστος ενός κοντέινερ από την Άπω Ανατολή εκτοξεύτηκε φέτος στα 12.000 ευρώ, από 2.000 ευρώ που ήταν την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι. Αν και το τελευταίο διάστημα έχει υποχωρήσει στα 8.000 ευρώ, παραμένει πολλαπλάσιο, καθιστώντας ασύμφορη για τους περισσότερους εμπορικούς ομίλους την εισαγωγή από χώρες όπως η Καμπότζη και η Μιανμάρ.

«Είναι γεγονός ότι με τα ναύλα σε αυτά τα επίπεδα γίνεται πολύ ακριβή η μεταφορά από την Ασία», σχολιάζει ο παραγωγός Βεργής Τσελέπης, από τον Άγιο Αθανάσιο Θεσσαλονίκης. «Δεν γνωρίζουμε βέβαια για πόσο καιρό θα ισχύει η συνθήκη αυτή», σπεύδει να συμπληρώσει ο ίδιος, γεγονός που αναμφισβήτητα καθιστά ενδιαφέρουσα, όσο και απρόβλεπτη, τη φετινή εμπορική περίοδο.

Ελάχιστες οι πράξεις

Μέχρι στιγμής, πάντως, κι ενώ βαδίζουμε προς το τέλος του αλωνισμού, οι πράξεις που έχουν πραγματοποιηθεί είναι ελάχιστες. Στο μέσο της συγκομιδής ακούστηκαν κάποιες προσφορές στα 28 λεπτά/κιλό για τα μεσόσπερμα ρύζια, δίχως όμως, όπως ήταν φυσικό, να δελεάσουν τους παραγωγούς. Κάποιες συναλλαγές έχουν εκτελεστεί στα 30 λεπτά για τα Ronaldo (σ.σ. για ακόμη μία χρονιά αποτελούν την πλειοψηφία στις εκτάσεις που έχουν σπαρθεί) και στα 34-35 λεπτά για τα μακρύσπερμα Bonnet, ωστόσο αφορούν πολύ μικρές ποσότητες και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν τροχιοδεικτικές. Από την Τουρκία υπάρχει ενδιαφέρον το οποίο αναμένεται να ενταθεί, δεδομένου και ότι η φετινή της παραγωγή αναμένεται μειωμένη, ενώ το ίδιο ισχύει και για την Ισπανία, η σοδειά της οποίας προβλέπεται φέτος μειωμένη κατά 25%.

Στις Καρολίνες τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα, καθώς οι δύο μεγάλοι συνεταιρισμοί της Χαλάστρας έχουν συμφωνήσει με τον Σύνδεσμο Ορυζόμυλων Ελλάδος για παράδοση συνολικά 3.000 τόνων, με προκαθορισμένη τιμή 37 λεπτών/κιλό. Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι για τις λίγες «ελεύθερες» ποσότητες της συγκεκριμένης ποικιλίας (που απευθύνεται στην εγχώρια αγορά) έχουν ακουστεί το τελευταίο διάστημα και ελαφρώς υψηλότερες τιμές, της τάξης των 38 λεπτών.

Δεν βοηθά ο υγρός καιρός

Στη Μακεδονία, ο αλωνισμός έχει ξεπεράσει αυτήν τη στιγμή το 85% και, καιρού επιτρέποντος, μέσα στις επόμενες μέρες αναμένεται να ολοκληρωθεί.

«Οι βροχές μάς δημιούργησαν κάποια προβλήματα. Σε ορισμένες περιοχές πλημμύρισαν χωράφια, έγιναν οι σχετικές αναγγελίες από τον ΕΛΓΑ και δηλώθηκαν οι ζημιές», λέει στην «ΥΧ» ο πρόεδρος του Β’ Αγροτικού Συνεταιρισμού Χαλάστρας, Βασίλης Κουκουρίκης. Η οργάνωση αναμένεται να συγκεντρώσει φέτος από 40.000 έως 45.000 τόνους καθώς, σύμφωνα με τον ίδιο, οι αποδόσεις είναι μειωμένες από 10% έως 20% λόγω του καύσωνα του καλοκαιριού ο οποίος, όπως εξηγεί, «δεν επέτρεψε να γίνει σωστή γονιμοποίηση».

