Αυτό το άρθρο είναι 6 μηνών

«Άνοιξε τα Μάτια» (1997): Το παραγνωρισμένο αριστούργημα του Αλεχάνδρο Αμενάμπαρ

Το υπαρξιακό ερωτικό θρίλερ του Ισπανοχιλιανού σκηνοθέτη που καθιέρωσε την τότε νεαρή Πενέλοπε Κρουζ επανακυκλοφορεί στα ελληνικά σινεμά
10/10/2024
10'+ διάβασμα
anoixe-ta-matia-1997-to-paragnorismeno-aristourgima-tou-alechandro-amenabar-334538

Ο Σέζαρ (Εδουάρδο Νοριέγκα) είναι ένας νεαρός που διαθέτει τα πάντα στον υπερθετικό βαθμό: Ομορφιά, χρήμα και γυναίκες. Ένα βράδυ, ο κολλητός του, Πελάγιο (Φέλε Μαρτίνεθ), του συστήνει μια κοπέλα που μόλις γνώρισε και του αρέσει πολύ. Είναι η Σοφία (Πενέλοπε Κρουζ), την οποία ο εκκολαπτόμενος μπον βιβέρ ερωτεύεται κεραυνοβόλα, βιώνοντας για πρώτη φορά ένα τόσο έντονο συναίσθημα.

Αμέσως βάζει στόχο να την κερδίσει, αλλά λογαριάζει χωρίς την πρώην του, Νούρια (Νάγια Νίμρι), που είναι και αυτή παράφορα ερωτευμένη μαζί του. Μετά από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο οποίο εμπλέκονται οι δύο τελευταίοι, το πρόσωπο του περιζήτητου εργένη παραμορφώνεται και η γη χάνεται κάτω από τα πόδια του. Στη συνέχεια, κάτω από απροσδιόριστες συνθήκες, τον συναντάμε έγκλειστο σε ψυχιατρική πτέρυγα φυλακής, όπου περιμένει να δικαστεί ως κατηγορούμενος για φόνο.

Εάν κάποιος θεατής ξεκινήσει να παρακολουθεί ανυποψίαστος το «Άνοιξε τα Μάτια» («Abre los Ojos» / «Open Your Eyes», 1997), δύσκολα θα μαντέψει αμέσως ότι πρόκειται για ένα συναισθηματικά βίαιο και υπαρξιακά ανήσυχο ερωτικό-ψυχολογικό θρίλερ. Απομονωμένα από το γενικό σύνολο, τα ανάλαφρα φλας μπακ (πάρτι, socializing και νεανικά σκιρτήματα) του πρώτου μισού της ταινίας παραπέμπουν περισσότερο σε ισπανική δραμεντί. Ωστόσο, ένα δυσοίωνο κλίμα υποβόσκει ήδη από την αινιγματική εναρκτήρια σεκάνς (ο Σέζαρ περιπλανιέται μόνος του μέσα σε μια εντελώς έρημη πόλη – μια πρώτη υπονόηση της υπαρξιακής του μοναξιάς), διατηρώντας τον θεατή σε μια διαρκή αμφιβολία για το τι μπορεί να συμβαίνει στο παρόν.

Ρίχνοντας κλεφτές, αποσπασματικές ματιές στο σήμερα, στις συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα στο κελί, μεταξύ του Σέζαρ και του θεράποντος ιατρού του, το κλίμα είναι ζοφερό και ασφυκτικό, σαν θηλιά που σφίγγει διαρκώς γύρω από τον λαιμό του. Ο ίδιος παρουσιάζεται πικρόχολος και οχυρωμένος στο καβούκι του, αρνούμενος να βγάλει την προστατευτική μάσκα που φοράει στο πρόσωπό του. Μοιάζει, επίσης, αποπροσανατολισμένος και με κενά μνήμης, καθεστώς που τον αποτρέπει από το να δίνει πειστικές απαντήσεις στις κατηγορίες που του προσάπτονται, παρότι επιμένει στην αθωότητά του.

