Αναπτυσσόμενη, αλλά ευάλωτη στη νοθεία η αγορά βοτάνων

Τριμμένα... φύλλα ελιάς εντόπισε έρευνα της Κομισιόν στο 50% των δειγμάτων ρίγανης

Ιδιαίτερα δυναμική, αλλά ταυτόχρονα ευάλωτη σε περιπτώσεις νοθείας είναι η ευρωπαϊκή αγορά αρωματικών βοτάνων και μπαχαρικών, όπως προκύπτει από πρόσφατη έρευνα, η οποία ουσιαστικά καλεί τόσο τις κοινοτικές όσο και τις εθνικές αρμόδιες αρχές να αναλάβουν δράση, προκειμένου να θωρακίσουν τους Ευρωπαίους παραγωγούς και τους καταναλωτές.

Η έρευνα, η πρώτη της Κομισιόν στη συγκεκριμένη κατηγορία, πραγματοποιήθηκε με την επιστημονική συνδρομή του JRC (Κοινό Κέντρο Ερευνών), προκειμένου να ελεγχθεί η αυθεντικότητα των σχετικών προϊόντων που πωλούνται στην ΕΕ. Όπως προέκυψε, σχεδόν ένα στα πέντε (17%) προϊόντα που κυκλοφορούν μπορούν να θεωρηθούν «ύποπτα» για κρούσματα απάτης, στην πλειονότητα των περιπτώσεων νοθείας.

Σχεδόν 2.000 δείγματα

Συνολικά 21 κράτη-μέλη απέστειλαν περίπου 1.900 δείγματα από εισαγωγείς, χονδρεμπόρους, μεταποιητές και συσκευαστές, με τη χώρα μας να αποστέλλει 90 δείγματα. Στην πλειονότητά τους τα δείγματα που εξετάστηκαν ήταν επεξεργασμένα (αλεσμένα ή τριμμένα) και αφορούσαν έξι είδη: κύμινο, κουρκουμά, ρίγανη, πιπέρι, πάπρικα και σαφράν.

Τα δείγματα υποβλήθηκαν σε αναλύσεις με τεχνικές τελευταίας τεχνολογίας, με βάση σχετικά πρότυπα ISO και συγκεκριμένους βιοδείκτες. Νοθευμένο βρέθηκε το 17% των δειγμάτων για το πιπέρι, 14% για το κύμινο, 11% για τον κουρκουμά, 11% επίσης για το σαφράν και 6% για την πάπρικα/τσίλι. Η πλέον ευάλωτη, ωστόσο, αποδείχτηκε η ρίγανη, με το 48% των δειγμάτων να εντοπίζονται νοθευμένα, στις περισσότερες των περιπτώσεων μάλιστα με… φύλλα ελιάς.

Σε γενικές γραμμές, η πλειονότητα των ύποπτων δειγμάτων που εξετάστηκαν περιείχε μη δηλωμένο φυτικό υλικό, ενώ στο 2% ανιχνεύθηκαν μη εγκεκριμένες χρωστικές και σε 45 δείγματα ρίγανης (όπως και σε τέσσερα δείγματα πιπεριού και δύο κύμινου) εντοπίστηκαν ενώσεις χαλκού πάνω από τα επιτρεπόμενα όρια. Σε ένα δείγμα, μάλιστα, βρέθηκαν υψηλά επίπεδα μολύβδου.

Εξάλλου, κατά την είσοδο των προϊόντων στην εσωτερική αγορά και, μάλιστα, μέσω του ηλεκτρονικού εμπορίου, παρατηρήθηκε υψηλότερο ποσοστό ύποπτων δειγμάτων. Ωστόσο, όπως αναφέρει η Κομισιόν, ο σχετικά μικρός αριθμός δειγμάτων που εξετάστηκαν δεν αρκεί για να γίνουν συγκρίσεις, να διαπιστωθούν τάσεις και να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα.

Τριπλάσιες οι εισαγωγές από τρίτες χώρες

Η ευρωπαϊκή παραγωγή ανέρχεται σε περίπου 100.000 τόνους ετησίως, ενώ τριπλάσιες είναι οι ποσότητες που εισάγει η ΕΕ κυρίως στην κατηγορία των μπαχαρικών από Ασία, Αφρική, Λατινική Αμερική και Καραϊβική. Ενδεικτικά, οι εισαγωγές των κρατών-μελών από τρίτες χώρες ανήλθαν το 2019 σε 379.000 τόνους μπαχαρικών. Κύριος αποδέκτης είναι η βιομηχανία τροφίμων (70%-80%) και ακολουθούν το λιανεμπόριο (15%-25%) και ο κλάδος των υπηρεσιών/εστίασης (5%-10%).