Με την εκτίμηση αυτή συμφωνεί και ο κ. Γκαντζάρας, ο οποίος υπογραμμίζει ότι «ο καιρός μας έχει μπερδέψει πολύ. Πέρα από τις καθυστερήσεις στη συγκομιδή και τις ζημιές που προκάλεσαν οι βροχοπτώσεις του Οκτωβρίου, βλέπουμε ότι χωράφια τα οποία έδιναν πέρυσι π.χ. 1.100 κιλά/στρέμμα φέτος έχουν πέσει στα 950 κιλά». Κατά τα φαινόμενα, και λαμβάνοντας υπόψη τη διαγραφόμενη μείωση των αποδόσεων, ο Α’ Αγροτικός Συνεταιρισμός Χαλάστρας θα παραλάβει φέτος περί τους 35.000-40.000 τόνους ρυζιού.

Η υγρασία των τελευταίων ημερών έχει και αυτή την επίπτωσή της στις αποδόσεις: «Ιδανικά θα θέλαμε ηλιοφάνεια και αέρα, καθώς το ρύζι έχει την ιδιότητα να “τραβάει” την υγρασία της ατμόσφαιρας. Για να αποθηκευτεί, πρέπει η υγρασία να κατέβει στους 13 βαθμούς. Επομένως, όταν η υγρασία είναι, για παράδειγμα, στο 20, έχεις μια επιπλέον απώλεια στις αποδόσεις ανά στρέμμα», εξηγεί ο κ. Τσελέπης.

Στα ύψη τα κόστη παραγωγής

Όλοι οι συνομιλητές μας, ωστόσο, εμφανίζονται ιδιαίτερα προβληματισμένοι από την αύξηση του κόστους παραγωγής. «Ακόμα και τιμές της τάξης των 35 λεπτών για τα μακρύσπερμα και των 31 λεπτών για τα μεσόσπερμα δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές.

Ήδη έχουμε μια αύξηση 30% στα κόστη για τα ρύζια που συγκομίζονται φέτος λόγω των αυξήσεων σε λιπάσματα, φάρμακα και πετρέλαιο που άρχισαν να καταγράφονται από την άνοιξη και μετά. Για του χρόνου, δε, οι αυξήσεις στα έξοδα υπολογίζονται στο 100%. Τελευταία μάλιστα μας προτρέπουν να κάνουμε από τώρα τα κουμάντα μας στα εφόδια ενόψει της άνοιξης γιατί θα υπάρξουν ελλείψεις», αναφέρει ο κ. Κουκουρίκης.

«Μόνο το κόστος του φυσικού αερίου στα ξηραντήρια (δεδομένου ότι τα ρύζια είναι λίγο πιο υγρά φέτος) είναι τέσσερις φορές πάνω, ενώ μια θεριζοαλωνιστική μηχανή χρειάζεται φέτος από 25.000-30.000 ευρώ πετρέλαιο, όταν πέρυσι αρκούσαν 15.000-20.000 ευρώ. Τα λιπάσματα έχουν διπλασιαστεί. Κανονικά λοιπόν, και για να μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε στα κόστη θα έπρεπε και οι τιμές να αυξηθούν ανάλογα», προσθέτει ο κ. Γκαντζάρας.

«Το πετρέλαιο είναι ούτως ή άλλως ανεβασμένο, τη στιγμή που, λόγω της υγρασίας, φέτος είναι αυξημένη η κατανάλωση της θεριζοαλωνιστικής. Για ένα στρέμμα πέρυσι χρειάζονταν περί τα 4 ευρώ το στρέμμα, φέτος απαιτούνται 7-8 ευρώ», υπογραμμίζει ο κ. Τσελέπης, ο οποίος θίγει κι ένα ακόμα ζήτημα που «καίει» τους αγρότες που δραστηριοποιούνται στη συγκεκριμένη καλλιέργεια: «Το φορολογικό είναι μια ανοιχτή πληγή. Τη στιγμή που δεν έχουμε ολοκληρώσει ακόμα τον αλωνισμό, καλούμαστε να τιμολογήσουμε το ρύζι πριν από το τέλος του έτους.

Αν το κρατήσουμε για την επόμενη χρονιά και ακολουθήσει μια σεζόν με υψηλή τιμή, θα φαίνονται δύο εισοδήματα σε μια χρονιά. Ουσιαστικά, λοιπόν, το σύστημα όπως είναι τώρα μας ωθεί να πουλήσουμε σε ό,τι τιμή υπάρχει αυτήν τη στιγμή στην αγορά. Θα έπρεπε η φορολογική διοίκηση να λάβει υπόψη της ότι η εμπορική περίοδος σε κάποια προϊόντα δεν ταυτίζεται με το φορολογικό έτος. Το ρύζι δεν είναι βιομηχανική ντομάτα, η οποία από την ώρα που θα συλλεχθεί θα καταλήξει μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα στο εργοστάσιο», υπογραμμίζει.