Η ταινία βάζει τον θεατή στο τριπάκι να αναρωτηθεί για το τι ισχύει και τι όχι, τον καλεί να αμφισβητήσει την πραγματικότητα που αντιλαμβάνεται ο πρωταγωνιστής (με άλλα λόγια το κατά πόσο αυτός είναι ένας… παρανοϊκός), αλλά και την πραγματικότητα γενικότερα, και με αυτόν τον τρόπο τον κρατά συνεχώς σε εγρήγορση, αιχμαλωτίζοντας την προσοχή του, έως ότου του επιβληθεί καθολικά στην τελική ευθεία, με τις αλυσιδωτές, κατακλυσμιαίες εξελίξεις της πλοκής της.

Ως προς τα νοήματα, η φύση του έργου είναι μεταφορική, ξεναγώντας αρχικά στις απρόβλεπτα εναλλασσόμενες δυναμικές των ανθρώπινων σχέσεων. Εμβαθύνει σε μια ρευστή συνθήκη (σ.σ. η άστατη ερωτική ζωή του Σέζαρ), στην οποία το πάνω χέρι αλλάζει… ανάλογα με τις μεταβλητές (Νούρια/Σοφία), ανατρέποντας παγιωμένες ισορροπίες και ρόλους. Εδώ, το «Άνοιξε τα Μάτια» περιεργάζεται το πώς ένας μέχρι πρότινος (επι)κυρίαρχος ναρκισσιστής, που κινούσε τα νήματα μονίμως από θέση ισχύος και άλλαζε τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, μπορεί αίφνης, χτυπημένος από τα φαρμακερά βέλη του έρωτα, να μεταμορφωθεί σε σάκο του μποξ, όντας πια ανασφαλής, ευάλωτος και οριακά ανήμπορος να ελέγξει τη ζωή του και να πιστέψει στον εαυτό του – σε σημείο πνευματικής παράλυσης.

Εξωτερικεύοντας την εσωτερική ασχήμια και κενότητα

Η νεοεμφανιζόμενη «ανασφάλεια» και η εσωτερική «ασχήμια» του αμετανόητου γυναικά Σέζαρ εξωτερικεύονται μέσα από το σεναριακό εφεύρημα που πυροδοτείται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι της πλοκής. Αυτό δεν είναι άλλο από την παραμόρφωση του προσώπου του μετά το δυστύχημα.

Η αλλοιωμένη εικόνα του αντιπροσωπεύει τον τρόπο με τον οποίο, από ένα σημείο και έπειτα, ο ίδιος βλέπει ή αποδομεί τον εαυτό του στον καθρέφτη. Στη συνέχεια, διαπιστώνουμε ότι η οικονομική του επιφάνεια είναι αρκετή για να προσφέρει λύσεις-ημίμετρα, με προσωρινές αναλγητικές ιδιότητες (σ.σ. ο γιατρός που υπόσχεται να διορθώσει τη ζημιά που έχει προκληθεί στο πρόσωπό του), χωρίς, όμως, να καταπολεμήσει ολοκληρωτικά τα λανθάνοντα συμπλέγματα. Σε αντίθεση, λοιπόν, με ό,τι φαίνεται να συμβαίνει(;) με την «επιδιόρθωση» του προσώπου του από γιατρούς της ιδιόκτητης κλινικής του, η επίπλαστη ευτυχία είναι ένα «μόσχευμα» που ο οργανισμός του απορρίπτει.

