Οι ανισότητες στην κατανομή των άμεσων ενισχύσεων συνεχίζονται

Μία ενδιαφέρουσα συζήτηση για την ΚΑΠ πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη Δευτέρα στην Επιτροπή Γεωργίας του Ευρωκοινοβουλίου στις Βρυξέλλες. Εισηγητής εκ μέρους της Κομισιόν ήταν ο Τ. Χανιώτης, που την περίοδο αυτή, μάλιστα, εκτελεί χρέη αναπληρωτή γενικού διευθυντή της Γ.Δ. Γεωργίας.

Με βάση τα απολογιστικά στοιχεία που παρέθεσε για την περίοδο 2013-2019, η ΚΑΠ αύξησε το μέσο αγροτικό εισόδημα κατά 15% περίπου. Επιπλέον, βοήθησε τους αγρότες να αντέξουν τις οικονομικές πιέσεις που προκάλεσαν οι έντονες διακυμάνσεις των τιμών παραγωγού τη χρονική αυτή περίοδο, αν και, κατά τη γνώμη του, η κατάσταση ήταν καλύτερη εκεί όπου εφαρμόστηκαν προγράμματα διαχείρισης οικονομικών κινδύνων που προέβλεπε η ΚΑΠ.

Ωστόσο, με βάση τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, η ΚΑΠ συνεχίζει να παράγει ανισότητες, καθώς το 20% των δικαιούχων λαμβάνει το 80% των άμεσων ενισχύσεων, φαινόμενο που βέβαια έχει εντοπιστεί πριν από περίπου δύο δεκαετίες.

Η λύση που αποφασίστηκε για τον μετριασμό του φαινομένου αυτού κατά τη νέα περίοδο είναι η δυνατότητα προαιρετικής μεταφοράς ποσών που αντιστοιχούν έως το 10% των άμεσων ενισχύσεων μίας χώρας από τους μεγαλύτερους στους μικρότερους παραγωγούς της, επιλογή που μπορεί να ενταχθεί στο Στρατηγικό της Σχέδιο, εφόσον το επιθυμεί.

Οι λύσεις αυτές δεν ικανοποίησαν πολλούς από τους ευρωβουλευτές που παρευρέθηκαν. Η ΚΑΠ πρέπει να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της εξαγοράς αγροτικής γης από επενδυτές, οι οποίοι μάλιστα εισπράττουν επιδοτήσεις χωρίς να παράγουν τρόφιμα, έθεσαν ως κύριο πρόβλημα οι Ιταλοί Χριστιανοδημοκράτες.

Όσο οι άμεσες ενισχύσεις πληρώνονται με αποκλειστικό κριτήριο τον αριθμό των στρεμμάτων που διαθέτει κάποιος, η ΚΑΠ θα αναπαράγει ανισότητες, πρόσθεσαν οι Γερμανοί Πράσινοι.

Το βασικό πρόβλημα είναι «η αποτυχία της αγοράς» να καλύψει το κόστος παραγωγής που αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι αγρότες, ανέφεραν οι Σοσιαλιστές και Δημοκράτες. Για να προσθέσει ο Φινλανδός εκπρόσωπος του Renew Europe την ανάγκη λήψης μέτρων για την αντιμετώπιση των μεγάλων αυξήσεων του κόστους ενέργειας.

Είναι γεγονός ότι στην Ελλάδα σπανίζουν τέτοιου είδους συζητήσεις. Εάν, μάλιστα, συγκρίνει κάποιος τις προτεραιότητες των πολιτικών δυνάμεων άλλων κρατών, είτε αυτές βρίσκονται στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση, για το Στρατηγικό Σχέδιο που πρέπει να έχει η χώρα τους, διαπιστώνει ότι η απόσταση που μας χωρίζει είναι συχνά μεγάλη.