Θεωρείται μια αγορά υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπου το ενδιαφέρον για νέες γεύσεις (π.χ. για την ανατολικο-ασιατική κουζίνα) και για έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής κατευθύνει ανοδικά τη ζήτηση τόσο εντός της ΕΕ όσο και διεθνώς. Η προθυμία των καταναλωτών να καταβάλουν ένα υψηλότερο αντίτιμο για πιο φυσικά ή υγιεινά προϊόντα έχει αλλάξει, όπως αναφέρει η έρευνα, τη δυναμική του κλάδου.

Χρήση μέχρι και στις ζωοτροφές

Πέρα από τα έτοιμα προς κατανάλωση γεύματα, τα βότανα και τα μπαχαρικά χρησιμοποιούνται συχνά ως βασικά συστατικά σε συμπληρώματα διατροφής και (παρα)φαρμακευτικά προϊόντα, αλλά και ως πρόσθετα σε ζωοτροφές. Το εύρος και η πολυπλοκότητα της αλυσίδας εφοδιασμού τους, δεδομένου ότι «περνάνε» από πολλά κράτη και μεσάζοντες, τα καθιστούν πιο «ευάλωτα» σε κακές πρακτικές.

Εξάλλου, τυχόν νοθεία είναι πιο δύσκολο να εντοπιστεί στις περιπτώσεις αλεσμένων προϊόντων, ενώ, όπως είναι εύλογο, οι κύριοι «χαμένοι» είναι αυτοί που παράγουν και διακινούν βάσει θεσμοθετημένων προτύπων και κανόνων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καλεί τις αρμόδιες αρχές, τόσο σε κοινοτικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, να αυξήσουν και να εντείνουν τους επίσημους ελέγχους στη διακίνηση των προϊόντων, αλλά και να προχωρήσουν στην επιβολή αυστηρών κυρώσεων στους παραβάτες.

Σημαντικές προοπτικές για την ελληνική παραγωγή

Τις αυξητικές τάσεις στη ζήτηση σε μία αγορά που κινείται ανοδικά, με εταιρείες του εξωτερικού που διακινούν βότανα και αρωματικά φυτά να ζητούν περισσότερα είδη –όπως το τσάι– πέραν της ρίγανης την οποία παράγει ο ίδιος, επιβεβαιώνει στην «ΥΧ» ο καλλιεργητής Παναγιώτης Αποστολόπουλος από το Παλαιοχώρι Δωριέων στη Φθιώτιδα.

Ο κ. Αποστολόπουλος καλλιεργεί αρκετά στρέμματα με ρίγανη τα τελευταία έξι χρόνια κι εδώ και μία τετραετία περίπου αποστέλλει το προϊόν του σε δεκάκιλες συσκευασίες σε εταιρείες από την Ιταλία και την Αυστρία, ενώ παράλληλα συνεργάζεται και με την ελληνική επιχείρηση Agrifarm.

Κατά τον ίδιο, ακόμη και στις ιδιαίτερες και αναμφισβήτητα δύσκολες συνθήκες της πανδημίας, η ζήτηση όχι μόνο δεν υποχώρησε αλλά, αντίθετα, ενισχύθηκε και αυτό αποτυπώθηκε και στην τιμή. «Παρόλο που οι τιμές αυξήθηκαν σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, οι αγοραστές συνέχισαν να αναζητούν προϊόν», σχολιάζει και προσθέτει ότι «η τάση του κοινού για πιο φυσικά προϊόντα είναι και αυτή που λειτουργεί ως μοχλός ανάπτυξης της συγκεκριμένης κατηγορίας, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς».

Αναφερθείς σε ζητήματα αθέμιτων πρακτικών που μπορεί να εμφανίζονται στην αγορά, τονίζει τις απαιτήσεις που παρατηρεί από το ξεκίνημα των συνεργασιών του, με αναλύσεις από συγκεκριμένα εργαστήρια και παραγγελίες που ανταποκρίνονται στα δείγματα που στέλνει ο παραγωγός. «Στο προϊόν δεν πρέπει να υπάρχουν ξένες ύλες, υπολειμματικότητα φυτοφαρμάκων», υπογραμμίζει ο κ. Αποστολόπουλος σχετικά με την καθαρότητα του προϊόντος.

Σημειώνει, επίσης, ότι από συνεργάτες του έχει ενημερωθεί για περιπτώσεις εντοπισμού υψηλής υπολειμματικότητας φυτοφαρμάκων σε προϊόν που έχει αγοραστεί/εισαχθεί από τρίτες χώρες (αφού δεν ακολουθούνται τα αυστηρά πρότυπα της ΕΕ), καθώς και ανάμειξη της ρίγανης με… τριφύλλι) για αύξηση του όγκου. «Στέλναμε δείγματα και έπρεπε να επιβεβαιώσουμε ότι η παρτίδα θα είναι όπως ακριβώς το δείγμα. Αλλιώς υπάρχουν επιστροφές και ρήτρες, κάτι που είναι ασύμφορο για κάποιον παραγωγό», καταλήγει.