Σε κάθε περίπτωση, οι αποσπασματικές θεωρήσεις πάνω στον Σέζαρ, τα πεπραγμένα του και τα γεγονότα που τον αφορούν συντηρούν το ομιχλώδες μυστήριο που πλανάται γύρω από την τραγική φιγούρα του, ταυτίζουν τον θεατή (του οποίου η οπτική γωνία συνεπάγεται μια εξίσου συγκεχυμένη αντίληψη των πραγμάτων) μαζί του και προσδίδουν μια άγρια ομορφιά στο ξεδίπλωμα του κουβαριού της κατάστασής του. Από την άλλη, η Σοφία αποδίδεται από την Κρουζ ως μια αιθέρια και ευγενική ύπαρξη με υποδόρια μελαγχολία, χαρακτηριστικά τα οποία ελκύουν τον θεατή να αποκρυπτογραφήσει και τη δική της παρουσία, καθώς εκείνη απομακρύνεται από τον Σέζαρ.

Ο ρόλος της Ισπανής ηθοποιού αποτελεί ισότιμο παράγοντα της στοιχειωτικής γοητείας που ασκεί το έργο στο κοινό, ενώ είναι και ο καταλύτης για τις ζυμώσεις που λαμβάνουν χώρα στον ψυχισμό του πρωταγωνιστικού ήρωα. Μόλις το πρόσωπό του παραμορφώνεται, ο Σέζαρ διαπιστώνει ότι η Σοφία είχε γοητευθεί κυρίως από την εξωτερική του εμφάνιση. Συνεπώς, αυτός ο πάλαι ποτέ καζανόβας πληρώνεται με το ίδιο νόμισμα, εάν κρίνουμε από τον τρόπο που αντικειμενοποιούσε και μεταχειριζόταν το γυναικείο φύλο στην ιδιωτική του ζωή, καταλήγοντας στην πικρή συνειδητοποίηση ότι δεν έχει να επιδείξει ουσιαστικό περιεχόμενο ως χαρακτήρας.

Στον πυρήνα της, η ταινία κριτικάρει το φανταχτερό περιτύλιγμα και την κενότητα της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, πραγματευόμενη την υπαρξιακή κρίση που ενδέχεται να βιώσει το υποκείμενο μιας τέτοιας εύθραυστης κατάστασης. Ωστόσο, εδώ, η αμφισβήτηση του ίδιου του εαυτού μετατρέπεται σε μοχλό πρόωρης αφύπνισης του Σέζαρ από την ελεγχόμενη νάρκη του εφησυχασμού και της κούφιας μακαριότητας. Οι προθέσεις του έργου δένουν γάντι με την άλλοτε ονειρική και άλλοτε ευθέως καφκική ατμόσφαιρα που καλλιεργεί μέσα από στιλιζαρισμένα πλάνα και το εξίσου εμπνευσμένο μοντάζ, δίνοντας την πραγματική διάσταση της σύγχυσης και της αγωνίας που παίρνουν τα ηνία του παγιδευμένου πρωταγωνιστή, οδηγώντας τον στο σημείο να βιώνει τον απόλυτο κατακερματισμό και να φλερτάρει με τη σχιζοφρένεια.

Ανατροπή, οργασμός ιδεών και… εξήγηση

Κάπου μετά τα μισά, η ταινία δίνει την εντύπωση ότι χάνει κάπως τον προσανατολισμό της, μπλέκοντας πολλές ενδιαφέρουσες ιδέες μεταξύ τους, οι οποίες αντί να ενδυναμώνουν το έργο βλάπτουν τη συνοχή του. Σε κάνει να πιστεύεις ότι «παραμορφώνει» και, τελικά, ακυρώνει τα ίδια τα στοιχεία που την είχαν καταστήσει εξαρχής θελκτικότατη στα μάτια σου. Κάτι σαν αυτό, δηλαδή, που παθαίνει ο κεντρικός της ήρωας…