Πληρώνουν όσο όσο οι ορυζόμυλοι στην Ιταλία

Τα μειωμένo στοκ, οι αλλαγές στον καλλιεργητικό χάρτη των ποικιλιών και τα ακριβά ναύλα, που φρενάρουν τις εισαγωγές από την Ασία, έχουν δημιουργήσει ένα εκρηκτικό μείγμα στην ιταλική αγορά ρυζιού, όπου οι τιμές έχουν ήδη πάρει την ανιούσα.

Σύμφωνα με στοιχεία του κρατικού ιδρύματος Ente Risi, τον Αύγουστο, τα αποθέματα Japonica που βρίσκονταν στα χέρια οργανώσεων και παραγωγών, ανέρχονταν σε 39.734 τόνους. Οι ποσότητες αυτές είναι κατά 19% λιγότερες σε σχέση με το αντίστοιχο χρονικό σημείο του 2020. Ωστόσο, αν η σύγκριση γίνει με το 2019 και το 2018, η μείωση είναι πολύ μεγαλύτερη και φτάνει το 39% και το 52% αντίστοιχα.

Οι εκτάσεις που σπάρθηκαν φέτος στη χώρα ήταν ουσιαστικά αμετάβλητες σε σύγκριση με την προηγούμενη καλλιεργητική σεζόν (2,268 εκατ. στρέμματα, μόλις 0,2% κάτω), ωστόσο πολλοί παραγωγοί έκαναν στροφή από το Αrborio στο Indica, oι εκτάσεις του οποίου ήταν αυξημένες κατά 18%. Ακόμα κι έτσι, όμως, για τους μύλους η αύξηση αυτή αντισταθμίστηκε από τη μεγάλη μείωση που καταγράφηκε στις εκτάσεις με Indica στην Ισπανία (δεύτερη σε όγκο παραγωγής στην Ευρώπη μετά την Ιταλία). Ενδεικτικά, στην ευρύτερη περιοχή γύρω από τη Σεβίλλη, τα στρέμματα με Ιndica ήταν φέτος μειωμένα κατά 50% σε σύγκριση με μια «κανονική» χρονιά.

Στο μεταξύ, η «επανεκκίνηση» της εστίασης είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί και η ζήτηση για ρύζι, ιδίως Arborio, το οποίο, μεταξύ άλλων, χρησιμοποιείται στο σούσι.

Δεν βιάζονται οι παραγωγοί

Την ίδια στιγμή, οι παραγωγοί, βλέποντας τις τιμές των εφοδίων και των καυσίμων να αυξάνονται διαρκώς, δεν δείχνουν καμιά ιδιαίτερη βιασύνη να πουλήσουν. Τα προηγούμενα χρόνια, ένα 20% της σοδειάς έφευγε με την έναρξη σχεδόν του αλωνισμού, για αποθηκευτικούς κυρίως λόγους. Όμως φέτος, που η συγκομιδή ούτως ή άλλως ξεκίνησε με καθυστέρηση λόγω καιρικών συνθηκών και αργής ωρίμανσης, το ποσοστό αυτό είναι πολύ μικρότερο. Οι όποιες ποσότητες έχουν φύγει αφορούν συμβόλαια που είχαν κλειστεί πριν από τον αλωνισμό. Οι οργανώσεις, άλλωστε, γνωρίζουν ότι τα ακριβά ναύλα καθιστούν ασύμφορες τις εισαγωγές από την Ασία. Σύμφωνα με το Ente Risi, το κόστος ενός κοντέινερ που φτάνει στην Ευρώπη από τα ασιατικά λιμάνια κυμαίνεται από 10.000 έως 12.000 δολάρια, όταν τα προηγούμενα χρόνια κινούνταν γύρω από τα 1.000 δολάρια.

Σε αυτό το κλίμα, όπως αναφέρουν αναλυτές, αρκετοί μύλοι εμφανίζονται το τελευταίο διάστημα διατεθειμένοι να πληρώσουν… όσο όσο, προκειμένου να καλύψουν τις άμεσες ανάγκες τους, ενώ κάποιες φήμες θέλουν ορισμένους να σπεύδουν να προαγοράσουν ποσότητες από τη σοδειά του 2022. Αν και επισήμως η εν λόγω φημολογία διαψεύδεται, έχει συμβάλει στην αναστάτωση και συντηρεί το κλίμα πανικού στις τάξεις των επιχειρήσεων.