Ωστόσο, αυτή η πρώιμη εντύπωση δεν είναι απόλυτα ακριβής. Το plot twist (SPOILER ALERT!), σύμφωνα με το οποίο αποκαλύπτεται ότι ο πάμπλουτος Σέζαρ, απογοητευμένος από το «Βατερλό» της προσωπικής του ζωής μετά το ατύχημά του, είχε επιλέξει να καταψυχθεί με τη μέθοδο της κρυογονικής, και, άρα, ό,τι είχαμε παρακολουθήσει από ένα σημείο και έπειτα ήταν απλά ένα εξαιρετικά ρεαλιστικό όνειρο εικονικής πραγματικότητας (σ.σ. ένα σεναριακό «red flag» στις μέρες μας), βοηθά τελικά το έργο να προωθήσει ακόμα περισσότερο τους συλλογισμούς του: Όπως πληροφορεί τον Σέζαρ ο εκπρόσωπος της εταιρείας που ειδικεύεται στη συγκεκριμένη πρακτική, η εικονική πραγματικότητα έχει ρυθμιστεί για να δείξει στον πρωταγωνιστή του ονείρου αυτό που εκείνος… υποσυνείδητα θέλει να δει.

Το γεγονός, λοιπόν, ότι αυτός πληροί όλες τις προϋποθέσεις ώστε να ονειρευτεί μια τέλεια ζωή (οι πρώτες ύλες –χρήμα και αποδοχή– βρίσκονται εκεί για να το κάνει), αλλά εντούτοις προτιμά να τη μετατρέψει σε εφιάλτη γεμάτο αποπνικτικές –έως ειρωνικά περιπαικτικές– αντιφάσεις και αφυπνιστικά deja vu, μαρτυρά άνθρωπο με ενδόμυχες τάσεις υπαρξιακής αποδόμησης.

Επομένως, το όνειρο αντιπροσωπεύει την αλλεργική αντίδραση του επιφανειακού αυτού ήρωα στην ίδια του τη ρηχότητα και την εγωκεντρικότητα, ή θα μπορούσε να συνιστά το αυτοάνοσο νόσημα που «ξυπνά» και εκφράζεται στο υποσυνείδητό του. Ας σημειωθεί, επίσης, ότι οι προαναφερθείσες «ενέσεις» επιστημονικής φαντασίας δίνουν μια μικρή πρόγευση από… «The Matrix» (1999), δηλαδή από μια φαινομενικά ρεαλιστική ζωή, που όμως στην πραγματικότητα είναι όνειρο, και το υποκείμενό της βρίσκεται ναρκωμένο και συνδεδεμένο στη μηχανική «υποστήριξη»!

Την εποχή της κυκλοφορίας του, το «Άνοιξε τα Μάτια» γνώρισε εγχώρια εμπορική επιτυχία (σ.σ. δεύτερο σε έσοδα στο ισπανικό box office το 1998) που… άνοιξε «λεωφόρους» στην καριέρα τόσο του Αλεχάνδρο Αμενάμπαρ όσο και της τότε ανερχόμενης Πενέλοπε Κρουζ. Mε το «Η Θάλασσα Μέσα μου» (2004), ένα συναισθηματικά εκβιαστικό δράμα για το δικαίωμα στην ευθανασία, o Ισπανοχιλιανός σκηνοθέτης θα χτυπούσε την «πόρτα» της Ακαδημίας στις ΗΠΑ, και εκείνη θα τσιμπούσε το «δόλωμα», χαρίζοντάς του το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 2005.

Αντίθετα, το «Open Your Eyes» είναι ένα έργο που, ξαναβλέποντάς το, δεν μπορείς παρά να παραδεχτείς ότι διατηρεί αναλλοίωτη στον χρόνο την εφιαλτική γοητεία και το ανατριχιαστικό σασπένς. Μια ταινία που σίγουρα αξίζει να παρακολουθήσεις στη μεγάλη οθόνη, όπου αυτή την περίοδο προβάλλεται σε επανέκδοση από τη New Star. Να ανοίξεις τα μάτια σου προς αυτήν, αλλά και προς την αλήθεια της ψυχής σου.

ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΑΠΟ: